Στο πένθος βυθίστηκε η κυπριακή κοινωνία φέτος το Πάσχα, μετά τον τραγικό θάνατο του 22χρονου Ντανιέλ Κρίστιαν Φρατιλέσκου. Ο νεαρός καταπλακώθηκε από μεγάλο κομμάτι ξύλου-πάσσαλο της ηλεκτρικής, κατά τη διάρκεια της προετοιμασίας λαμπρατζιάς στη γειτονιά του, αφήνοντας πίσω του ερωτήματα και οργή.
Την ίδια ώρα, το τραγικό περιστατικό αναζωπύρωσε τη δημόσια συζήτηση γύρω από το συγκεκριμένο πασχαλινό έθιμο και κατά πόσο έχει θέση στη σύγχρονη κοινωνία καθώς ο θάνατος του 22χρονου Ντανιέλ Φρατιλέσκου επαναφέρει στο προσκήνιο την επικινδυνότητα του εν λόγω αμφισβητούμενου εθίμου
Ρίζες αμφισβητούμενες
«Το έθιμο δεν ήταν ποτέ αποκλειστικό της Κύπρου, ούτε έχει πραγματική σχέση με την κυπριακή παράδοση», τονίζει μιλώντας στον «Π» ο δημοσιογράφος και ερευνητής λαογραφίας Γιώργος Σοφοκλέους. Όπως εξηγεί, οι λαμπρατζιές ήταν αρχικά μικρές φωτιές που άναβαν οι κοινότητες σε περιορισμένη κλίμακα, χωρίς τον ανταγωνιστικό χαρακτήρα που απέκτησαν τις τελευταίες δεκαετίες.
«Δεν έχει καμία σχέση με την παράδοση, είναι ένα κακέκτυπο ενός αμφιλεγόμενου εθίμου», σημειώνει χαρακτηριστικά, επισημαίνοντας πως πρόκειται για κατάλοιπο της αναπαράστασης του καψίματος του Ιούδα, πρακτική που συναντάται ιστορικά στην Ελλάδα και άλλες χώρες.
Από την αρχαιότητα στον Ιούδα
Το κάψιμο του Ιούδα, γνωστό κυρίως στην Ελλάδα, είχε συνδεθεί με την προδοσία του Χριστού, ωστόσο οι ρίζες του εκτείνονται πολύ πίσω, σε παγανιστικές τελετές της αρχαιότητας. Εκεί, οι κοινότητες έκαιγαν ένα ομοίωμα του χειμώνα για να υποδεχθούν την άνοιξη. Το έθιμο με τα χρόνια μεταλλάχθηκε και απέκτησε θρησκευτικό υπόβαθρο, ενώ συνοδεύτηκε και από αντιεβραϊκά αισθήματα.
Η Εκκλησία της Ελλάδος αποδοκίμασε επίσημα το έθιμο ήδη από το 1918, με σχετική εγκύκλιο, συμβάλλοντας στη σταδιακή του εγκατάλειψη στον ελληνικό χώρο.
Από τη φλόγα στην παραβατικότητα
Στην Κύπρο, το έθιμο άλλαξε μορφή μετά τη δεκαετία του 1960, όταν άρχισε να αποκτά διαστάσεις ανταγωνισμού ανάμεσα σε γειτονιές και χωριά. Η ανάγκη για «τη μεγαλύτερη λαμπρατζιά» πυροδότησε μια άτυπη κούρσα εντυπωσιασμού, που οδήγησε σε φαινόμενα παραβατικής συμπεριφοράς, με κλοπές ξυλείας, απειλές και βία.
«Δεν είναι η πλειοψηφία της νεολαίας που συμμετέχει σε αυτό πλέον», λέει ο κ. Σοφοκλέους, αναφερόμενος κυρίως στις μικρές κοινότητες. Παρά ταύτα, το έθιμο επιβιώνει και αναπαράγεται, ενίοτε ανεξέλεγκτα και χωρίς επαρκή επίβλεψη.