Ένα κινητό τηλέφωνο για να λειτουργήσει χρειάζεται μία σύνδεση στο δίκτυο κινητής τηλεφωνίας. Και για να γίνει εφικτή αυτή η σύνδεση απαιτείται η τοποθέτηση μέσα στη συσκευή μίας κάρτας SIM. Οι κάρτες αυτές έχουν φυσική μορφή και έχουν γίνει πλέον εξαιρετικά μικρές αλλά δεν είναι και πολύ μακριά η μέρα που θα αντικατασταθούν από την ψηφιακή εκδοχή τους, την αποκαλούμενη eSIM. Ιδίως όταν κατασκευαστές όπως η Apple λανσάρουν συσκευές, όπως το iPhone Air, το οποίο χρησιμοποιεί αποκλειστικά eSIM!
Οι κάρτες SIM (από τα αρχικά του Subscriber Identity Module ή Μονάδα Αναγνώρισης Συνδρομητή) εμφανίστηκαν στις αρχές της δεκαετίας του ’90 μαζί με τα δίκτυα κινητής τηλεφωνίας 2ης γενιάς. Αρχικά, είχαν το μέγεθος μίας πιστωτικής κάρτας αλλά σταδιακά «συρρικνώθηκαν» και οι περισσότεροι θυμούνται τις mini-SIM, οι οποίες ήταν γνωστές ως SIM. Το επόμενο βήμα ήταν οι micro-SIM για να φθάσουμε πλέον στις nano-SIM, οι οποίες είναι τόσο μικρές που κυριολεκτικά φοβάται κανείς ότι θα τη χάσει.
Η SIM χρησιμοποιείται προκειμένου να συνδέσει το smartphone με το δίκτυο κινητής τηλεφωνίας. Γι’ αυτό και ζητούν κάποιον κωδικό (PIN) προκειμένου να ολοκληρωθεί η σύνδεση με το δίκτυο. Το ζήτημα είναι, όμως, ότι οι κατασκευαστές των smartphones δημιουργούν όλο και πιο λεπτές συσκευές όπου κάθε τμήμα στο πίσω μέρος της συσκευής είναι εξαιρετικά σημαντικό. Οπότε, η επιλογή της eSIM βοηθά στην εξοικονόμηση χώρου. Ή όπως συμβαίνει στην περίπτωση των νέων iPhone 17 για να αυξηθεί η μπαταρία. Όπως έχει ανακοινώσει η Apple, οι εκδόσεις των iPhone 17 που έχουν μόνο eSIM έχουν και μεγαλύτερη χωρητικότητα μπαταρίας!
Τα πλεονεκτήματα της eSIM
Η eSIM (από το embedded SIM ή ενσωματωμένη SIM) είναι πρακτικά ένα εξαιρετικά μικρό chip που υπάρχει στο smartphone. Η eSIM αποτελεί το αναγνωριστικό του χρήστη για το δίκτυο που χρησιμοποιεί, αποθηκεύει τις πληροφορίες που αφορούν το πακέτο/πρόγραμμα κινητής και καθιστά δυνατή την πραγματοποίηση κλήσεων, την αποστολή μηνυμάτων και τη χρήση δεδομένων.
Προφανώς, η βασική διαφορά μίας eSIM σε σχέση με μία τυπική SIM είναι πως δεν απαιτεί την εισαγωγή καμίας φυσικής κάρτας στο smartphone. Το μόνο που έχει να κάνει ο χρήστης είναι να ζητήσει από τον πάροχό του να του στείλει ένα ψηφιακό προφίλ ρυθμίσεων, το οποίο «ενεργοποιείται» είτε μέσω app, είτε μέσω κωδικού QR.
Στα πλεονεκτήματα εκτός της εξοικονόμησης χώρους είναι και η ευκολία καθώς η αλλαγή δικτύου ή παρόχου και η προσθήκη πολλαπλών προφίλ είναι υπόθεση δευτερολέπτων. Αυτό σημαίνει ότι ένας χρήστης μπορεί να έχει ενεργοποιημένα πολλαπλές συνδέσεις κινητής στη συσκευή του. Ο αριθμός τους εξαρτάται από τον κατασκευαστή.
Επιπλέον, δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος απώλειας ή κλοπής της κάρτας SIM σου αφού δεν έχει φυσική μορφή. Σε περίπτωση απώλειας της συσκευής, μπλοκάρεται εύκολα και άμεσα.
Τέλος, υπάρχει μία επιπλέον ευκολία για όσους ταξιδεύουν. Σε χώρες όπου η περιαγωγή είναι πολύ ακριβή, ο χρήστης μπορεί εύκολα και γρήγορα να ενεργοποιήσει μια eSIM τοπικού παρόχου.
Συσκευές με eSIM
Ο πρώτος κατασκευαστής που ξεκίνησε να υποστηρίζει eSIM ήταν η Apple το 2018 σε μοντέλα όπως τα iPhone XR, XS και XS Max. Πλέον, όμως, η λίστα είναι αρκετά μεγάλη καθώς πολλοί από τους μεγάλους κατασκευαστές όπως η Samsung, η Xiaomi και η Huawei υποστηρίζουν eSIM σε ουκ ολίγα μοντέλα τους. Επιπλέον, υπάρχουν και smartwatches που υποστηρίζουν τη λειτουργία eSIM ώστε να λειτουργούν με πλήρη αυτονομία και χωρίς να χρειάζεται να είναι συνδεδεμένα σε ένα smartphone.
Στην Ελλάδα και οι τρεις πάροχοι υποστηρίζουν eSIM, απλά υπάρχουν διαφορές στις συσκευές που μπορούν να ενεργοποιηθούν συνδέσεις του κάθε παρόχου με αυτό τον τρόπο. Οπότε απαιτείται μία αρχική έρευνα για όποιον θέλει να το κάνει.
Μία άλλη διαφορά αφορά τη μεταφορά μίας eSIM σύνδεσης από ένα smartphone σε κάποιο άλλο, καθώς σε ορισμένες περιπτώσεις οι πάροχοι χρεώνουν την όποια αλλαγή.
Πηγή: cnn.gr