Ρυθμίσεις για την τηλεργασία, που να διασφαλίζουν ισονομία μεταξύ του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ζητεί η Ομοσπονδία Εργοδοτών και Βιομηχάνων (ΟΕΒ).
Σε επιστολή που απέστειλε στην Επιτροπή Οικονομικών της Βουλής τη Δευτέρα, με αφορμή τη νομοθετική επεξεργασία προτεινόμενης νομοθεσίας για την τηλεργασία, ο γενικός διευθυντής της Ομοσπονδίας, Μιχάλης Αντωνίου, κάνει λόγο για ένα αυστηρό πλαίσιο ευθυνών για τους εργοδότες του ιδιωτικού τομέα.
Βάσει του περί Ρύθμισης του Πλαισίου Οργάνωσης της Τηλεργασίας Νόμου του 2023, εξηγεί, έχουν εισαχθεί υποχρεώσεις σε σχέση με τις ευθύνες των εργοδοτών του ιδιωτικού τομέα, για τους οποίους εφαρμόζεται η νομοθεσία και οι οποίες αφορούν την ασφάλεια και υγεία των εργαζομένων που επιλέγουν να απασχοληθούν με την μορφή της τηλεργασίας. Συγκεκριμένα, αναφέρει, το άρθρο 9 ορίζει ότι ο εργοδότης οφείλει να:
1. «έχει στη διάθεσή του κατάλληλη και επαρκή γραπτή εκτίμηση των υφιστάμενων κατά την τηλεργασία κινδύνων»
2. «καθορίζει τα προληπτικά και προστατευτικά μέτρα που πρέπει να ληφθούν με βάση τη γραπτή εκτίμηση των κινδύνων»
3. «παρέχει τέτοιες πληροφορίες, οδηγίες και εκπαίδευση για τη διασφάλιση της ασφάλειας και υγείας των εργοδοτουμένων του».
«Οι διατάξεις αυτές εφαρμόζονται συμπληρωματικά με τον περί Ασφάλειας και Υγείας στην Εργασία Νόμο, καθιερώνοντας ένα αυστηρό πλαίσιο ευθυνών για τους εργοδότες του ιδιωτικού τομέα για χώρους που χρησιμοποιούνται από τους εργαζόμενους κατά τη διάρκεια της τηλεργασίας, π.χ. σπίτια και διαμερίσματα, στους οποίους δεν υπάρχει πρόσβαση ή/και τρόπος ελέγχου ή/και επιτήρησης», σημειώνει.
Αντίθετα, υποδεικνύει, σύμφωνα με το προτεινόμενο νομοσχέδιο με τίτλο «περί της Ρύθμισης της Τηλεργασίας στη Δημόσια Υπηρεσία Νόμος του 2025» το οποίο βρίσκεται ενώπιον της Επιτροπής, δεν προβλέπονται ανάλογες ρυθμίσεις για ευθύνες του κράτους ως εργοδότη.
Σημειώνεται ότι η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Οικονομικών μελέτησε το νομοσχέδιο για την τηλεργασία στο Δημόσιο σε έξι συνεδριάσεις της και βρίσκεται στην ατζέντα της ολομέλειας της Πέμπτης προς ψήφιση.
Σύμφωνα με τον κ. Αντωνίου, το νομοσχέδιο περιορίζεται στη ρύθμιση διαδικαστικών ζητημάτων (προϋποθέσεις τηλεργασίας, ποσοστά, διαδικασία έγκρισης), χωρίς να εισάγει ρητές υποχρεώσεις του εργοδότη σε θέματα ασφάλειας και υγείας.
«Αυτό οδηγεί σε δύο διαφορετικές νομοθετικές ρυθμίσεις, όπου στον ιδιωτικό τομέα προβλέπονται πρόσθετες ευθύνες και επιβαρύνσεις, ενώ στον δημόσιο τομέα ο εργοδότης δεν έχει ανάλογες ευθύνες», τονίζει.
Η ύπαρξη διαφορετικών κανόνων για την ίδια μορφή απασχόλησης στη βάση του τομέα απασχόλησης, ιδιωτικού vs δημόσιου, δεν είναι συμβατή με την αρχή της ισότιμης μεταχείρισης, υπογραμμίζει, προσθέτοντας ότι οι κίνδυνοι που προκύπτουν από την τηλεργασία είναι οι ίδιοι ανεξαρτήτως εργοδότη, συνεπώς οι υποχρεώσεις σε θέματα ασφάλειας και υγείας πρέπει να είναι ενιαίες.
Επιπλέον, σημειώνεται ότι βάσει του Ν. 120(I)/2023, ο εργοδότης αναλαμβάνει το κόστος με το οποίο επιβαρύνεται ο εργοδοτούμενος από την τηλεργασία, αναφορά που και πάλι δεν υπάρχει στο προτεινόμενο νομοσχέδιο που αφορά τη δημόσια υπηρεσία, γεγονός που επιτείνει τη δυσφορία στους εργοδότες του ιδιωτικού τομέα.
Υπενθυμίζεται ότι το νομοσχέδιο αποτελεί μέρος του πακέτου μέτρων που προωθεί η εκτελεστική εξουσία αναφορικά με τη ρύθμιση ευέλικτων μορφών απασχόλησης στη δημόσια υπηρεσία, στο οποίο περιλαμβάνεται η μικτή τηλεργασία, δηλαδή η δυνατότητα τηλεργασίας για συγκεκριμένο αριθμό ημερών εντός του ημερολογιακού έτους, σε συνδυασμό με την εργασία μέσω φυσικής παρουσίας στον τόπο εργασίας.
Η ρύθμιση ευέλικτων μορφών απασχόλησης έχει περιληφθεί στο Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΣΑΑ). Σύμφωνα με το δεύτερο ορόσημο της συγκεκριμένης μεταρρύθμισης του ΣΑΑ, η υλοποίηση ευέλικτων μορφών απασχόλησης προβλεπόταν να τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2025.
Το ορόσημο συνδέεται με την καταβολή της έβδομης δόσης από το ΣΑΑ, για την οποία το σχετικό αίτημα πληρωμής θα υποβληθεί μέχρι τα τέλη του 2025.






