Η κατάσταση θυμίζει άλλα διεθνή πειράματα διακυβέρνησης – από την Καμπότζη έως το Κοσσυφοπέδιο και από την Ανατολική Σλαβονία έως το Ανατολικό Τιμόρ. Εκεί όπου ξένοι αξιωματούχοι αντικατέστησαν προσωρινά την εγχώρια κυριαρχία. Ωστόσο, η περίπτωση της Βοσνίας είναι μοναδική. Τριάντα χρόνια μετά τη Συνθήκη του Ντέιτον, εξακολουθεί να κυβερνάται από ξένους. Όσο περισσότερο διαρκεί αυτή η κατάσταση, τόσο πιο εύθραυστη γίνεται η ειρήνη.
Το παράδειγμά της, θα πρέπει να χρησιμεύσει ως προειδοποιητικό μήνυμα, για όσους σχεδιάζουν τώρα την επόμενη ημέρα της Γάζας, σημειώνει το Foreign Policy. Η διεθνής εποπτεία μπορεί να τερματίσει έναν πόλεμο, αλλά αν δεν λήξει κάποια στιγμή, μπορεί να παγιδεύσει μια χώρα μεταξύ κυριαρχίας και υποτέλειας.
Ο πόλεμος της Βοσνίας, που στοίχισε τη ζωή σε 100.000 ανθρώπους, προκάλεσε τον εκτοπισμό εκατομμυρίων και κορυφώθηκε με τη γενοκτονία της Σρεμπρένιτσα, τη φονικότερη σφαγή στην Ευρώπη μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, συμπληρώνει φέτος 30 χρόνια.
Τα σημάδια του πολέμου είναι πράγματι δύσκολο να διακριθούν στη σημερινή Βοσνία. Ωστόσο, από μόνη της η συμφωνία του Ντέιτον αποτελεί ένα σημάδι που δεν έχει επουλωθεί ακόμη. Μια συγκεκριμένη διάταξη του σχεδίου-η εγκατάσταση ύπατου εκπροσώπου, διορισμένου από τη διεθνή κοινότητα- θεωρείται όλο και περισσότερο ως σύμβολο της αδυναμίας της χώρας να ξεπεράσει τον πόλεμο.
Πώς ξεκίνησε η κηδεμόνευση
Η ειρηνευτική συμφωνία του 1995 περιλάμβανε πολλά συγκρουόμενα στοιχεία. Η εξουσία επρόκειτο να μοιραστεί μεταξύ των τριών λαών που απαρτίζουν τη χώρα, μέσω ενός περίπλοκου συστήματος ποσοστώσεων, βέτο και εκ περιτροπής προεδριών. Ο σχεδιασμός αυτός απέτρεπε την κυριαρχία οποιασδήποτε ομάδας, αλλά ταυτόχρονα καταδίκαζε το κράτος σε παράλυση.
Δύο ξένοι αξιωματούχοι επέβλεπαν αρχικά αυτή τη γιγαντιαία διαδικασία: ο Αμερικανός διοικητής της «Δύναμης Εφαρμογής» του ΝΑΤΟ, που αριθμούσε 60.000 άνδρες, και ο ύπατος εκπρόσωπος, ένας Ευρωπαίος αξιωματούχος επιφορτισμένος με τον συντονισμό των πολιτικών πτυχών της ειρηνευτικής συμφωνίας.
Ο άνθρωπος που έγινε «βασιλιάς»
Τριάντα χρόνια αργότερα, οι διάδοχοί τους εξακολουθούν να παραμένουν στο Σαράγεβο. Ωστόσο, ενώ ο ανώτερος στρατιωτικός διοικητής είναι πλέον ένας Ρουμάνος υποστράτηγος, που διοικεί μόλις πάνω από χίλιους ελαφρώς οπλισμένους στρατιώτες, οι εξουσίες του πολιτικού ομολόγου του έχουν αυξηθεί υπέρμετρα.
Ο Κρίστιαν Σμιντ, πρώην υπουργός Γεωργίας της Γερμανίας, ο όγδοος κατά σειρά ύπατος έχει αναθεωρήσει τον εκλογικό νόμο, έχει αναστείλει το σύνταγμα, έχει επιτύχει την απομάκρυνση ενός προέδρου και έχει τροποποιήσει τον νόμο ώστε η ανυπακοή στις αποφάσεις του να αποτελεί ποινικό αδίκημα.
Το σκηνικό διαμορφώνεται, υπό το βάρος της μακροχρόνιας διαμάχης για την ισορροπία δυνάμεων μεταξύ του κράτους και των δύο οντοτήτων, στην οποία οι ύπατοι εκπρόσωποι έχουν επανειλημμένα παρέμβει υπέρ της κεντρικής κυβέρνησης στο Σαράγεβο.
Οι φυσικοί πόροι στο επίκεντρο
Μεγάλο μέρος της διαμάχης αφορά την κρατική περιουσία —συμπεριλαμβανομένων των πλούσιων φυσικών πόρων της Βοσνίας— της οποίας το καθεστώς παραμένει αδιευκρίνιστο. Η Δημοκρατία Σέρπσκα, μία από τις δύο πολιτικές οντότητες που απαρτίζουν τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη, και ο πρόεδρος της, Μιλόραντ Ντόντικ, έχουν οξύνει τη σύγκρουση, διεκδικώντας μονομερώς την εν λόγω περιουσία και αψηφώντας τις αποφάσεις του Συνταγματικού Δικαστηρίου του κράτους.
Σε απάντηση, ο Σμιντ ακύρωσε τους νόμους τους και, τον Ιούλιο, διέκοψε τη δημόσια χρηματοδότηση του κόμματος του Ντόντικ.
Αυτό είναι κάτι περισσότερο από μια προσωπική σύγκρουση μεταξύ ενός αδέξιου Γερμανού που δεν μιλάει ούτε βοσνιακά ούτε σωστά αγγλικά και μιας κλίκας πολιτικών των Βαλκανίων. Είναι η αποτυχία μιας ολόκληρης μεθοδολογίας επίλυσης συγκρούσεων, που αναπτύχθηκε τη δεκαετία του 1990 και εφαρμόστηκε επανειλημμένα από τότε: επιβολή πολιτικής λύσης, διορισμός διεθνούς αξιωματούχου με ευρείες εξουσίες για την επίβλεψή της, και ελπίδα για το καλύτερο.
Αν και το συγκεκριμένο μοντέλο λειτούργησε καλά αλλού, ακόμη και στη Βοσνία κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, εντούτοις, έχει μειονεκτήματα που θα μπορούσαν εύκολα να επανεμφανιστούν στη Γάζα ή στην Ουκρανία, όπως ακριβώς συνέβη στη Βοσνία.
Ένα αθόρυβο «πραξικόπημα»
Το σύνταγμα του Ντέιτον είχε συνταχθεί με βάση την αρχή της συναίνεσης, αλλά οι Σέρβοι δεν συμφωνούσαν σχεδόν σε τίποτα, με αποτέλεσμα η κυβέρνηση να παραλύσει. Όπως παραδέχτηκε ένας πρώην ύπατος εκπρόσωπος, το Ντέιτον «σχεδιάστηκε για να τερματίσει έναν πόλεμο, όχι για να χτίσει ένα κράτος».
Μέχρι το 1997, η Βοσνία διαλυόταν. Από απελπισία, οι διεθνείς επιτηρητές, οργάνωσαν ένα αθόρυβο «πραξικόπημα». Το Συμβούλιο Εφαρμογής της Ειρήνης (PIC) — μια αυτοδιορισμένη ομάδα περίπου 50 χωρών και διεθνών οργανισμών που υποστήριζαν την προσπάθεια ανασυγκρότησης — ανακοίνωσε εκείνη τη χρονιά ότι ο ύπατος εκπρόσωπος μπορούσε να ασκήσει κυβερνητικές εξουσίες, αντικαθιστώντας τους ηγέτες της χώρας. Μπορούσε επίσης να απομακρύνει από το αξίωμά του οποιονδήποτε θεωρούσε ότι παρεμπόδιζε την ειρήνη.
Αυτές οι «εξουσίες της Βόννης», που πήραν το όνομά τους από την πόλη στην οποία συνεδρίασε το συμβούλιο, έκαναν τον ύπατο εκπρόσωπο τον πιο ισχυρό αξιωματούχο στη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Γρήγορα τις επέκτεινε περαιτέρω, διεκδικώντας την εξουσία να επιβάλλει νόμους, ακόμη και να τροποποιεί τα συντάγματα των οντοτήτων.
Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι οι πρώτοι ύπατοι εκπρόσωποι έσωσαν την εδαφική ακεραιότητα της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης. Της έδωσαν κοινό νόμισμα, διαβατήρια και πινακίδες αυτοκινήτων, έθεσαν τέλος στο μποϊκοτάζ των Σέρβων, απέπεμψαν εκατοντάδες εθνικιστές εξτρεμιστές από τις τρεις κοινότητες και οδήγησαν μια νέα γενιά ηγετών σε σημαντικούς συμβιβασμούς. Αυτά είναι διαχρονικά επιτεύγματα, χωρίς τα οποία η σημερινή ειρηνική Βοσνία θα ήταν αδιανόητη.
Το τέλος που δεν ήρθε
Κατά τη 10η επέτειο της συμφωνίας του Ντέιτον το 2005, επικράτησε η άποψη ότι οι ύπατοι εκπρόσωποι και οι εξουσίες που προέρχονταν από τη Βόννη έπρεπε να καταργηθούν. Ωστόσο, αυτό δεν συνέβη ποτέ.
Για 26 χρόνια — από το 1995 έως το 2021 — κάθε ύπατος εκπρόσωπος διοριζόταν με την ίδια διαδικασία: η PIC όριζε κάποιον και το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών «χαιρέτιζε» ή «συμφωνούσε» με την επιλογή.
Καθώς η PIC δεν είναι επίσημος διεθνής οργανισμός και δεν έχει νομική υπόσταση, η εξουσία της προέρχεται εξ ολοκλήρου από το Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο έχει την ισχύ να παρακάμψει τους θεσμούς ενός κυρίαρχου κράτους.
Η «επανάσταση» της Ρωσίας και της Κίνας
Τον Μάιο του 2021, το σύστημα κατέρρευσε με τον διορισμό του σημερινού ύπατου εκπροσώπου. Η Ρωσία, μέλος του PIC, διαφώνησε με την απόφαση να αναλάβει ο Σμιντ το αξίωμα, απαιτώντας σημαντικές παραχωρήσεις, όπως τη δέσμευση να μην ασκήσει τις εξουσίες της Βόννης και την εγγύηση ότι θα είναι ο τελευταίος τέτοιος αξιωματούχος. Για πρώτη φορά, το PIC όρισε έναν εκπρόσωπο με πλειοψηφία και όχι ομόφωνα.
Η Ρωσία, με την υποστήριξη της Κίνας, αρνήθηκε στη συνέχεια να εγκρίνει τον διορισμό στο Συμβούλιο Ασφαλείας.
Χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας, η υποψηφιότητα του Σμιντ, που κρίνεται ως «εξαιρετικά ακατάλληλος» για την θέση βρίσκεται σε ασταθή βάση.
Η κυβέρνηση Τραμπ δεν έχει λάβει σαφή θέση, αλλά έχει εκφράσει αμφιβολίες σχετικά με την εγκυρότητα της εντολής του Σμιντ σε έναν από τους συντάκτες του Foreign Policy, και έχει αποφασίσει να μην τον μνημονεύσει στις συζητήσεις του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Η ΕΕ εγκλωβισμένη στις αντιφάσεις της
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, εν τω μεταξύ, βρίσκεται εγκλωβισμένη σε μια αντίφαση που η ίδια έχει δημιουργήσει. Θέλει η Βοσνία να προχωρήσει προς την ένταξη στην ΕΕ, αλλά έχει θέσει ως προϋπόθεση για την υποψηφιότητά της το κλείσιμο του Γραφείου του Ύπατου Εκπροσώπου. Ωστόσο, οι αξιωματούχοι της ΕΕ θεωρούν επίσης τον Σμιντ απαραίτητο για τη διατήρηση της ενότητας της Βοσνίας.
Χωρίς την έγκριση του Συμβουλίου Ασφαλείας, η εξουσία του βασίζεται πλέον λιγότερο σε νομικά θεμέλια και περισσότερο στην ωμή πολιτική παρέμβαση των Ηνωμένων Πολιτειών και της ΕΕ.
Πηγή: naftemporiki.gr






