Η κυπριακή οικονομία εξακολουθεί να βιώνει τις επιπτώσεις της κρίσης του 2013, με τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια (ΜΕΔ) και το υψηλό χρέος του ιδιωτικού τομέα να παραμένουν εμπόδιο για τη βιώσιμη ανάπτυξη, επισημαίνεται σε έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου για την Κύπρο, στην οποία αναλύονται τα αποτελέσματα της αξιολόγησης που διεξήχθη τον Μάρτιο.
«Η επίλυση των παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων, η συνεχιζόμενη απομόχλευση του ιδιωτικού τομέα και η ενίσχυση του θεσμικού πλαισίου είναι κρίσιμοι παράγοντες για τη μετάβαση σε ένα μοντέλο ανάπτυξης που βασίζεται στις επενδύσεις. Η πλήρης επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων θα απελευθερώσει σημαντικούς πόρους, θα βελτιώσει το επενδυτικό κλίμα και θα επιτρέψει στην Κύπρο να αξιοποιήσει πλήρως το αναπτυξιακό της δυναμικό», τονίζεται στην έκθεση.
Η αξιολόγηση του ΔΝΤ για το 2025 σκιαγραφεί την εικόνα ενός τραπεζικού τομέα που έχει ξαναχτίσει τα θεμέλιά του.
«Ο τραπεζικός τομέας διαθέτει σημαντικά αποθέματα κεφαλαίου και ρευστότητας, ενώ οι χρηματοοικονομικοί κίνδυνοι φαίνονται καλά περιορισμένοι», σημειώνει η έκθεση, υπογραμμίζοντας την αξιοσημείωτη ανάκαμψη από τις υπαρξιακές απειλές των αρχών της δεκαετίας του 2010. Σήμερα, οι τράπεζες της Κύπρου διαθέτουν μερικούς από τους υψηλότερους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας στην ευρωζώνη, ενώ η κερδοφορία τους αυξήθηκε για δεύτερη συνεχή χρονιά, υποστηριζόμενη από τα υψηλότερα περιθώρια επιτοκίων, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα σφίγγει την πολιτική της.
Η ρευστότητα είναι επίσης άφθονη. Οι δείκτες δανείων προς καταθέσεις των τραπεζών παραμένουν σε ικανοποιητικά χαμηλά επίπεδα, αντανακλώντας τόσο τη συντηρητική δανειοδότηση όσο και τις ισχυρές εισροές καταθέσεων. Ο τομέας είναι ιδιαίτερα συγκεντρωμένος -τρία ιδρύματα ελέγχουν το 80% των δανείων- αλλά το ΔΝΤ κρίνει ότι οι συστημικοί κίνδυνοι είναι «καλά περιορισμένοι» υπό τις τρέχουσες συνθήκες.
Η κληρονομιά
Παρά τα πλεονεκτήματα αυτά, η κληρονομιά της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2013 εξακολουθεί να βαραίνει την οικονομία.
«Αν και τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια συνεχίζουν να μειώνονται, παραμένουν σε υψηλά επίπεδα. Τα περισσότερα ΜΕΔ έχουν μεταφερθεί με επιτυχία εκτός του τραπεζικού συστήματος και δεν αποτελούν πλέον σημαντικό πρόβλημα για τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Η συνεχιζόμενη επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων αναμένεται να επιταχυνθεί, δεδομένης της πλήρους λειτουργίας του πλαισίου των εκποιήσεων και της ισχυρής υιοθέτησης του Σχεδίου Ενοίκιο Έναντι Δόσης», αναφέρεται στην έκθεση του ΔΝΤ.
Μέχρι το τέλος του 2024, ο δείκτης μη εξυπηρετούμενων δανείων είχε μειωθεί στο 6,2% των ακαθάριστων δανείων (ή 3,1% σύμφωνα με τα πρότυπα της Ευρωπαϊκής Αρχής Τραπεζών), μια ουσιαστική βελτίωση σε σχέση με τα διψήφια επίπεδα που παρατηρούνταν μόλις λίγα χρόνια πριν. Ωστόσο, η ιστορία δεν τελειώνει εδώ. Το μεγαλύτερο μέρος των «παλαιών» μη εξυπηρετούμενων δανείων -που ανέρχονται σε σχεδόν 60% του ΑΕΠ- βρίσκεται πλέον σε εταιρείες εξαγοράς πιστώσεων (ΕΕΠ), εξειδικευμένους φορείς που έχουν ως αποστολή την ανάκτηση αξίας από αυτά τα προβληματικά περιουσιακά στοιχεία.
Η μεταφορά αυτή έχει σταθεροποιήσει τις τράπεζες, αλλά ο αργός ρυθμός επίλυσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων εκτός του τραπεζικού τομέα εξακολουθεί να αποτελεί εμπόδιο για την ευρύτερη οικονομία.
«Το απόθεμα των παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων, που κατέχουν κυρίως οι ΕΕΠ, παραμένει υψηλό, με τη διαδικασία εξυγίανσης να προχωρά αργά», προειδοποιεί το ΔΝΤ, προσθέτοντας ότι «ένα σταθερό και λειτουργικό πλαίσιο εκποιήσεων, χωρίς περαιτέρω αλλαγές, είναι κρίσιμο για την επιτάχυνση της εξυγίανσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ενώ οι βελτιώσεις στην αποτελεσματικότητα του δικαστικού συστήματος και των εξωδικαστικών διαδικασιών θα είναι καθοριστικές».
Χρέος του ιδιωτικού τομέα
Το χρέος του ιδιωτικού τομέα της Κύπρου παραμένει από τα υψηλότερα στην ευρωζώνη, ακόμη και αν η συνολική τάση είναι πτωτική.
«Το χρέος του ιδιωτικού τομέα (νοικοκυριά και επιχειρήσεις) παραμένει υψηλό σε σύγκριση με άλλες χώρες της ζώνης του ευρώ, αν και η τάση είναι πτωτική. Τα νοικοκυριά παρουσιάζουν υψηλό χρέος, αλλά μεγάλο μέρος αυτού βρίσκεται εκτός του τραπεζικού συστήματος -κυρίως ως παλαιά μη εξυπηρετούμενα δάνεια σε ΕΕΠ- περιορίζοντας τον άμεσο αντίκτυπο των υψηλότερων επιτοκίων στο βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους», σημειώνει το ΔΝΤ.
Στον εταιρικό τομέα η απομόχλευση συνεχίζεται με γρήγορους ρυθμούς.
«Οι μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις συνέχισαν να μειώνουν τον δανεισμό τους και να ενισχύουν τη ρευστότητά τους», παρατηρεί η έκθεση, αντανακλώντας μια προσεκτική προσέγγιση στις νέες επενδύσεις και μια εστίαση στην αποκατάσταση του ισολογισμού. Εν τω μεταξύ, οι νέες χορηγήσεις δανείων προς τα νοικοκυριά δείχνουν σημάδια ανάκαμψης, ιδίως στον τομέα των ενυπόθηκων δανείων, καθώς η εμπιστοσύνη επιστρέφει σταδιακά.
Επενδύσεις
Το ΔΝΤ συνδέει άμεσα την επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων με τις προοπτικές για ανάπτυξη με βάση τις επενδύσεις.
«Η επίλυση των παλαιών μη εξυπηρετούμενων δανείων αναμένεται να συμβάλει στην κινητοποίηση του εγχώριου κεφαλαίου», αναφέρει η έκθεση. Η λογική είναι απλή: καθώς επιλύονται τα προβληματικά περιουσιακά στοιχεία, απελευθερώνεται κεφάλαιο και εξασφαλίσεις, βελτιώνοντας την πιστοληπτική ικανότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Αυτό, με τη σειρά του, θα ενισχύσει την αποταμίευση, θα επιτρέψει τη λήψη νέων δανείων και, τελικά, θα υποστηρίξει υψηλότερα επίπεδα εγχώριων επενδύσεων.
Το ΔΝΤ διευκρινίζει: «Η περαιτέρω επίλυση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η βελτίωση των ισολογισμών των δανειοληπτών θα ενισχύσουν τη φερεγγυότητα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, αυξάνοντας την ικανότητα αποταμίευσης και επανεπένδυσης». Η έκθεση επισημαίνει επίσης τη σημαντική μείωση του κόστους κινδύνου για τις μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις, αποδίδοντάς την στη δημοσιονομική εξυγίανση, την ενίσχυση του τραπεζικού τομέα και τη συνεχιζόμενη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων - ένας θετικός κύκλος που, θεωρητικά, θα πρέπει να μειώσει το κόστος δανεισμού και να τονώσει τη δημιουργία κεφαλαίου.
Πολιτικές προτεραιότητες
Παρότι η πρόοδος είναι αναμφισβήτητη, το ΔΝΤ προειδοποιεί να μην επικρατήσει εφησυχασμός. Η έκθεση προτρέπει τις κυπριακές Αρχές να διατηρήσουν σταθερή πορεία στις νομικές και θεσμικές μεταρρυθμίσεις: «Το πλαίσιο εκποιήσεων θα πρέπει να παραμείνει σε ισχύ και να παρέχει νομική βεβαιότητα για τη διαδικασία, χωρίς περαιτέρω αλλαγές. Η μεγαλύτερη από την αναμενόμενη αποδοχή του προγράμματος μετατροπής ενυπόθηκων δανείων σε ενοίκια θα συμβάλει επίσης στη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Ταυτόχρονα, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στο δικαστικό σύστημα και βελτιώσεις στις εξωδικαστικές διαδικασίες για την περαιτέρω επιτάχυνση της διαδικασίας εξυγίανσης».