Οι προτάσεις νόμου που εκκρεμούν στην Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών για ρύθμιση των πολλαπλών συντάξεων αξιωματούχων παρουσιάζουν ασάφειες, σύμφωνα με το υπουργείο Οικονομικών, ενώ η Νομική Υπηρεσία κάνει λόγο για αντισυνταγματικότητα των προωθούμενων ρυθμίσεων.
Σε επιστολή του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Οικονομικών Ανδρέα Ζαχαριάδη στην επιτροπή οικονομικών ενόψει της συνεδρίας τη Δευτέρα, αναφέρεται ότι το υπουργείο εκφράζει τη θέση ότι οι προτάσεις νόμου, περιλαμβάνουν πρόνοιες που παρέχουν περιθώριο για παρερμηνείες.
«Οι φόρμουλες υπολογισμού και περιορισμού των ωφελημάτων είναι αντιφατικές μεταξύ τους και πρακτικά μη εφαρμόσιμες. Οι λεκτικές διατυπώσεις δεν είναι ξεκάθαρες σε αρκετές περιπτώσεις. Εισάγονται ρυθμίσεις χωρίς, παράλληλα, να ρυθμίζεται ο τρόπος πρακτικής εφαρμογής τους. Επιπρόσθετα, οι προωθούμενες ρυθμίσεις παρουσιάζουν μεγάλο βαθμό πολυπλοκότητας», τονίζεται.
Επί της ουσίας, επισημαίνεται, οι ρυθμίσεις που έχουν περιληφθεί στα κείμενα των προτάσεων νόμου, επηρεάζουν τις συντάξεις που θα κερδίζονται από τον Ιούνιο του 2026 και εφεξής.
«Συνεπώς», υποδεικνύεται, «ακόμη και στην περίπτωση που αυτές επιτύγχαναν την επίλυση των θεμάτων που αφορούν στην ταυτόχρονη καταβολή σύνταξης και μισθού και στην καταβολή πολλαπλών συντάξεων, αυτό θα επισυνέβαινε σε πολύ μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα».
Περαιτέρω, τονίζει το ΥΠΟΙΚ, ο περιορισμός στο ύψος της σύνταξης που τίθεται με την προτεινόμενη φόρμουλα, επιτυγχάνει να περιορίσει μόνο το ύψος των συντάξεων που βρίσκονται σε πολύ υψηλά επίπεδα και αφορά, συνεπώς, πολύ μεμονωμένες περιπτώσεις καθώς οι φόρμουλες υπολογισμού των συνταξιοδοτικών ωφελημάτων που περιλαμβάνονται στο υφιστάμενο νομικό πλαίσιο έχουν διατηρηθεί.
Σημειώνεται ακόμη ότι οι προωθούμενες ρυθμίσεις δεν επηρεάζουν με οποιονδήποτε τρόπο τα εφάπαξ ποσά που παραχωρούνται στους αξιωματούχους, τα οποία θα συνεχίσουν να καταβάλλονται σωρευτικά για το κάθε αξίωμα το οποίο ο αξιωματούχος θα αναλαμβάνει.
«Ο υπολογισμός της σύνταξης με βάση τα διαλαμβανόμενα στο κείμενο των προτάσεων νόμου αποδίδει ένα υπέρογκο ποσό σύνταξης αφού βασίζεται σε φόρμουλα υπολογισμού με την οποία προστίθενται οι συντάξιμες απολαβές, αντί οι συντάξεις», τονίζεται.
Σχόλια Νομικής Υπηρεσίας
Στην επιστολή του γενικού διευθυντή του ΥΠΟΙΚ καταγράφονται και οι θέσεις της Νομικής Υπηρεσίας, επί των προτάσεων νόμου. Οι θέσεις είναι συμπληρωματικές των σχολίων που έχουν δοθεί στο Υπουργείο Οικονομικών με επιστολή της Νομικής Υπηρεσίας ημερομηνίας 15 Απριλίου 2024.
Αναφέρει ότι στο άρθρο 2 πρότασης νόμου με τίτλο «Ο περί Συντάξεων (Ορισμένοι Αξιωματούχοι της Δημοκρατίας) Τροποποιητικός Νόμος του 2024», δεν περιλαμβάνονται τα αξιώματα των Επιτρόπων με αποτέλεσμα αυτοί να εξαιρούνται από το πεδίο εφαρμογής των ρυθμίσεων της πρότασης νόμου.
Επίσης, σημειώνει ότι το άρθρο 3 της πρότασης νόμου αναστέλλει τη σύνταξη αξιωματούχου όταν αναλάβει λειτούργημα, αξίωμα ή θέση σε θεσμικό όργανο της Ευρωπαϊκής Ένωσης που θεμελιώνεται για υπηρεσία από 1.6.2026 και μετά. Συνεπώς, σύμφωνα με τη ρύθμιση αυτή, μετά την 1.6.2026, θα προκύπτει ολοκληρωτική στέρηση της σύνταξης.
Παράλληλα, υποστηρίζει ότι η αναστολή ωφελήματος σε μελλοντικό χρόνο προϋποθέτει ότι ο αξιωματούχος έχει αποκρυσταλλώσει ήδη δικαίωμα σε σύνταξη, ωστόσο, η σύνταξη δεν μπορεί να ανασταλεί.
«Υπάρχουν επίσης υφιστάμενοι αξιωματούχοι οι οποίοι με τη συμπλήρωση 30 μηνών έχουν ήδη κατοχυρώσει μέγιστα συνταξιοδοτικά ωφελήματα. Συνεπώς, μετά την 1.6.2026, δεν κερδίζεται επιπρόσθετο ωφέλημα ούτως ώστε να ανασταλεί», προσθέτει.
Παράλληλα, αναφέρει ότι το άρθρο 13Α αποσκοπεί στο να επεκτείνει τον τρόπο υπολογισμού που προβλέπεται στο άρθρο 13 και στα αξιώματα του ευρύτερου δημόσιου τομέα, ωστόσο το άρθρο 13Α αναφέρεται σε συντάξιμες απολαβές από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα ενώ το άρθρο 13 ρυθμίζει τον τρόπο υπολογισμού της σύνταξης μεταξύ των αξιωμάτων που προβλέπονται στον Ν. 49/1980.
«Η επέκταση του πεδίου εφαρμογής στους δημάρχους και αντιδημάρχους δημιουργεί πρόβλημα αφού εντάσσει στο πεδίο εφαρμογής της ίδιας νομοθεσίας αξιώματα για τα οποία οι συντάξεις καταβάλλονται από διαφορετικά ταμεία, η λειτουργία των οποίων διέπεται από διαφορετικές παραμέτρους», τονίζεται.
Επίσης, σύμφωνα με τη Νομική Υπηρεσία, το άρθρο 13 αφορά αξιωματούχους των οποίων τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα καταβάλλονται από το Πάγιο Ταμείο της Δημοκρατίας.
«Στην προταθείσα ρύθμιση δεν προσδιορίζεται από ποιον φορέα θα διενεργείται αυτός ο συνυπολογισμός. Το άρθρο 13Α θα μπορούσε να ισχύσει μόνο αν οι συντάξεις δίδονταν από έναν ενιαίο φορέα. Στην προκείμενη περίπτωση υφίστανται διαφορετικές νομοθεσίες και φορείς που καταβάλλουν τα σχετικά συνταξιοδοτικά ωφελήματα. Σε κάποιες περιπτώσεις (π.χ. Επίτροποι) τα συνταξιοδοτικά ωφελήματα ρυθμίζονται μέσω των συμβολαίων των Αξιωματούχων. Αυτά τα ζητήματα δεν ρυθμίζονται από αυτή την πρόταση νόμου», διευκρινίζει.
Την ίδια ώρα, εκτιμά ότι με το 13Α μπορεί να προκύψει πλήρης αποστέρηση συνταξιοδοτικών ωφελημάτων σε βάθος χρόνου.
Οι προωθούμενες ρυθμίσεις, ενδέχεται, μεταξύ, άλλων να επηρεάσουν δυσμενώς τα ωφελήματα Δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου (αντισυνταγματικό).
Αναφορικά με την πρόταση νόμου με τίτλο «Ο περί Συντάξεων του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμος του 2024», σημειώνει ότι το άρθρο 3, παράγραφος β της πρότασης νόμου, επηρεάζει δυσμενώς τα ωφελήματα από την υφιστάμενη θητεία του Προέδρου και των μελών της ΕΔΥ.
«Οι όροι υπηρεσίας τους, ωστόσο, δεν μπορούν να επηρεαστούν δυσμενώς μετά τον διορισμό τους με βάση το Άρθρο 124.4 του Συντάγματος. Είναι αντισυνταγματικές οι προωθούμενες ρυθμίσεις καθώς θα οδηγήσουν σε εξουδετέρωση των συντάξεων που έχουν κερδηθεί για υπηρεσία μετά την 1.6.2026», τονίζει.
Σε σχέση με την πρόταση νόμου με τίτλο «Ο περί Συντάξεων του Προέδρου και των Μελών της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμος του 2024», η ΝΥ αναφέρει ότι το άρθρο 3, παράγραφος β της πρότασης νόμου, είναι αντισυνταγματικό καθώς οδηγεί στην εξουδετέρωση των ήδη κερδηθεισών συντάξεων μετά την 1.6.2026 και, κατ’ επέκταση, ενδέχεται να προκαλέσει, μελλοντικά, ολοκληρωτική στέρηση της σύνταξης.
Αναφορικά με την πρόταση νόμου με τίτλο «Ο περί Επαγγελματικού Σχεδίου Συνταξιοδοτικών Ωφελημάτων των Υπαλλήλων της Κρατικής Υπηρεσίας και του Ευρύτερου Δημόσιου Τομέα περιλαμβανομένων και των Αρχών Τοπικής Αυτοδιοίκησης) (Διατάξεις Γενικής Εφαρμογής) (Τροποποιητικός) Νόμος του 2024, η υπηρεσία επισημαίνει ότι σε σχέση με το άρθρο 61Α εάν η ελάχιστη αμοιβή είναι πολύ χαμηλή, ενδεχομένως να εξουδετερώνει τη σύνταξη σε μεγάλο βαθμό, σε σημείο που να δημιουργεί αντισυνταγματικότητα.
Παράλληλα, υπολογίζει τον μισθό στη θέση αξιωματούχου για να αναστείλει τη σύνταξη στο ύψος του μισθού. Αυτό μπορεί να εξουδετερώνει τη σύνταξη σε σημαντικό βαθμό ώστε να θεωρηθεί παραβίαση του άρθρου 23 του συντάγματος.
Σημειώνεται επίσης ότι το Επαγγελματικό Σχέδιο Συντάξεων βασίζεται σε εισφορές των δικαιούχων, γεγονός που εγείρει εύλογα ερωτήματα ως προς τη δυνατότητα νομοθετικής παρέμβασης που να επιφέρει περιορισμό σε ωφέλημα που έχουν αποκτηθεί μέσω εισφορών εκ μέρους των μελών του.
Σε σχέση με την πρόταση νόμου με τίτλο «Ο περί Δυνατότητας Αποποίησης Σύνταξης Νόμος του 2024», η ΝΥ υποδεικνύει ότι στο άρθρο 2 της πρότασης νόμου, στους ορισμούς δεν ορίζεται τι σημαίνει ο όρος «κρατική σύνταξη».
Σημειώνει ότι οι ρυθμίσεις δεν θα πρέπει να περιορίζονται μόνο στις συντάξεις που λαμβάνονται από την κρατική υπηρεσία, αλλά θα πρέπει να επεκτείνονται και στις συντάξεις που λαμβάνονται από τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Διερωτάται παράλληλα γιατί ξεχωρίζει αξιωματούχους που λαμβάνουν μισθό από τη Δημοκρατία ή από θεσμικό όργανο της ΕΕ και τους παρέχει δυνατότητα αποποίησης και γιατί δεν περιλαμβάνει και άλλους που διορίζονται σε άλλα όργανα/οργανισμούς ή στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.