Η τριήμερη επίσκεψη του Πάπα Λέοντα ΙΔ' στην Τουρκία (27 με 30 Νοεμβρίου 2025), που κορυφώθηκε με κοινές τελετές μνήμης και προσευχής στο χώρο της αρχαίας Νικαίας (Iznik) και με δοξολογία και υπογραφή κοινής διακήρυξης στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι, επανέφερε στο προσκήνιο την ιστορική συζήτηση για την ενότητα μεταξύ Ρωμαιοκαθολικής και Ορθόδοξης Εκκλησίας.
Η εικόνα των δύο Προκαθημένων, του Πάπα Λέοντα ΙΔ’ και του Οικουμενικού Πατριάρχη κ.κ.Βαρθολομαίου να προσεύχονται μαζί σε αντιπροσωπευτικούς χώρους της πρώιμης χριστιανικής ιστορίας είχε έντονο επικοινωνιακό και συμβολικό αντίκτυπο. Αλλά ταυτόχρονα, ανέδειξε τα περιορισμένα όρια της πρακτικής προόδου προς την επανένωση των δύο Εκκλησιών.
Βασικός άξονας της επίσκεψης, ήταν η συμπλήρωση 1.700 ετών από τη Σύνοδο της Νίκαιας (325 μ.Χ.), το γεγονός που καθιέρωσε το Συμβόλο της Πίστεως και που συχνά επικαλούνται οι ηγέτες για να τονίσουν το κοινό θεμέλιο της χριστιανικής πίστης.
Στην όχθη της λίμνης του Iznik, κοντά στις ανασκαφές του ναού του Αγίου Νεοφύτου, πραγματοποιήθηκε κοινή προσευχή αλλά και αναφορά στις αποφάσεις εκείνης της εποχής, γεγονός που οι διοργανωτές παρουσίασαν ως «συμβολική αρχή» για την επανεκκίνηση διαλόγου και συνεργασίας. Στις επίσημες δηλώσεις τους αμφότεροι οι ηγέτες επισήμαναν την ανάγκη να ξεπεραστούν οι διαχωρισμοί και να απορριφθεί η βία στο όνομα της θρησκείας.
Τι συνέβη στο Φανάρι, η κοινή διακήρυξη και η τελετή
Κατά τη μετάβαση του Πάπα στο Φανάρι, τον υποδέχθηκε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος Α’ στον Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου. Εκεί, ενώπιον ιεραρχών αλλά και προσκεκλημένων, εψάλη δοξολογία και διαβάστηκαν ευχές σε τέσσερις γλώσσες· η τελετή είχε έντονο οικολογικό και ειρηνικό μήνυμα και έκλεισε με την υπογραφή μιας Κοινής Δήλωσης. Το κείμενο, όπως ανακοινώθηκε επισήμως, επαναβεβαιώνει την αμοιβαία δέσμευση «στον δρόμο προς την πληρότητα της κοινωνίας» (full communion) και καταδικάζει ρητά τη βία, που γίνεται στο όνομα της θρησκείας.
Στην τελετή αποτυπώθηκε «η συνέχιση της φιλίας» μεταξύ των δύο Προκαθημένων ενώ σε επίπεδο θεσμικών σημειώσεων, η συνάντηση στο Φανάρι είχε και την τυπική διάσταση της ανταλλαγής ευχών για την εορτή του Αγίου Ανδρέα, προστάτη του Θρόνου της Κωνσταντινούπολης.
Ιστορικό πλαίσιο: από το 1054 στα βήματα «προς την ενότητα»
Η σχισματική διάσπαση των Εκκλησιών το 1054 και η μακρά πορεία αλληλοαποκλεισμού, που ακολούθησε έχουν βαθιές θεολογικές και εκκλησιολογικές ρίζες —με κεντρικά ζητήματα την έννοια της παπικής προεδρίας (primacy) και ορισμένες δογματικές διαφορές. Ωστόσο, από τα τέλη του 20ού αιώνα και μετά υπήρξαν συστηματικές προσπάθειες διαλόγου: μη αναγνώριση αμοιβαίων αφορισμών, διάλογοι επιτροπών θεολογικής φύσεως και κοινές πράξεις με ανθρωπιστικό, οικολογικό και κοινωνικό περιεχόμενο.
Οι συναντήσεις παπών με Οικουμενικούς Πατριάρχες (Paul VI, John Paul II, Benedict XVI, Francis) μπορεί να έχουν χτίσει ένα σύνολο πρωτοκόλλων και προσδοκιών αλλά δεν έχει μέχρι σήμερα καταστεί εφικτό να οδηγήσουν σε ουσιαστική λήξη του σχίσματος.
Η τελευταία επίσκεψη εντάσσεται σε αυτή τη μακρά γραμμή «συμβολικών προχωρημάτων», που επιδιώκουν να καλλιεργήσουν συνθήκες εμπιστοσύνης.
Ποια είναι η πραγματική εμβέλεια της «κοινής δήλωσης»;
Η υπογραφή κοινής διακήρυξης είναι πρακτικά και συμβολικά σημαντική —πρόκειται για δημόσια επικύρωση της κοινής βούλησης. Παρόλα αυτά, το περιεχόμενο τέτοιων κειμένων συχνά κινείται σε γενικές διακηρυκτικές φράσεις: προσυπογράφει κοινές αξίες (ειρήνη, διάλογο, υπεράσπιση των διωκόμενων χριστιανών, απόρριψη της θρησκευτικής βίας) και δηλώνει συνέχιση του διαλόγου για θεολογικές και εκκλησιολογικές διαφορές. Αυτό δεν σημαίνει αυτόματη λύση θεμάτων όπως το ζήτημα της παπικής εξουσίας, το ζήτημα της αυτοκεφαλίας ελληνικών/ελληνόφωνων Εκκλησιών ή οι επιπτώσεις της ρωσικής Εκκλησίας που παρακολουθεί με επιφύλαξη κινήσεις, που θα μπορούσαν να ενισχύσουν τον ρόλο του Πατριαρχείου της Κωνσταντινούπολης στον ορθόδοξο κόσμο. Συνεπώς, το βήμα στο Φανάρι αποτελεί περισσότερο «ένδειξη προθέσεων» παρά δέσμευση που αλλάζει άμεσα το εκκλησιαστικό καθεστώς διεθνώς.
Διεθνείς και εκκλησιαστικές αντιδράσεις - συγκλίσεις και επιφυλάξεις
Ο υψηλός συμβολισμός της κοινής προσευχής στον χώρο της Νίκαιας και η υπογραφή της κοινής δήλωσης στο Φανάρι, στο πλαίσιο της επίσκεψης, τονίστηκαν απ’όλα τα διεθνή μέσα. Επιπλέον, δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στις δηλώσεις των δύο θρησκευτικών ηγετών, με τις οποίες καταδίκασαν τη θρησκευτική βία και ανέδειξαν την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ των χριστιανικών παραδόσεων. Δεν έλειψαν, πάντως, εκείνοι που σημείωσαν ότι η ιστορική αντίληψη της Εκκλησίας της Μόσχας (και κάποιων άλλων αυτοκεφάλων) για τη «μοναδική» εκπροσώπηση της Ορθοδοξίας αποτελεί εμπόδιο σε έναν γρήγορο συμβιβασμό· η μη συμμετοχή ή η έμμεση αποστασιοποίηση της Ρωσικής Εκκλησίας από την όλη πρωτοβουλία, είναι ένας παράγοντας που δεν επιτρέπει την οικουμενική αντιστοίχιση.
Στο πλαίσιο του πολιτικού χώρου, η επίσκεψη απέκτησε και διακυβερνητικές διαστάσεις: στην Άγκυρα ο Πάπας συναντήθηκε με τον πρόεδρο Ερντογάν, γεγονός που υπογράμμισε τη διπλωματική διάσταση του ταξιδιού· για την τουρκική κυβέρνηση η υποδοχή υψηλού θρησκευτικού παράγοντα προσέδωσε διεθνή ανάδειξη και σημειώθηκε ευρεία κάλυψη από τα τοπικά μέσα. Οι μικρής έκτασης αντιδράσεις, που καταγράφηκαν σε τοπικό επίπεδο και οι συγκεντρώσεις από ισλαμικές πολιτικές ομάδες, δεν κατάφεραν να αλλοιώσουν το κεντρικό μήνυμα της επίσκεψης.
Θεολογικά και οργανωτικά εμπόδια που παραμένουν
Σύμφωνα με εκκλησιαστικούς κύκλους, για να υπάρξει πράγματι επανασύνδεση με θεσμική ισχύ —και όχι μόνο τελετουργική ή συμβολική— απαιτούνται λύσεις σε συγκεκριμένα θέματα. Πιο αναλυτικά:
Παπική Προεδρία (Primacy): Η Καθολική Εκκλησία διατυπώνει την παπική προεδρία ως θεολογικώς διακριτή και με συγκεκριμένη μορφή εξουσίας· για την Ορθοδοξία, η παπική πρωτοκαθεδρία εγείρει θέματα, που άπτονται αυτονομίας και συλλειτουργίας.
Εκκλησιολογικές διαφορές: Ορισμένες δογματικές εκφράσεις, όπως το filioque, παραμένουν αντικείμενο αντιπαράθεσης σε επιστημονικό και θεολογικό επίπεδο.
Γεωπολιτικά/εκκλησιαστικά συμφραζόμενα: Το ζήτημα της επιρροής του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στο ευρύτερο ορθόδοξο σώμα και η στάση της Ρωσικής Εκκλησίας μεταβάλλουν το πεδίο· κάθε βήμα προς την Καθολική Εκκλησία ερμηνεύεται ενίοτε ως «μετατόπιση ισορροπιών» στο εσωτερικό της Ορθοδοξίας.
Χωρίς να αναιρούν το κύρος και το συμβολισμό της πρόσφατης συνάντησης, τα εμπόδια που προαναφέρθηκαν εξακολουθούν να υφίστανται και αναδεικνύουν την απόσταση ανάμεσα στη μετάβαση από τις καλές προθέσεις στην επί της ουσίας σύγκλιση.
Έγιναν πρακτικά βήματα ή η συμφωνία ήταν ρητορική;
Από τη σκοπιά της διπλωματίας των θρησκειών και της διεθνούς επικοινωνίας, η επίσκεψη είχε σαφή αποτελέσματα: ανέβασε το προφίλ της διαθρησκειακής και ενδοχριστιανικής συνεργασίας, προσέφερε ευκαιρίες για κοινές πρωτοβουλίες - υπεράσπιση των διωκόμενων, κοινές δηλώσεις κατά της βίας, κοινωνικές δράσεις - και δημιούργησε ρήγματα στην εικόνα της διαχωρισμένης «Ανατολής» και «Δύσης». Σε θεολογικό όμως επίπεδο, οι αλλαγές απαιτούν χρόνο, λεπτούς διαλόγους και ενδεχομένως θεσμικές συμφωνίες, που οπωσδήποτε δεν εξαντλούνται σε διπλωματικά ανακοινωθέντα.
Η επόμενη φάση - αν υπάρξει - θα πρέπει να στοχεύει σε συγκεκριμένους μηχανισμούς συνεργασίας. Συγκεκριμένα, προτείνονται κοινές επιτροπές θεολογικού έργου με πρόγραμμα, ανταλλαγές κληρικών και επιστημόνων, κοινές δράσεις για παγκόσμια ζητήματα, όπως η κλιματική αλλαγή, η μετανάστευση, οι διώξεις θρησκευτικών μειονοτήτων. Χωρίς τέτοια βήματα, οι κοινοί λόγοι και οι σπάνιες τελετουργικές εικόνες θα παραμείνουν κυρίως «συμβολικά οφέλη».
Η επίσκεψη του Πάπα Λέοντα ΙΔ στην Τουρκία - με την επισημότητα της παρουσίας στη Νίκαια και την τελετή στο Φανάρι - ήταν χωρίς αμφιβολία ένα ιστορικό γεγονός συμβολικής σημασίας. Επιβεβαίωσε την επιθυμία και των δύο πλευρών για διάλογο και καλλιέργεια σχέσεων εμπιστοσύνης. Όμως, η πραγματική «επανασύνδεση» της Ρωμαιοκαθολικής και της Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν προκύπτει από μια κοινή προσευχή ή μια διακήρυξη· απαιτεί διαρκείς, τεκμηριωμένες και θεσμοθετημένες διαδικασίες, οι οποίες θα πρέπει να απαντήσουν τόσο σε θεολογικά όσο και σε εκκλησιολογικά εμπόδια.
Μέχρι τότε, η φιλική συμβολική χειρονομία του Φαναρίου θα λειτουργεί κυρίως ως παράθυρο ευκαιρίας, ένα βήμα που δείχνει ότι η συζήτηση είναι ανοιχτή, αλλά δεν εγγυάται το τελικό αποτέλεσμα.
protothema.gr






