Οι διαδικασίες που ισχύουν για την πειθαρχική καταγγελία σεξουαλικής παρενόχλησης στη Δημόσια Υπηρεσία είναι «δαιδαλώδεις» και «αποτρεπτικές» είπαν οι Βουλευτές τη Δευτέρα στην κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, με τους αρμόδιους να αναφέρουν ότι τα τελευταία τρία χρόνια έγιναν μόλις 10 καταγγελίες στο Τμήμα Εργασίας.
Το θέμα συζητήθηκε αυτεπάγγελτα, μετά από εισήγηση της ανεξάρτητης Βουλευτή, Αλεξάνδρας Ατταλίδου, η οποία, όπως είπε, είδε πρόσφατα δημοσιεύματα που έκαναν λόγο για ποινική δίωξη υπόθεσης, για την οποία το Υπουργείο Παιδείας της είχε απαντήσει στο παρελθόν ότι η Νομική Υπηρεσία γνωμάτευσε ότι η πειθαρχική έρευνα δεν μπορούσε να προχωρήσει σε πειθαρχική δίωξη.
Παρών στη συνεδρίαση, εκπροσωπώντας την Κυβέρνηση, ήταν ο Υπουργός Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Γιάννης Παναγιώτου, ο οποίος υπογράμμισε ότι είναι σημαντικό να χτιστεί εμπιστοσύνη στις θεσμικές διαδικασίες που έχουν να κάνουν με τη σεξουαλική παρενόχληση, γιατί μέσα από την ενίσχυση του πλαισίου «ενθαρρύνουμε τα θύματα να καταγγείλουν. Αν το σύστημα δεν λειτουργεί αποτελεσματικά, αποτυγχάνουμε στον στόχο μας, με αποτέλεσμα να μην καταφέρνουμε οι καταγγελίες να λειτουργούν αποτρεπτικά», είπε.
Όσον αφορά συγκεκριμένα τη δημόσια διοίκηση, ανέφερε ότι εκεί εφαρμόζονται πιο αποτελεσματικά καλές πρακτικές «που θέλουμε να χαρακτηρίζουν την αγορά εργασίας για τα δικαιώματα των εργαζομένων» και δίνεται η προοπτική για εφαρμογή τους ευρύτερα στην αγορά εργασίας. «Αναγνωρίζουμε ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα, χρειάζονται περισσότερα και πιο επισταμένα», είπε.
Σε δηλώσεις του μετά την ολοκλήρωση της συνάντησης, ο Υπουργός είπε ότι μέσα από τη συνεργασία των αρμοδίων στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία «είναι εφικτή η επίτευξη των στόχων που θέτουμε για το μέλλον της αγοράς εργασίας, που θέλουμε να μπορεί να ανταποκρίνεται στα ψηλότερα πρότυπα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο».
Ερωτηθείς αν συμφωνεί ότι οι σημερινές διαδικασίες είναι «δαιδαλώδεις και αποτρεπτικές», είπε ότι διαχρονικά έχει διαμορφωθεί ένα πλαίσιο που αποσκοπεί στην παροχή δυνατότητας για εύκολη και γρήγορη καταγγελία αυτών των περιστατικών και αφετέρου για την αναβάθμιση του εργασιακού περιβάλλοντος με τρόπο που να λειτουργεί αποτρεπτικά για τέτοια φαινόμενα. «Η πιο απλή και η πιο γρήγορη οδός για να καταγγελθεί ένα περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης, είναι προφανώς η καταγγελία στην αστυνομία», είπε, σημειώνοντας ότι οι διαδικασίες διερεύνησης των περιστατικών στους χώρους εργασίας δεν λειτουργεί ανασταλτικά για τη νομική αντιμετώπισή τους.
«Όμως, χρειάζεται μέσα από την απλοποίηση και τον εκσυγχρονισμό των διαδικασιών, εκεί όπου εντοπίζονται τέτοια στοιχεία να διορθώνονται», είπε.
Μόλις 10 καταγγελίες σε 3 χρόνια στο Τμ. Εργασίας
Εντός της Επιτροπής, ο Διευθυντής του Τμήματος Εργασίας και Αρχιεπιθεωρητής, Αλέξανδρος Αλεξάνδρου, ανέφερε ότι τα τελευταία τρία χρόνια έχουν υποβληθεί στο Τμήμα Εργασίας συνολικά 10 καταγγελίες.
Συγκεκριμένα, το 2022 υποβλήθηκαν τέσσερις, το 2023 υποβλήθηκε μία και άλλες πέντε καταγγελίες υποβλήθηκαν το 2024. Και οι δέκα καταγγελίες έχουν διερευνηθεί, όπως ανέφερε.
Κληθείς από δημοσιογράφους να σχολιάσει τον πολύ μικρό αριθμό καταγγελιών προς το Τμήμα Εργασίας, ο Υπουργός είπε ότι λειτουργεί σειρά μηχανισμών μέσα από τους οποίους γίνεται υποβολή καταγγελιών.
«Πέραν από τις καταγγελίες που υποβάλλονται στις αστυνομικές αρχές, μπορούν να υποβληθούν σχετικές καταγγελίες στην Επίτροπο Διοικήσεως, στην Επιτροπή Ισότητας των Φύλων στην απασχόληση και στην επαγγελματική εκπαίδευση, στους επιθεωρητές και τις επιθεωρήτριες του Τμήματος Εργασίας κ.λπ.», ανέφερε. Επιπρόσθετα, σημείωσε ότι σε κάθε επιχείρηση και οργανισμό στον ιδιωτικό τομέα, μέσα από τις δομές που λειτουργούν για την πρόληψη και αντιμετώπιση των περιστατικών υποβάλλονται καταγγελίες και διερευνώνται.
«Όμως είναι αναμενόμενο ο αριθμός των καταγγελιών να είναι μικρότερος από τον αριθμό των περιστατικών. Σε κάθε περίπτωση, στόχος μας είναι η παροχή όλων των απαραίτητων εργαλείων στα άτομα που έχουν υποστεί παρενόχληση οποιουδήποτε είδους, για να μπορούν να καταγγείλουν το περιστατικό αυτό», πρόσθεσε.
Εντός της Επιτροπής, οι Βουλευτές Γιώργος Κουκουμάς, Ρίτα Σούπερμαν και Αλεξάνδρα Ατταλίδου εξέφρασαν τη θέση ότι πρέπει οι καταγγελίες να σταματήσουν να γίνονται στα Υπουργεία και τις επιμέρους υπηρεσίες και να συγκεντρωθούν στο Τμήμα Εργασίας.
Ερωτηθείς αν συμφωνεί ο Υπουργός με αυτή τη θέση, ανέφερε ότι ο καλύτερος συντονισμός είναι πάντα επωφελής. «Μέσα από την αποτελεσματική λειτουργία της διερεύνησης που γίνεται από τους επιθεωρητές και τις επιθεωρήτριες του Τμήματος Εργασίας είναι πολύ χρήσιμη και η περαιτέρω αξιοποίηση του ρόλου αυτού, ειδικότερα όταν καταφέρνει για αυτά τα δύσκολα και περίπλοκα ζητήματα να ανταποκρίνεται στις προσδοκίες όλων των ενδιαφερόμενων μερών και να λειτουργεί θετικά για την εμπιστοσύνη που χρειάζεται να οικοδομηθεί σε θεσμικό επίπεδο για να μπορούμε να λειτουργήσουμε καλύτερα».
Πρόσθεσε ότι οι απόψεις που ακούστηκαν είναι χρήσιμες και μέσα από την αξιοποίησή τους η συνέχιση θα συνεχιστεί. «Θα ήταν άστοχο να αναφερθώ τώρα σε αποφάσεις που μπορούν να ληφθούν για να μπορέσουν οι διαδικασίες να βελτιωθούν περαιτέρω», σημείωσε.
Ο Υπουργός σημείωσε, εξάλλου, τόσο εντός της Επιτροπής, όσο και στις δηλώσεις του, ότι στην Κύπρο την τελευταία διετία το ποσοστό απασχόλησης έχει ξεπεράσει το 80%, πετυχαίνοντας έναν στόχο που ήταν οριοθετημένος για το 2030. «Πρόκειται για το ψηλότερο ποσοστό απασχόλησης που καταγράφηκε διαχρονικά σε αυτή τη χώρα. Σημαντική παράμετρος αυτής της επιτυχίας είναι η σταδιακή αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας», που σήμερα ανέρχεται περίπου στο 75%, ενώ πριν 20 χρόνια βρισκόταν στο 65%, όπως είπε.
«Για να μπορεί η συμμετοχή και των δύο φύλων στην αγορά εργασίας να λειτουργεί έτσι όπως επιτάσσουν οι ανάγκες συνέχισης της αναπτυξιακής πορείας της χώρας μας, πρέπει η αγορά εργασίας και οι χώροι εργοδότησης να διασφαλίζουμε ότι είναι αξιοπρεπείς, ότι υπάρχει αλληλοσεβασμός, ότι κανένας δεν φοβάται και δεν ανησυχεί».
Από την πλευρά της, η Πρόεδρος της Επιτροπής Ισότητας Φύλων στην εργασία και την επαγγελματική εκπαίδευση, Ελένη Κουζούπη, είπε ότι στόχος είναι η μηδενική ανοχή για τέτοια φαινόμενα, «αλλά απέχουμε από αυτό», σημειώνοντας ότι τα παράπονα είναι λίγα, επειδή τα θύματα φοβούνται ή υπάρχουν αποτρεπτικοί παράγοντες για καταγγελία.
Πρόσθεσε ότι η Επιτροπή είναι εδώ για να στηρίξει τα θύματα, μπορεί να δεχτεί καταγγελίες και έχει μηχανισμό εξέτασης παραπόνων και παροχή νομικής αρωγής στο δικαστήριο, ανεξαρτήτως εισοδηματικών κριτηρίων. Επισήμανε ότι τα θύματα δεν είναι πάντα εύκολο να απευθυνθούν στην αστυνομία και γι’ αυτό είναι σημαντικό να υπάρχει η επιλογή και του Επιτρόπου Διοίκησης, και της Επιτροπής Ισότητας των Φύλων και του Υπουργείου Εργασίας.
Ο χειρισμός της υπόθεσης από το ΥΠΑΝ
Όσον αφορά τη συγκεκριμένη περίπτωση, με αφορμή την οποία η Αλεξάνδρα Ατταλίδου ενέγραψε το θέμα προς συζήτηση, είπε ότι το Υπουργείο Παιδείας, σε επιστολή της το 2024 για τη συγκεκριμένη υπόθεση, απάντησε μόνο μερικά από τα ερωτήματα που έθεσε και ότι «αυτό δείχνει μια προδιάθεση εκ μέρους του Υπουργείου να μην έχουμε ενημέρωση ως νομοθέτες για το τι γινόταν εκείνη την περίοδο».
Είπε ότι στην απάντηση του Υπουργείου αναφερόταν ότι η Νομική Υπηρεσία έκρινε ότι δεν υπήρχαν επαρκή στοιχεία για να προχωρήσει η πειθαρχική δίωξη. «Τις τελευταίες μέρες είδα δημοσιεύματα, τα οποία μιλούν για ποινική δίωξη για το συγκεκριμένο άτομο. Το Υπουργείο πρέπει να λογοδοτήσει και να εξηγήσει τους χειρισμούς που έχει κάνει», είπε.
Εκ μέρους της Επιτρόπου Διοικήσεως, η Νάσια Διονυσίου είπε ότι στην προκειμένη, η καταγγελλόμενη είπε ότι δεν είχε ενημερωθεί για το πόρισμα. Σε ερώτηση του Γραφείου της Επιτρόπου Διοικήσεως, το Υπουργείο Παιδείας είπε ότι, σύμφωνα με τη Νομική Υπηρεσία, δεν είναι υποχρεωμένο να ενημερώνει αυτόν που καταγγέλλει, αλλά μόνο τον καταγγελλόμενο.
«Όταν ζητήσαμε τον φάκελο, μας είπαν ότι περιμένουν γνωμάτευση από τη Νομική Υπηρεσία για να τον δώσουν. Ενημερώσαμε για τις δεσμευτικές αρμοδιότητες μας για θέματα διάκρισης φύλου και ότι δεν μπορούν να μας αρνηθούν, καθώς και για το ότι δεν υπόκειται σε γνωμάτευση κανενός η υποχρέωση των υπηρεσιών να δίνουν στοιχεία που ζητούνται από την Επίτροπο Διοικήσεως». Παρόλα αυτά, σημείωσε ότι το Υπουργείο απάντησε τον Ιούλιο ότι θέλει τη γνωμάτευση της Νομικής Υπηρεσίας και μέχρι σήμερα δεν έχει δώσει τον φάκελο στην Επίτροπο Διοικήσεως.
«Πώς να προχωρήσουμε όταν λεν ότι περιμένουν γνωμάτευση, εμείς δεν ελέγχουμε τον Γενικό Εισαγγελέα και αν καταγγείλουμε το Υπουργείο Παιδείας ότι δεν τηρεί τη νομοθεσία, η υπόθεση θα πάει στον Γενικό Εισαγγελέα, ο οποίος περιμένουμε εξ αρχής να απαντήσει για τη γνωμάτευση;», διερωτήθηκε.
Εκ μέρους του Υπουργείου Παιδείας, η Ελίζα Λοΐζου είπε ότι υπάρχει μια δυσκολία και ανάγκη αποσαφήνισης των υποχρεώσεων των Υπουργείων, σημειώνοντας τις πρόνοιες της νομοθεσίας που διέπουν τις πειθαρχικές διερευνήσεις και κάνοντας λόγο για θέματα εμπιστευτικής φύσης, για τα οποία νομικός σύμβουλος είναι ο Γενικός Εισαγγελέας. «Ζητήσαμε γνωματεύσεις για όταν ένας πειθαρχικός φάκελος ζητείται από άλλη αρχή. Δεν μας απάντησε η Νομική Υπηρεσία ότι πρέπει να δώσουμε τον φάκελο», είπε.
Ο Προεδρεύων της Επιτροπής και Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Γιώργος Κουκουμάς, είπε, σε αυτό το σημείο ότι «όποιος διαβάζει τον νόμο δεν θέλει γνωμάτευση. Πρέπει να τα δώσετε», είπε. «Δεν έχω καταλάβει γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση το Υπουργείο δεν διάβασε τη νομοθεσία που έλεγε κατά λέξη τι έπρεπε να κάνει και χάθηκε κρίσιμος χρόνος, με αποτέλεσμα την επαναθυματοποίηση των θυμάτων», είπε, σημειώνοντας ότι όταν το θύμα βλέπει τον δράστη να επιβραβεύεται, επαναθυματοποιείται.
Εκ μέρους της Γενικής Διεύθυνσης του Υπουργείου Παιδείας, η Ειρήνη Αναξαγόρα είπε ότι ο ερευνών λειτουργός ακολούθησε τις διαδικασίες. «Ο λόγος που ρωτήθηκε η Νομική Υπηρεσία είναι ότι ζητούσαν τα στοιχεία διάφορες υπηρεσίες. Αφού το θέμα θα πήγαινε στη Νομική Υπηρεσία, θα υπήρχε σύγκρουση. Δεν δώσαμε τον φάκελο στο Τμήμα Εργασίας, θεωρήθηκε ότι θα πρέπει να κάνει εξ υπαρχής την έρευνα. Για την Επίτροπο Διοικήσεως, μας απάντησε προφορικά η Νομική Υπηρεσία ότι είναι οκ, περιμένουμε γραπτώς», ανέφερε, σημειώνοντας ότι τα στοιχεία δόθηκαν ήδη στην αστυνομία.
Από την πλευρά του, ο Υπουργός Εργασίας είπε για το συγκεκριμένο θέμα, ότι οι οδηγίες του προς την υπηρεσία είναι για όλες τις περιπτώσεις που υποβλήθηκαν καταγγελίες, να αξιολογηθεί κατά πόσο η διαδικασία διερεύνησης περιορίστηκε, λόγω του ότι δεν υποβλήθηκαν όλα τα στοιχεία που ζητήθηκαν. «Αν εντοπίζεται ότι αυτό λειτούργησε ανασταλτικά και παρεμπόδισε τη διερεύνηση, να ενημερωθούμε», είπε, σημειώνοντας ότι θα γίνει έρευνα.
Ο Προεδρεύων της Επιτροπής, Βουλευτής του ΑΚΕΛ, Γιώργος Κουκουμάς, είπε ότι μπορεί να χρειάζονται αλλαγές στη νομοθεσία. Ωστόσο, επισήμανε ότι και οι καλύτερες νομοθεσίες «όταν δεν εφαρμόζονται δεν θα δοθεί λύση». Σχολιάζοντας το σύνθημα «σπάστε τη σιωπή», σημείωσε ότι το βάρος της ευθύνης και της πίεσης πρέπει να αντιστραφεί. «Τα θύματα θα μιλήσουν όταν γνωρίζουν και έχουν πειστεί ότι αν μιλήσουν θα είναι δίπλα τους η πολιτεία και θα τα στηρίξει και νομικά, και οικονομικά και ψυχολογικά και δεν θα βρεθούν και κατηγορούμενες από πάνω», είπε, θυμίζοντας την πρόσφατη καταδίκη της Κύπρου στο ΕΔΑΔ.
Η Βουλευτής του ΔΗΣΥ, Ρίτα Σούπερμαν, σε δηλώσεις της μετά την ολοκλήρωση της Επιτροπής, είπε ότι η πολιτεία τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά βήματα. «Ωστόσο, η πράξη αποδεικνύει ότι εξακολουθεί να υπάρχει βαθύ χάσμα μεταξύ νομοθεσίας και εφαρμογής. Όπως έχει αποδειχτεί, μέσα από το σημερινό πλαίσιο το θύματα υποβάλλονται σε «δαιδαλώδεις πειθαρχικές διαδικασίες, οι οποίες είναι τουλάχιστον αποτρεπτικές στο να προβούν σε ποινικές καταγγελίες, αλλά και να ενθαρρύνουν κι άλλα θύματα στο να προχωρήσουν στη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους».
Πρόσθεσε ότι η εκπαίδευση, η ενημέρωση, η προστασία των πληροφοριών, η διαφάνεια, η λογοδοσία, η έλλειψη χρονοδιαγραμμάτων «αποτελούν ένα μεγάλο πρόβλημα σήμερα», και συμπλήρωσε ότι η δημόσια υπηρεσία πρέπει να λειτουργεί, όχι ως χώρος καθυστερήσεων, συγκάλυψης ή φόβου, αλλά ως παράδειγμα ήθους, δικαιοσύνης και αξιοπρέπειας.
Από την πλευρά της, η ανεξάρτητη Βουλευτής, Αλεξάνδρα Ατταλίδου, η οποία ενέγραψε το θέμα για συζήτηση, σημείωσε, σε δηλώσεις της, ότι «οι αρμοδιότητες είναι συγκεχυμένες, η εφαρμογή του νόμου δεν είναι ξεκάθαρη, πράγματα τα οποία πρέπει να κάνουν λειτουργοί σε Υπουργεία, όταν τους ζητηθούν στοιχεία, αντί να δίνονται αυτόματα, όπως προβλέπει ο νόμος ζητούνται γνωματεύσεις από τη Νομική Υπηρεσία».
Πρόσθεσε ότι ενώ έχουμε νόμους και κανονισμούς και η σεξουαλική παρενόχληση είναι ποινικό αδίκημα, «δεν ενθαρρύνονται τα θύματα. Αντίθετα, τα θύματα που καταγγέλλουν επαναθυματοποιούνται και δέχονται συμπεριφορές που είναι απαράδεκτες, ειδικά στη δημόσια υπηρεσία».
Ζήτησε συντονισμό της Επιτρόπου Διοικήσεως, με την Επίτροπο Ισότητας των Φύλων, το Υπουργείο Εργασίας και η Νομική Υπηρεσία, ώστε η καταγγελία να τυγχάνει χειρισμού με εμπιστευτικότητα, στηρίζοντας το πρόσωπο που καταγγέλλει, διαφυλάσσοντας τα δικαιώματα του στον χώρο εργασίας.
ΚΥΠΕ