Το κόστος του κρατικού μισθολογίου είναι υψηλό, ξεπερνώντας τους μέσους όρους της Ευρώπης αλλά και προηγμένων οικονομιών παγκοσμίως, τονίζει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο σε νέα έκθεσή του για την κυπριακή οικονομία στην οποία παραθέτει τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που πραγματοποίησε το Μάρτιο, στο πλαίσιο του άρθρου 4 του καταστατικού του Ταμείου.
Συνοπτικά, το ΔΝΤ εξηγεί ότι το κυπριακό Δημόσιο είναι από τα ακριβότερα στον πλανήτη και ζητεί να μπει μια οροφή στο μέγεθός του ώστε πόροι να διοχετευτούν για την υλοποίηση κρίσιμων και αναγκαίων επενδύσεων. Το Ταμείο συστήνει στην κυβέρνηση να αντισταθεί σε περαιτέρω αυξήσεις στην ΑΤΑ ή σε νέες ad hoc αυξήσεις μισθών.
Η συντεχνία των δημοσίων υπαλλήλων, διά του γενικού της γραμματέα, Στράτη Ματθαίου, υποδεικνύει μέσω του «Π» ότι η συνταγή του ΔΝΤ είναι η ίδια, είτε η οικονομία πάει καλά είτε όχι. Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο εκτιμά, στον «Π», ότι το πρόβλημα δεν είναι το ύψος του κρατικού μισθολογίου αλλά η σχέση μεταξύ του κόστους του μισθολογίου και του οφέλους που παίρνει πίσω η οικονομία και η κοινωνία.
Υψηλό το κόστος
Σύμφωνα με τους τεχνοκράτες του ΔΝΤ, η σημαντική διαφορά των μισθών μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ενέχει τον κίνδυνο λανθασμένης κατανομής δεξιοτήτων μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα. Δηλαδή, εργαζόμενοι προτιμούν να εργάζονται κατά προτεραιότητα στο Δημόσιο, με αποτέλεσμα ο ιδιωτικός τομέας να χάνει στελέχη. Η μεγάλη διαφορά των μισθών -οι αποδοχές στον δημόσιο τομέα στην Κύπρο εκτιμάται ότι είναι 27% υψηλότερες από ό,τι στον ιδιωτικό τομέα- επιδεινώνεται περαιτέρω από την ανεπαρκή διαφοροποίηση των μισθών ανά επάγγελμα και τις άνευ όρων ετήσιες αυξήσεις, παρατηρεί το ΔΝΤ.
Κάνοντας μια αναδρομή στο ζήτημα του κρατικού μισθολογίου, το Ταμείο σημειώνει τη σημαντική εξυγίανση μετά την κρίση του 2013/14. Μια σειρά από μέτρα συνέβαλαν στη μείωση του μισθολογικού κόστους του δημόσιου τομέα από το ανώτατο όριο του περίπου 15% του ΑΕΠ το 2012 σε 11% το 2018. Ωστόσο, επισημαίνεται, έκτοτε τα περισσότερα μέτρα, είτε έληξαν είτε αντιστράφηκαν. Οι ονομαστικές μειώσεις μισθών καταργήθηκαν σταδιακά μεταξύ 2018 και 2023 και οι ετήσιες αυξήσεις μισθών συνεχίστηκαν το 2017.
Η ΑΤΑ επανήλθε το 2018 με μερική τιμαριθμική αναπροσαρμογή 50% με βάση τον πληθωρισμό, η οποία αναθεωρήθηκε προς τα πάνω στα 2/3 το 2023. Μια γενική αύξηση στους μισθούς ύψους 1,5%, επιπλέον της ΑΤΑ, χορηγήθηκε το 2024 για πρώτη φορά από το 2009. Το μισθολογικό κόστος, εκτιμά το ΔΝΤ, αυξήθηκε ξανά πρόσφατα σε περίπου 12% το 2024.
Αποτέλεσμα είναι η απασχόληση στον δημόσιο τομέα, ως ποσοστό του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας, να είναι χαμηλότερη από άλλες χώρες της ΕΕ, αλλά οι μέσες αποδοχές είναι υψηλότερες από τους μέσους όρους στην Ένωση.
Το Ταμείο καταγράφοντας τις στεβλώσεις σημειώνει τα εξής:
- Το σύστημα αποδοχών ανταμείβει το επίπεδο εκπαίδευσης και μονιμότητας έναντι των δεξιοτήτων ή της απόδοσης.
- Κάθε χρόνο οι εργαζόμενοι προχωρούν αυτόματα και άνευ όρων κατά μία βαθμίδα στη μισθολογική κλίμακα, λαμβάνοντας αύξηση βασικού μισθού ή «ετήσια αύξηση». «Η έλλειψη επαρκούς διαφοροποίησης των μισθών υποδηλώνει ότι ορισμένα επαγγέλματα πληρώνονται υπερβολικά. Το επίπεδο εκπαίδευσης είναι ο βασικός καθοριστικός παράγοντας της μισθολογικής κλίμακας ενός εργαζομένου, η οποία δεν παρέχει επαρκή διαφοροποίηση των μισθών ανά επάγγελμα και δεν ανταμείβει τις σπάνιες δεξιότητες ή τα εξειδικευμένα προσόντα», υπογραμμίζει το ΔΝΤ. Για παράδειγμα, η κύρια κλίμακα για τους κατόχους πτυχίου πανεπιστημίου περιλαμβάνει περίπου το 32% όλων των μόνιμων εργαζομένων. Καλύπτει όλο το φάσμα των θέσεων, συμπεριλαμβανομένων των υπαλλήλων αρχείων, των ακτινοθεραπευτών, των υπαλλήλων ελέγχου εναέριας κυκλοφορίας, των διαιτολόγων και των εφοριακών.
«Τα υψηλά ποσοστά πρόσληψης και διατήρησης, συμπεριλαμβανομένων των εργαζομένων με ιδιαίτερα απαιτητικές δεξιότητες, σε συνδυασμό με την ευρεία ομοιομορφία των μισθών, υποδηλώνει ότι τα λιγότερο ανταγωνιστικά επαγγέλματα πιθανότατα υπεραμείβονται», διαπιστώνει το ΔΝΤ.
- Ο μέσος βασικός μισθός ενός εργαζομένου στον δημόσιο τομέα αυξάνεται κατά περίπου 2,6% ετησίως - πριν ληφθεί υπόψη η ΑΤΑ - λόγω των αυτόματων αυξήσεων.
«Σε περιόδους οικονομικής επιβράδυνσης, η υψηλή αύξηση των ονομαστικών μισθών στον δημόσιο τομέα είναι απίθανο να αντισταθμιστεί από τον ιδιωτικό τομέα, οδηγώντας σε περαιτέρω διεύρυνση των μισθών. Επιπλέον, ο άνευ όρων χαρακτήρας των αυξήσεων μισθών δεν διαθέτει μηχανισμό για την παροχή κινήτρων για καλύτερη απόδοση, όπως συμβαίνει με τις υπό όρους αυξήσεις μισθών και προαγωγές», τονίζεται.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, εν μέσω γήρανσης του εργατικού δυναμικού, οι ετήσιες αυξήσεις θα συνεχίσουν να διογκώνουν το μισθολογικό κόστος.
Το εργατικό δυναμικό του δημόσιου τομέα στην Κύπρο γερνάει, προσθέτει, αντανακλώντας τόσο τις ευρείες δημογραφικές τάσεις όσο και τον αντίκτυπο του ιστορικού παγώματος των προσλήψεων. Η μέση ηλικία των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε από 42 σε 45 έτη μεταξύ 2013 και 2023.
Ο μετριασμός των αυξήσεων των μισθών και η αναθεώρηση του συστήματος αποδοχών, εκτιμά το ΔΝΤ, δικαιολογούνται για τον περιορισμό της αύξησης του μισθολογικού κόστους. Δεδομένου του ήδη μεγάλου μισθολογικού χάσματος μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, η κυβέρνηση καλείται να αποφύγει μέτρα που θα αυξήσουν περαιτέρω το χάσμα.
Το σύστημα αποδοχών θα ωφεληθεί, υποστηρίζεται, από μια αναθεώρηση που θα στοχεύει στον περιορισμό των άνευ όρων ετήσιων αυξήσεων μισθών και στην προώθηση μεγαλύτερης διαφοροποίησης των αμοιβών με βάση τις δεξιότητες και την απόδοση για την ενίσχυση της παραγωγικότητας.
«Κάτω τα χέρια»
Ο γ.γ. της ΠΑΣΥΔΥ, Στράτης Ματθαίου, σχολιάζοντας το περιεχόμενο της έκθεσης, τονίζει στον «Π» ότι «το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο ξέρουμε πάντα τι θα πει πριν να το πει. Είτε πάει καλά η οικονομία, είτε όχι, η συνταγή που προτείνουν είναι η ίδια. Διερωτόμαστε γιατί ενώ η χώρα έχει πρωτογενή πλεονάσματα, χαμηλό δείκτη ανεργίας, το δημόσιο χρέος περιορίστηκε κάτω από το 65% του ΑΕΠ, η Κύπρος έχει από τους υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, η συνταγή τους παραμένει η ίδια», τονίζει.
«Η πάγια συνταγή του ΔΝΤ είναι να τα βλέπει όλα λογιστικά χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις συνθήκες της κάθε χώρας και τις αλλαγές που επήλθαν στην οικονομική κατάσταση», επισημαίνει, και υπογραμμίζει με νόημα: «Σε καμία περίπτωση δεν θα επιτρέψουμε να πάμε πίσω στις εποχές του 2013, ούτε να στοχοποιηθούν οι δημόσιοι υπάλληλοι οι οποίοι εισέφεραν δυσανάλογα την περίοδο της κρίσης».
Ανάγκη για πραγματική ψηφιοποίηση
Ο πρόεδρος του Δημοσιονομικού Συμβουλίου Κύπρου, Μιχάλης Περσιάνης, κληθείς από τον «Π» να σχολιάσει τα ευρήματα της έκθεσης, σημειώνει ότι «το πιο σημαντικό πρόβλημα που διαπιστώνουμε δεν είναι το ύψος του κρατικού μισθολογίου αλλά η σχέση μεταξύ του κόστους του μισθολογίου και του οφέλους που παίρνει πίσω η οικονομία και η κοινωνία», επισημαίνοντας ότι σε καμία περίπτωση δεν φταίνε οι δημόσιοι υπάλληλοι.
«Εάν βελτιωνόταν η αποδοτικότητα του κρατικού μισθολογίου θα μπορούσαμε να μιλάμε για όχι και τόσο παράλογο μισθολόγιο», τονίζει, υπογραμμίζοντας ότι «θα μπορούσε να δικαιολογηθεί το συνολικό κόστος του κρατικού μισθολογίου εάν ήταν ανάλογη και η παραγωγικότητα».
Κλειδί, θα αποτελέσει, προσθέτει, η πραγματική ψηφιακή αναβάθμιση της κρατικής μηχανής.
«Παρά τα άλματα της ψηφιακής μεταμόρφωσης», αναφέρει χαρακτηριστικά, «η βελτίωση του ψηφιακού αποτυπώματος είναι περιορισμένη στο σημείο επαφής του πολίτη με το κράτος, δηλαδή ενώ η βιτρίνα ψηφιοποιείται, το υπόλοιπο μαγαζί βρίσκεται στην αναλογική εποχή».
Το ζητούμενο, υπογραμμίζει, είναι να γίνει πραγματική ψηφιοποίηση της δημόσιας υπηρεσίας εκεί που δεν υπάρχει πολιτικό κίνητρο για τη λήψη αποφάσεων. Παράλληλα, σημειώνει ότι υπάρχουν πολλές διαδικασίες στο δημόσιο τομέα που προκαλούν κόστος στους πολίτες.