Αυτές τις μέρες μιλάμε πολύ και δεν σκεφτόμαστε καθόλου, δήλωσε στον Πολίτη 107.6 & 97.6, ο σκηνοθέτης, παραγωγός κινηματογράφου και ντοκιμαντέρ, Πανίκος Χρυσάνθου, ο οποίος μίλησε για όσα βίωσε την ημέρα του Πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974. Όπως ανέφερε, εκείνο το μαύρο πρωινό βρέθηκε στα γραφεία της ΕΔΕΚ, διότι στις 9.00 το πρωί είχε προγραμματισμένη συνάντηση με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο, ως εκπρόσωπος αντιχουντικής πρωτοβουλίας. «Μία ομάδα φοιτητών αποφασίσαμε να κάνουμε μία οργάνωση, την οποία ονομάσαμε Πνευματική Κίνηση Κυπρίων Φοιτητών. Είχαμε σκοπό να κάνουμε αντιχουντικές εκδηλώσεις στην Κύπρο. Θέλαμε να καλέσουμε τον Μίκη Θεοδωράκη στην Κύπρο για μία συναυλία, το καλοκαίρι. Έτσι, η φίλη μας η Μόνικα Βασιλείου μας έκλεισε ραντεβού με τον Αρχιεπίσκοπο Μακάριο για να επιχορηγήσει τη συναυλία. Στις 8.30 το πρωί είχαμε ραντεβού στην είσοδο των γραφείων της ΕΔΕΚ και θα ερχόταν από εκεί η Μόνικα για να μας μεταφέρει στο Προεδρικό Μέγαρο. Το ραντεβού με τον Μακάριο ήταν στις 9.00 το πρωί» θυμάται το σκηνοθέτης, προσθέτοντας ότι η κα Βασιλείου τους είχε τονίσει: «Αν δεν φορέσετε γραβάτα και αν δεν φιλήσετε το χέρι του, δεν σας παίρνω. Έτσι κάναμε τον μεγάλο συμβιβασμό, να δεχτούμε, για να πετύχουμε τον άγιο σκοπό, να φέρουμε τον Θεοδωράκη στην Κύπρο». Στις 8.20, συνεχίζει, εκδηλώθηκε το Πραξικόπημα και άρχισε να μαζεύεται κόσμος. «Ήρθε ο Θέμος Δημητρίου και ο Δώρος Λοΐζου. Ο τελευταίος μου είπε να μπω στο αυτοκίνητο για να πάμε στο σπίτι του Βάσου Λυσσαρίδη, το οποίο βρισκόταν στο προαύλιο του προεδρικού μεγάρου».
Στη συνέχεια, ο κ. Χρυσάνθου αναφέρει πως μετά την άφιξή τους στο προεδρικό: «Πλησιάσαμε έναν αστυνομικό, του είπαμε πως είμαστε του Λυσσαρίδη και μας άφησε. Μπήκαμε λοιπόν, στην αυλή του, είδαμε ότι οι πόρτες ήταν ανοιχτές, μπήκαμε στο σπίτι και μαζέψαμε μερικά καλάσνικοφ τα οποία ήταν πεταμένα εκεί και επιστρέψαμε πίσω. Αργότερα, μάθαμε ότι ο Λυσσαρίδης κατέφυγε στη συριακή πρεσβεία [..] Όταν επιστρέψαμε στα γραφεία της ΕΔΕΚ, ήρθε ο Νίκος Σιαφκάλης, ο ηθοποιός, μου έδωσε ένα καλάσνικοφ και μου είπε θα έρθεις μαζί μου. Μπήκα στο αυτοκίνητο μαζί με τον φίλο μου από την Πνευματική Κίνηση Κυπρίων και πήγαμε στο σπίτι του Τάκη Χατζηγεωργίου. Σε κάποια φάση, ανοίξαμε το ραδιόφωνο και τότε ακούσαμε ότι ο Μακάριος ήταν νεκρός. Τότε, καταλάβαμε πως είχαμε μείνει μόνοι στο σπίτι με τον φίλο μου και αφού δεν ξέραμε τι να κάνουμε, φύγαμε. Κατευθυνθήκαμε προς την πλατεία Μεταξά. Είχαν στοιχηθεί στρατιώτες οι οποίοι μας έλεγαν να μην τους πλησιάζουμε διότι έχουν εντολή να πυροβολήσουν. Μετά από χρόνια που συνάντησα ξανά τον Σιαφκάλη, μου είχε πει πως ήταν σε υπόγειο και έκαναν σύσκεψη» πρόσθεσε.
Ο Πανίκος Χρυσάνθου είπε, χαρακτηριστικά, πως γενικότερα εκείνο που παρατηρεί κάθε χρόνο, εδώ και μισό αιώνα, είναι ότι «αυτές τις μέρες μιλάμε πολύ και δεν σκεφτόμαστε καθόλου. «Εκείνο που σκέφτομαι είναι ότι φέρουμε ευθύνη για όλα όσα δεν καταφέραμε για να γλυτώσουμε πριν και μετά τα όσα συνέβησαν» πρόσθεσε.
Στις 20 Ιουλίου, ο ίδιος σημειώνει πως πήγε έφεδρος και το βράδυ, βρέθηκαν στο Έξι Μίλι ή Παχύαμμος. «Ο αξιωματικός μας είπε πως του έδωσαν εντολή να μας δώσει κουβέρτες και να πάμε έρποντας να κάψουμε τα τανκς (των Τούρκων). Εκείνος μας ανέφερε πως τους είπε "είναι σαν να παίρνω 400 ανθρώπους στη σφαγή'' και έκλεγε. Εκείνη τη στιγμή, κατάλαβα πόσο μεγάλη ήταν η προδοσία, δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένοι, δεν είχαν κανένα σχέδιο. Δεν κρατούσαμε ούτε όπλα. Μας έπαιρναν να πολεμήσουμε για να δείχνουν ότι πολεμάμε» κατέληξε ο Πανίκος Χρυσάνθου.
Ακούστε την παρέμβαση τού Πανίκου Χρυσάνθου στην «Πρωινή Επιθεώρηση» που μεταδίδεται καθημερινά, από τον Πολίτη 107.6 & 97.6: