Το τελευταίο διάστημα καταβάλλεται από όλους τους αρμόδιους και ενδιαφερόμενους φορείς μια μεγάλη προσπάθεια σύνταξης και προβολής ενός θετικού αφηγήματος αναφορικά με την προοπτική της κυπριακής οικονομίας, αλλά και της Κύπρου γενικότερα.
Σε αυτή την προσπάθεια συμμετέχουν τόσο το ίδιο το κράτος και οι θεσμικοί του φορείς, όσο και οι ίδιοι οι επιχειρηματίες και οι επαγγελματίες όλων εκείνων των κλάδων που πάνω τους στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό η επίτευξη του στόχου της ελκυστικότητας της Κύπρου ως προορισμού ξένων επενδύσεων καθώς και εγχώριας επιχειρηματικής δραστηριοποίησης. Από αυτή την προσπάθεια, όμως, απουσιάζει κάτι πολύ σημαντικό, που γίνεται πολύ γρήγορα αντιληπτό από τον όποιο ξένο δυνητικό επενδυτή έρχεται και αρχίζει να δραστηριοποιείται στην Κύπρο. Τούτο δεν είναι άλλο από το χάσμα μεταξύ των «εντός» και «εκτός» οικονομικών και επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και η απουσία επαρκούς οργανικής διασύνδεσης και σχέσης.
Η απουσία αυτής της επαρκούς οργανικής σχέσης και της διασύνδεσης των εκατέρωθεν δραστηριοτήτων ντόπιων και ξένων φαίνεται παντού, και ιδιαιτέρως στις πόλεις που οι ξένοι επιλέγουν να δραστηριοποιηθούν, όπου δημιουργούνται «γκέτο» και «μικρά χωρία» ξένων και ντόπιων που ζουν δίπλα-δίπλα, αλλά όχι μαζί. Ανθρώπων που μπορεί να φαίνεται ότι ζουν και εργάζονται στον ίδιο χώρο, αλλά που στην πραγματικότητα απλώς «συστεγάζονται» στην ίδια πόλη, ως ξεχωριστά και έντονα διακριτά υποσύνολα που τέμνονται ελάχιστα και μόνο όσον αφορά στα απαραίτητα, είτε τούτα αφορούν στην παροχή κάποιων τεχνικών επαγγελματικών υπηρεσιών, κάποιων συνεργασιών και κάποιων υπηρεσιών εξυπηρέτησης της καθημερινότητάς τους.
Το φαινόμενο καθίσταται ακόμα πιο έντονο όταν προσμετρηθεί και η ενίσχυση της δυνατότητας αυτοεξυπηρέτησης της καθημερινότητας αυτών των «μικρών χωριών» από άλλους ομοεθνείς τους, που δεν ανήκουν στην τάξη των εύρωστων «επενδυτών», αλλά στην τάξη των καθημερινών επαγγελματιών και μικροεπιχειρηματιών. Με αποτέλεσμα, η πολυπόθητη και αναμενόμενη διάχυση και διακίνηση πολιτισμικών ιδεών, χρημάτων και ανθρώπινων επαφών να μην πραγματοποιείται στον βαθμό που θα έπρεπε ώστε να προκύψει εκείνη η αναγκαία σύμφυση σε οικονομικό και κοινωνικό επίπεδο που θα μας εμπλούτιζε ουσιαστικά και όχι μόνο λογιστικά. Και λόγω αυτής της υστέρησης, το όποιο κοινωνικοοικονομικό χάσμα μεταξύ ντόπιων και ξένων καθίσταται όλο και πιο εμφανές. Και ενώ προς το παρόν επικεντρωνόμαστε στις συνέπειες αυτού του φαινομένου στη στέγαση, η τελευταία είναι απλά η κορυφή ενός παγόβουνου που συνεχώς γιγαντώνεται.
Το συγκεκριμένο φαινόμενο δεν έχει μελετηθεί όσο πρέπει και στο βάθος που πρέπει. Όπως δεν έχει μελετηθεί και η πιθανότητα κάποιας ραγδαίας μεταβολής του από μια τυχόν αλλαγή του «μείγματος» ντόπιων και ξένων. Αλλά θα έπρεπε. Επειδή μόνο αν κατανοήσουμε τις παραμέτρους και τις μεταβλητές του ζητήματος θα μπορέσουμε να σχεδιάσουμε την πρέπουσα πολιτική διαχείριση του προς όφελος του τόπου μας. Εκτός, φυσικά, και αν θεωρούμε ότι όσο βγάζουμε χρήματα πουλώντας οτιδήποτε έχουμε, για όσο έχουμε τον όποιο πελάτη, είναι αρκετό και ικανοποιητικό.
Και πριν προλάβουν κάποιοι να φέρουν ως παράδειγμα άλλους γνωστούς και πολύ προβεβλημένους γειτονικούς προορισμούς, όπου οι «ντόπιοι» και οι «ξένοι» απλώς συνυπάρχουν και ελάχιστα αλληλοεπιδρούν ουσιαστικά, καλό θα ήταν να θυμηθούν ότι σε εκείνες τις χώρες, που δεν τις ονοματίζουμε για λόγους δεοντολογίας, το κράτος ουσιαστικά επιχορηγεί, τόσο το υψηλό επίπεδο διαβίωσης των γηγενών όσο και τις επενδύσεις των ξένων, οι οποίες εξαρτούνται σχεδόν αποκλειστικά από την πολιτική και οικονομική προστασία των απολυταρχικών ηγεσιών των χωρών αυτών, και όπου το κράτος δικαίου δεν έχει καμιά σχέση με τα δικά μας ευρωπαϊκά και δυτικά πρότυπα. Γι’ αυτό ας μην κρίνουμε εξ ιδίων τα αλλότρια και ας αναζητήσουμε τη δέουσα καθοδήγηση, επειδή δεν είναι όλα τόσο απλά ώστε να χωρέσουν σε έναν ισολογισμό και σε μια λογιστική θεώρηση των πραγμάτων. Και σίγουρα δεν είναι όλα τόσο απλά ώστε να χωρέσουν σε ένα σλόγκαν και σε μια επίπλαστη και εύκολα ανατρεπόμενη αφηγηματική.