Παρά τις συνεχείς προσπάθειες προβολής του ενδιαφέροντος και της προσπάθειας επίλυσης προβλημάτων της καθημερινότητας των πολιτών, η πολιτική ηγεσία, τόσο της εκτελεστικής εξουσίας όσο και των κομμάτων, αποτυγχάνει να πείσει τόσο για την ικανότητά της όσο και για τη δυνατότητά της να το πράξει αποτελεσματικά και γρήγορα.
Πριν εξετάσουμε τους λόγους αυτής της αδυναμίας και το αίσθημα απαρέσκειας και αγανάκτησης που δημιουργεί στην κοινή γνώμη και που επενεργεί προσθετικά στα υπόλοιπα μικρά και μεγάλα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο πολίτης, αξίζει να δούμε δύο από αυτά τα καθημερινά προβλήματα που όντως δύνανται να τον ταλαιπωρούν, και αν θα μπορούσε πραγματικά η πολιτική τάξη να επιλύσει.
Το πρώτο, είναι το καθημερινό αίσθημα ταλαιπωρίας στους δρόμους, που οφείλεται σε πολύ συγκεκριμένους λόγους, ήτοι: στην αποκέντρωση των αστικών μας περιοχών λόγω της νοοτροπίας μας για ιδιοκατοίκηση σε μονοκατοικίες που η κατασκευή τους μακριά από τους χώρους συγκέντρωσης της απασχόλησης, ενέτειναν το πρόβλημα της κυκλοφορικής συμφόρησης. Τούτο σε συνδυασμό με την αυτοκίνηση, που επίσης είναι ζήτημα νοοτροπίας, οδήγησαν στη σημερινή κατάσταση. Ασθμαίνοντα αστικά κέντρα, μόνιμα μποτιλιαρισμένοι δρόμοι κατά τη διάρκεια των ωρών αιχμής και αδυναμία διαχείρισης των αναγκών επαρκούς δημόσιας διασυνδεσιμότητας μεταξύ των περιοχών που ζούμε με των περιοχών που εργαζόμαστε. Αυτό το πρόβλημα δεν μπορεί πλέον κανένας πολιτικός και καμιά κυβέρνηση να το λύσει, επειδή προκλήθηκε και θα συνεχίσει να προκαλείται από τη δική μας αντιφατική συμπεριφορά και νοοτροπία που μας θέλει να έχουμε μεγάλο σπίτι με αυλή, δύο-τρία αυτοκίνητα και δουλειά σε κάποιο μεγάλο οργανισμό του δημόσιου ή ιδιωτικού τομέα που, συνήθως, βρίσκεται στο αστικό κέντρο. Σήμερα, δε, με την κρίση στέγασης που έχει προκύψει, το πρόβλημα καθίσταται ακόμα πιο μεγάλο, ειδικά αν αφήσουμε τις πόλεις μας να «απλωθούν» ακόμα περισσότερο.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι το καθημερινό αίσθημα ασφάλειας. Ούτε αυτό μπορεί να επιλυθεί επειδή πλέον διαβρώθηκε σε εξαιρετικά μεγάλο βαθμό το κοινωνικό συμβόλαιο, η οικονομική ανισότητα είναι εμφανέστατη, και η πληθυσμιακή και πολιτισμική ομοιογένεια που κάποτε μας χαρακτήριζε ως μικρό μέρος έπαψε να υπάρχει. Όση Αστυνομία και αν «βγάλουμε» στους δρόμους, το πρόβλημα δεν πρόκειται να λυθεί.
Αν προσθέσουμε στα δύο πιο πάνω προβλήματα που απασχολούν έντονα τους πολίτες, και την πλειάδα των τόσων άλλων ζητημάτων όπως εκείνου του ενεργειακού κόστους, της ικανοποιητικής απασχόλησης των νέων επιστημόνων μας, της αυτοακυρωθήσας ανακύκλωσης και αειφορίας, της προβληματικής Τοπικής Αυτοδιοίκησης, της ανεπάρκειας στους τομείς της δημόσιας υγείας και κοινωνικής πρόνοιας, και τέλος της ελλειμματικής δημόσιας εκπαίδευσης της οποίας η πολιτική διοίκηση επικεντρώνεται κυρίως στη διαχείριση των εργαζομένων του κλάδου αντί στον μαθητή, τότε διαφαίνεται μια κοινή συνισταμένη που τα διατέμνει, που δεν είναι άλλη από την προβληματική νοοτροπία μας που μας οδηγεί σε αντιφατικές και συμπλεγματικές συμπεριφορές, που αφορούν περισσότερο τη συμπεριφορική οικονομία παρά την πολιτική οικονομία.
Οπότε, αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι ικανότερους πολιτικούς ηγέτες, ούτε καλύτερους διευθυντές, ούτε περισσότερες κανονιστικές ρυθμίσεις, αλλά ένα νέο παράδειγμα παιδείας. Παιδείας που δεν θα αρχίζει και να σταματά στην τάξη και στο πτυχίο, αλλά θα διευρυνθεί και θα φτάσει στους γονείς και στους ενήλικες, γηγενείς και μη. Χρειαζόμαστε αυτό που είχαμε πει πριν πολλά χρόνια ότι μας λείπει. Ένα νέο ολοκληρωμένο κοινωνικό συμβόλαιο που θα καταστεί κοινός τρόπος του σύγχρονου βίου μας στη σημερινή Κύπρο, όπως αυτή μας προέκυψε και όχι όπως αυτή που δύνανται να ονειρεύονται κάθε λογής πολιτικοί τσαρλατάνοι των δύο άκρων του ιδεολογικού τόξου. Δηλαδή, μια νέα πραγματιστική δέσμη κοινών αρχών συμπεριφοράς με έμφαση στην «περηφάνια του διαφαινόμενου μέλλοντός μας» αντί στη «μιζέρια του παρελθόντος μας», που ευθύνεται για τη δυστυχία των νέων μας ανθρώπων. Γι' αυτό απαιτείται μια, κατ' ουσία σύγχρονη και αναγεννησιακή «πολιτική αγωγή» που θα θέσει πρακτικά τις αναγκαίες εκείνες βάσεις για μια νέα συνετή κοινωνία, που θα ξεπεράσει επιτέλους την παρατηρούμενη πολιτισμική φαυλότητα, αφού οι σημερινοί δυστυχισμένοι, με βάση επίσημες μετρήσεις, νέοι μας δεν είναι τίποτε άλλο από τους μελλοντικούς, επίσης δυστυχισμένους, πολίτες μας, αν το καταλάβαμε.
Αλλά κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να το κάνουμε σύντομα, επειδή κανένας από τους ηγέτες μας δεν ασπάζεται αυτή την ανάγκη, αφού είναι -με εξαίρεση μια χούφτα άτομα που θα μπορούσα να ονοματίσω αλλά δεν το πράττω για λόγους δεοντολογίας- και εκείνοι προϊόντα και παράλληλα θιασώτες του σημερινού έωλου κοινωνικοπολιτιστικού μας «οικοσυστήματος» που αναπαράγει στρεβλώσεις, επανεπενδύει στην κουτοπονηριά, καπηλεύεται την αγανάκτηση και αναλώνει την όποια ψευδεπίγραφη ορθότητά του στην παροδική ματαιοδοξία κάθε μορφής εφήμερου κυνικού κομπασμού.






