Για τους Ελληνοκύπριους, το περιουσιακό δεν είναι «ένα κεφάλαιο» στις διαπραγματεύσεις· είναι το κεφάλαιο. Γιατί; Διότι ο εκτοπισμός του 1974 ξερίζωσε οικογένειες από σπίτια, αγροκτήματα, εργαστήρια και παραλιακά τεμάχια σε τεράστια κλίμακα –περίπου το ένα τρίτο της ελληνοκυπριακής κοινότητας– και επειδή το 36% της επικράτειας της Δημοκρατίας παραμένει κατεχόμενο. Η περιουσία είναι κληρονομιά, ασφάλεια, βιοπορισμός, επένδυση και το πιο έντονα διεκδικούμενο δικαίωμα από πλευράς των προσφύγων, εκεί όπου η δικαιοσύνη, αν και φαίνεται χειροπιαστή (τίτλοι, αποζημίωση, αποκατάσταση), παραμένει αργοπορημένη.
Ωστόσο, για πέντε δεκαετίες, το κράτος το χειρίζεται αποσπασματικά και όχι στρατηγικά. Και αυτό το κενό παράγει στρεβλώσεις εδώ και δεκαετίες: αμβλύνει τα κίνητρα για συνολική λύση, κρατά τους πρόσφυγες σε μετέωρο καθεστώς μερικής ανακούφισης και σποραδικής ελπίδας, και –εν μέσω αυστηρότερων νομικών κινήσεων– απομονώνει τον βορρά, καθιστώντας τον ακόμη πιο εξαρτημένο από την Τουρκία.
Σε αυτό το θολό τοπίο είναι που μπήκε η πρόταση του ΔΗΣΥ: το νομοσχέδιο για δημιουργία Εθνικού Ταμείου Απώλειας Χρήσης Κατεχόμενων Περιουσιών, με διοχέτευση του υφιστάμενου τέλους 0,4% στις μεταβιβάσεις και άλλων πόρων, ώστε να αποζημιώνονται οι ιδιοκτήτες-πρόσφυγες. Η Επιτροπή Προσφύγων της Βουλής αναμένεται να το συζητήσει αύριο Τρίτη, με τους εισηγητές να το παρουσιάζουν ως «καθυστερημένη δικαιοσύνη». Είναι αναμφίβολα σημαντικό. Αλλά χωρίς ευρύτερη στρατηγική, κινδυνεύει να εκληφθεί ως πανάκεια –είτε ως ανάχωμα στις αγοραπωλησίες είτε ως υποκατάστατο της ισότιμης μεταχείρισης σε πολύ διαφορετικές προσφυγικές εμπειρίες.
Σύμφωνα με τον ΔΗΣΥ, «το Ταμείο αποσκοπεί στην έμπρακτη οικονομική στήριξη όσων για τόσα χρόνια στερούνται την περιουσία τους, ως αναγνώριση της συνεχιζόμενης οικονομικής και ηθικής βλάβης στην οποία υπόκεινται. Η οικονομική ενίσχυση για την απώλεια χρήσης δεν αποτελεί μόνο πράξη δικαιοσύνης· λειτουργεί και ως κρίσιμος δεσμός που συνδέει τις νεότερες γενιές με την κατεχόμενη πατρίδα, καλλιεργώντας τη μνήμη και τη διεκδίκηση».
Νομικά θεμέλια, πολιτική απουσία
Τα νομικά στηρίγματα είναι γνωστά: Το ΕΔΑΔ αναγνώρισε την ευθύνη της Τουρκίας για στέρηση πρόσβασης (Loizidou vs Turkey), ενώ αργότερα δέχθηκε την «επιτροπή ακίνητης ιδιοκτησίας» (IPC) ως εσωτερικό ένδικο μέσο (Demopoulos). Το δικαστήριο στην υπόθεση Apostolides vs Orams έκρινε ότι αποφάσεις κυπριακών δικαστηρίων για περιουσίες στον βορρά μπορούν να εκτελεστούν σε άλλα κράτη μέλη, παρότι το κεκτημένο της ΕΕ έχει ανασταλεί.
Στην πράξη, οι αποφάσεις αυτές και οι ταξιδιωτικές/αγοραπωλησιακές οδηγίες του ΥΠΕΞ συνθέτουν μια ατελή αλλά λειτουργική εργαλειοθήκη. Αυτό που λείπει είναι μια εθνική στρατηγική για να αξιοποιηθεί.
Το 2025 η εφαρμογή έγινε πιο αυστηρή. Δικαστήρια φυλάκισαν ξένους υπηκόους για σφετερισμό ε/κ περιουσιών στον βορρά, ενώ συνεχίζεται η δίωξη Αϊκούτ, που συνδέεται με παράνομες πωλήσεις €43 εκατ. Το αποτέλεσμα; Οι ξένοι αγοραστές γίνονται πιο επιφυλακτικοί, οι Ε/Κ ιδιοκτήτες πιο φοβισμένοι και η βόρεια οικονομία γέρνει ακόμη περισσότερο στην Τουρκία, βαθαίνοντας την εξάρτηση, την οποία καταγγέλλει η ε/κ πλευρά προς πάσα κατεύθυνση.
Ρητορική φόβου και αντίποινα
Μετά τη σύλληψη πέντε Ελληνοκυπρίων στο Τρίκωμο, οι δημόσιες δηλώσεις, ως συνήθως, υιοθέτησαν τη γλώσσα της «απαγωγής» και της «αρπαγής». Πέρα από τη νομική ουσία, αυτή η πλαισίωση καλλιεργεί κλίμα φόβου: στέλνει μήνυμα ότι η επίσκεψη σε πατρογονικές περιουσίες είναι επικίνδυνη και αποθαρρύνει τους Ε/Κ από το να μεταβαίνουν στον βορρά. Οι συλλήψεις θεωρήθηκαν ως αντίποινα του τύπου «οφθαλμός αντί οφθαλμού» απάντηση στις διώξεις της Δημοκρατίας για σφετερισμό περιουσιών (περιλαμβανομένης της γνωστής υπόθεσης εναντίον του επιχειρηματία Simon M. Aykut και νωρίτερα του Τ/Κ δικηγόρου Akan Kürşat). Ο φόβος όμως, προειδοποιούν νομικοί κύκλοι, μπορεί να ωθήσει ξένους να ταξιδεύουν μέσω του παράνομου αεροδρομίου της Τύμπου Ercan αντί από αναγνωρισμένα σημεία εισόδου, αποδυναμώνοντας περαιτέρω έτσι τα νομικά εργαλεία της Δημοκρατίας.
Αντί να προωθούνται πολιτικές για άμεση απελευθέρωση των κρατουμένων και αποκλιμάκωση της έντασης, συμπληρώνουν, και οι δύο πλευρές αποστασιοποιήθηκαν, αφήνοντας το μαρτύριο των πέντε να διαιωνίζεται. Τίθεται έτσι το άβολο ερώτημα: μήπως οι κρατούμενοι εργαλειοποιούνται αντί να προτάσσεται η άμεση απελευθέρωσή τους; Μήπως αυτό πραγματικά το αποτέλεσμα επιθυμεί η ε/κ πλευρά, η οποία προωθεί την έναρξη του διαλόγου;
Τα άνισα βάρη
Για δεκαετίες το κράτος αντιμετώπιζε διαφορετικά τις απώλειες των διαφόρων κατηγοριών ιδιοκτητών περιουσιών (π.χ. δίνοντας σε βιομηχάνους/ξενοδόχους τη δυνατότητα να ξαναχτίσουν αλλού), ενώ οι απλοί αγρότες, που έχασαν όχι μόνο γη αλλά και ολόκληρες εποχικές αλυσίδες παραγωγής, έλαβαν πιο περιορισμένη και λιγότερο στοχευμένη στήριξη. Ένα επίδομα απώλειας χρήσης δεν μπορεί να διορθώσει αυτή την ανισορροπία. Ούτε θα μειώσει μόνο του τα κίνητρα για αγορές στον βορρά (γρήγορες άδειες, εύκολες οικοδομές) αλλά ούτε και θα θεραπεύσει τις αδυναμίες στον νότο (αργές διαδικασίες, κτηματολόγια, υποστελεχωμένες υπηρεσίες). Για να μην αναφέρουμε την ποιότητα της προσφυγικής στέγασης ή το θέμα με τους τίτλους που δόθηκαν σε συνοικισμούς: άλλοι απέκτησαν άλλοι ποτέ.
Και αν θέλουμε την πλήρη εικόνα, πρέπει να ανοίξουμε κι άλλο τον φακό μας. Το περιουσιακό δεν αφορά μόνο γη υπό τουρκικό έλεγχο αλλά και τεμάχια στις Βάσεις ή στη νεκρή ζώνη που είναι ουσιαστικά δεσμευμένα για λόγους ασφαλείας ή ειρηνευτικής παρουσίας. Αφορά και τ/κ περιουσίες στον νότο, υπό τη διαχείριση του Κηδεμόνα, όπου στην πράξη κάποια ακίνητα χρησιμοποιούνται ως εξοχικά εύπορων οικογενειών, χωρίς ουσιαστικό όφελος για το κράτος και κανένα για τους πρόσφυγες, εκ των οποίων πολλοί ακόμη αγωνίζονται να ζήσουν με αξιοπρέπεια. Οποιαδήποτε σοβαρή πολιτική οφείλει να αναγνωρίσει όλα αυτά, αλλιώς θα αναπαράγει τις ίδιες αδικίες που υποτίθεται πως θεραπεύει.
Νομικοί με πολυετή εμπειρία στις υποθέσεις αυτές επιμένουν ότι η Δημοκρατία πρέπει να συνδυάσει αυστηρότητα με προβλεψιμότητα. Να συνεχίσει να διώκει τους σφετεριστές, με συνέπεια και διαφάνεια, αλλά χωρίς ρητορική πανικού για τους επισκέπτες στα κατεχόμενα. Ζητούν ακόμη εξυπνότερο σχεδιασμό του Ταμείου (με δείκτες ανάλογα με τον τύπο περιουσίας και τα εισοδήματα προ του 1974, με εργαλεία ώστε οι αποζημιώσεις ή οι εγγυήσεις να μετατρέπονται σε παραγωγικά περιουσιακά στοιχεία σήμερα). Τονίζουν ότι η περιουσιακή πολιτική πρέπει να συνδεθεί ρητά με τα κίνητρα λύσης, ώστε οι πρόσφυγες να μπορούν να μετατρέψουν παγωμένα δικαιώματα σε ζωντανές επιλογές την ημέρα που θα υπογραφεί η πολυπόθητη λύση του Κυπριακού.
Τα οικονομικά
Προτάσσοντας ακαδημαϊκές και οικονομικές μελέτες, οικονομολόγος, που ασχολήθηκε εκτενώς με το ζήτημα, τόνισε ότι η σύνδεση του προσφυγικού με τα περιουσιακά δικαιώματα ήταν εξαρχής προβληματική. Όπως είπε στον «Π», οι κύριες ανησυχίες είναι μεθοδολογικές και οικονομικές: χωρίς πλήρη και επαληθευμένο μητρώο ιδιοκτητών, κανένα αξιόπιστο πλαίσιο δεν είναι εφικτό, ενώ το συνολικό κόστος θα ήταν αστρονομικό.
Ένα ακόμη μεγάλο εμπόδιο είναι ότι για δεκαετίες αυτές οι περιουσίες παρέμειναν απρόσιτες και αχρησιμοποίητες, γεγονός που καθιστά εξαιρετικά δύσκολη όχι μόνο την εκτίμηση της αγοραίας αξίας τους αλλά και του ποιοτικού κόστους απώλειας χρήσης, βιοπορισμού και δεσμών γενεών. Σε αυτά προστίθενται οι μακροχρόνιες δυσκολίες καταγραφής της ακριβούς κρατικής βοήθειας που παρασχέθηκε μετά το 1974 λόγω έλλειψης πλήρων δεδομένων, καθώς και οι εντάσεις μεταξύ των προσφύγων που προκλήθηκαν από δεκαετίες άνισης μεταχείρισης.
Τη δεκαετία του 1970 η συνολική αξία της χαμένης περιουσίας εκτιμήθηκε σε σχεδόν £10 δισ. κυπριακές λίρες, με ιδιωτικές περιουσίες να αποτελούν σχεδόν το 80% του ποσού. Ένα κρατικό ταμείο αποζημιώσεων, προειδοποίησε, θα δεχόταν μια χιονοστιβάδα από απαιτήσεις, που κανένας προϋπολογισμός δεν θα άντεχε. Παρότι ο αριθμός των αιτήσεων στην Επιτροπή Αποζημιώσεων στον βορρά αυξάνεται, σε σημείο μάλιστα που επηρεάζει το πολιτικό αφήγημα και δημιουργεί πρόβλημα στις διαπραγματεύσεις, θα ήταν αμελητέος μπροστά στο κύμα που θα προκαλούσε ένα ταμείο.
Σχολιάζοντας τις αδικίες, υπογράμμισε ότι μια διαφορετική προσέγγιση εξαρχής θα μπορούσε να είχε αποτρέψει το σημερινό χάος. Ανέφερε, για παράδειγμα, τον Ραούφ Ντενκτάς το 1974, που συνέδεσε τους εκτοπισμένους Τ/Κ με την παραχώρηση ε/κ περιουσιών αλλά και τη μεταπολεμική Γερμανία, όπου οι αποζημιώσεις για εκτοπισμένους από την ανατολική πλευρά χρηματοδοτήθηκαν μέσω φορολογικών εργαλείων με ανακατανομή εισοδημάτων από τους «κερδισμένους» προς όσους έχασαν τα πάντα.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο οικονομολόγος προειδοποίησε ότι προτάσεις όπως αυτή που θα συζητηθεί στη Βουλή αύριο μοιάζουν περισσότερο με ενέσεις στις τσέπες των ψηφοφόρων, παρά με αντιμετώπιση του προβλήματος.






