Ένα ανθεκτικό τραπεζικό σύστημα δεν είναι αυτοσκοπός, αλλά αποτελεί το θεμέλιο μιας ισχυρής και ανταγωνιστικής πραγματικής οικονομίας και προάγει την ανάπτυξη. Οι χρηματοπιστωτικές κρίσεις συμπαρασύρουν την πραγματική οικονομία και έχουν μακροχρόνιες δυσμενείς επιπτώσεις. Η παραπάνω αναφορά ανήκει στην πρόεδρο του Εποπτικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, Claudia Buch, και έγινε στις αρχές της περασμένης εβδομάδας ενημερώνοντας το Eurogroup για τις συνθήκες που επικρατούν στο τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης.
»Οι ευρωπαϊκές τράπεζες άντεξαν στις καταιγίδες των πρόσφατων επεισοδίων πίεσης, χάρις, τόσο στη δική τους ανθεκτικότητα όσο και στα μέτρα πολιτικής που ελήφθησαν για τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας», είπε. Η δουλειά που έγινε τα τελευταία χρόνια αποδίδει. Το βλέπουμε αυτό με ιδιαίτερη ένταση στην Κύπρο, με τη χώρα να καταφέρνει να περιορίζει το επίπεδο των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) και να εκσυγχρονίζει τις διαδικασίες για τη διαχείρισή τους.
Στο σημερινό περιβάλλον αβεβαιότητας, η εποπτεία βλέπει αυξημένους κινδύνους που σχετίζονται με τους δασμούς οι οποίοι δεν έχουν επηρεάσει σημαντικά τους ισολογισμούς των τραπεζών. Μάλιστα, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων στην ευρωζώνη διαμορφώθηκε σε περίπου 1,9% στο τέλος του 2024, σημαντικά χαμηλότερος από ό,τι μια δεκαετία νωρίτερα.
«Τα αρχικά σημάδια επιδείνωσης της ποιότητας του ενεργητικού όσον αφορά τη χορήγηση δανείων σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις και εμπορικά ακίνητα δεν έχουν εξαπλωθεί σε όλα τα χαρτοφυλάκια πιστώσεων. Ωστόσο, θα χρειαστεί χρόνος για να αντικατοπτριστούν πλήρως οι επιπτώσεις των υψηλότερων δασμών και της αυξημένης αβεβαιότητας στους ισολογισμούς των τραπεζών», ανέφερε η κ.Buch.
Ενα υψηλότερο επίπεδο δασμών μπορεί να προσθέσει κόστος στα προϊόντα και να οδηγήσει σε χαμηλότερο όγκο εμπορίου, ένας συνδυασμός που επηρεάζει αρνητικά την πραγματική οικονομία και μπορεί να φέρει αδυναμία αποπληρωμής δανειακών υποχρεώσεων. Αυτός είναι και ο λόγος που ζητείται από τις τράπεζες να παραμείνουν σε εγρήγορση και να εξετάζουν πώς τα δυσμενή σενάρια θα μπορούσαν να επηρεάσουν την ποιότητα του ενεργητικού τους.
Η ευρωπαϊκή εποπτεία επιμένει στην ύπαρξη ενός αποτελεσματικού πλαισίου για τη διαχείριση των ΜΕΔ και στην ανάπτυξη μιας αγοράς πώλησης δανείων με «βάθος», ώστε σε περιπτώσεις κρίσης αυτή να μην μετατρέπεται και σε τραπεζική.
Η κυπριακή περίπτωση
Από τα αποτελέσματα που ανακοίνωσαν οι δύο μεγάλες τράπεζες της χώρας, η Τράπεζα Κύπρου και η Ελληνική Τράπεζα, προκύπτει ότι κινούνται σε αυτή την περίοδο αβεβαιότητας με καθαρούς ισολογισμούς.
«Η ποιότητα του δανειακού μας χαρτοφυλακίου συνεχίζει να βελτιώνεται, με το ποσοστό ΜΕΔ προς δάνεια να παραμένει κάτω από 2% και τη χρέωση πιστωτικών ζημιών δανείων να είναι κάτω από 40 μ.β.», είπε ο διευθύνων σύμβουλος της Τράπεζας Κύπρου, Πανίκος Νικολάου.
«Ο ισολογισμός μας παραμένει ισχυρός, με δείκτη Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) στο 2,4% (εξαιρουμένων των ΜΕΔ που καλύπτονται από το Πρόγραμμα Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων), αντανακλώντας τη συνετή μας προσέγγιση στη διαχείριση κινδύνου», σημειώνει από την πλευρά του ο διευθύνων σύμβουλος της Ελληνικής Τράπεζας, Μιχάλης Λούης.
Τράπεζα Κύπρου
Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά την Τράπεζα Κύπρου, το Συγκρότημα συνέχισε να σημειώνει σταθερή πρόοδο σε όλες τις παραμέτρους επιμέτρησης της ποιότητας του δανειακού του χαρτοφυλακίου. Οι προτεραιότητες του Συγκροτήματος εστιάζουν κυρίως στη διατήρηση ποιοτικού νέου δανεισμού μέσω αυστηρών πρακτικών και αποτροπή επιδείνωσης της ποιότητας του δανειακού χαρτοφυλακίου. Οι πιστωτικές ζημιές δανείων για το α’ τρίμηνο 2025 ανήλθαν σε €10 εκατ., σε σύγκριση με €8 εκατ. το δ΄ τρίμηνο 2024 και με €7 εκατ. το α’ τρίμηνο 2024.
Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια μειώθηκαν κατά €65 εκατ., ή 26% κατά το α’ τρίμηνο 2025, σε σύγκριση με καθαρή μείωση ΜΕΔ ύψους €19 εκατ. κατά το δ’ τρίμηνο 2024, σε €190 εκατ. στις 31 Μαρτίου 2025 (σε σύγκριση με €255 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2024).
Ως αποτέλεσμα, τα ΜΕΔ αντιπροσωπεύουν το 1,8% του συνόλου των μεικτών δανείων στις 31 Μαρτίου 2025, σε σύγκριση με 2,5% στις 31 Δεκεμβρίου 2024. Το ποσοστό κάλυψης των ΜΕΔ ανέρχεται σε 122% στις 31 Μαρτίου 2025, σε σύγκριση με 100% στις 31 Δεκεμβρίου 2024.
Τον Σεπτέμβριο 2024, η τράπεζα κατέληξε σε συμφωνία με επενδυτικά ταμεία συνδεδεμένα με την Cerberus Global Investments B.V. για πώληση ενός χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία κυρίως αφορούσαν εξασφαλισμένα δάνεια σε επιχειρήσεις, με συμβατικό υπόλοιπο ύψους περίπου €149 εκατ. και με μεικτή λογιστική αξία ύψους περίπου €27 εκατ. στις 30 Ιουνίου 2024.
Τον Δεκέμβριο 2024, η τράπεζα κατέληξε σε μια ακόμη συμφωνία με επενδυτικά ταμεία συνδεδεμένα με την Cerberus Global Investments B.V. για πώληση ενός χαρτοφυλακίου μη εξυπηρετούμενων δανείων, τα οποία κυρίως αφορούσαν εξασφαλισμένα δάνεια σε ιδιώτες και μικρομεσαίες επιχειρήσεις, με συμβατικό υπόλοιπο ύψους περίπου €193 εκατ. και με μεικτή λογιστική αξία ύψους περίπου €39 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2024.
Οι συναλλαγές ολοκληρώθηκαν το α’ τρίμηνο 2025 με ουδέτερη επίπτωση, τόσο στην κατάσταση λογαριασμού αποτελεσμάτων όσο και στην κεφαλαιακή θέση του Συγκροτήματος. Συνολικά, από το ανώτατό τους επίπεδο το 2014, τα ΜΕΔ έχουν μειωθεί κατά €14.8 δις ή 99% σε €0.2 δις και το ποσοστό ΜΕΔ προς δάνεια κατά 61 εκατοστιαίες μονάδες, από 63% σε κάτω από 2%.
Ελληνική Τράπεζα
Τα ΜΕΔ της Ελληνικής Τράπεζας ανέρχονταν σε €375 εκατ. στις 31 Μαρτίου 2025, σε σύγκριση με €382 εκατ. στις 31 Δεκεμβρίου 2024, μειωμένα κατά 2% από το τέλος του έτους (εξαιρουμένου των ΜΕΔ του πρώην Συνεργατισμού που καλύπτονται από το Πρόγραμμα Προστασίας Περιουσιακών Στοιχείων, τα ΜΕΔ ανήλθαν σε €0,1 δισ. στις 31 Μαρτίου 2025 και 31 Δεκεμβρίου 2024). Η μείωση των ΜΕΔ κατά την 1η τριμηνία του 2025 οφείλεται κυρίως σε οργανική απομόχλευση, η οποία αντισταθμίστηκε εν μέρει από νέες αθετήσεις και δεδουλευμένους τόκους. Τα τερματισμένα δάνεια τα οποία περιλαμβάνονταν στα ΜΕΔ ανήλθαν σε €195 εκατ. στις 31 Μαρτίου 2025 (31 Δεκεμβρίου 2024: €201 εκατ.) και τα μεικτά δάνεια με ρυθμιστικά μέτρα στις 31 Μαρτίου 2025 ανήλθαν σε €259 εκατ. (31 Δεκεμβρίου 2024: €275 εκατ.).
Ο δείκτης MEΔ για τον Όμιλο ήταν 6,3% (31 Δεκεμβρίου 2024: 6,5%) και περιορίζεται στο 2,4% εξαιρουμένων των ΜΕΔ που καλύπτονται από τo ΠΠΠΣ. Ο δείκτης καθαρών ΜΕΔ στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων στις 31 Μαρτίου 2025 και 31 Δεκεμβρίου 2024 διαμορφώθηκε στο 1,4%, ενώ ο δείκτης καθαρών ΜΕΔ στο σύνολο των περιουσιακών στοιχείων εξαιρουμένων των ΜΕΔ που καλύπτονται από το ΠΠΠΣ στις 31 Μαρτίου 2025 και 31 Δεκεμβρίου 2024 ήταν στο 0,5%.
Λαμβάνοντας υπόψη τις εμπράγματες εξασφαλίσεις, ο συνολικός δείκτης κάλυψης των ΜΕΔ ανήλθε σε 131% στις 31 Μαρτίου 2025 (31 Δεκεμβρίου 2024: 131%), και εξαιρουμένων των ΜΕΔ που καλύπτονται από το ΠΠΠΣ και των αντίστοιχων εμπράγματων εξασφαλίσεων και συνολικών μεικτών συσσωρευμένων ζημιών απομείωσης των ΜΕΔ που καλύπτονται από το ΠΠΣ, ο δείκτης αναπροσαρμόζεται στο 151% στις 31 Μαρτίου 2025 (31 Δεκεμβρίου 2024: 149%).