Δυστυχώς, για ακόμα μια φορά στις τόσες που προηγήθηκαν, η Κύπρος ξαναβρίσκεται διασυνδεδεμένη με προβληματικές επιχειρηματικές πρακτικές και εκτίθεται διεθνώς. Δυστυχώς, τούτο είναι απότοκο όχι κάποιας συνωμοσίας ή κάποιας κακοπροαίρετης ανταγωνιστικής συμπεριφοράς ξενοκίνητων πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων, αλλά μιας παγιωμένης κατάστασης με βαθιές ρίζες στο γηγενές σύστημα παροχής τραπεζικών και επαγγελματικών υπηρεσιών, προβληματικής θεσμικής εποπτείας και ελέγχου και εγγενούς αδυναμίας αντίληψης της ανάγκης πραγματικού μετασχηματισμού του brand μας μέσω της ουσιαστικής διαφοροποίησης των συστατικών του στοιχείων. Μιας διαφοροποίησης που θα έπρεπε να είχε στόχο τόσο τις αγορές-στόχους όσο και εκείνους τους κρατικούς και μη φορείς στην Ευρώπη και αλλού που ενδιαφέρονται για τα ζητήματα στα οποία βρισκόμαστε συχνά-πυκνά «μπλεγμένοι».
Ας τα πάρουμε, λοιπόν, με τη σειρά.
Πρώτον, η Κύπρος δεν υπήρξε και ούτε κατέστη ακόμη προτιμητέο διεθνές επιχειρηματικό κέντρο κύρους, αλλά ένας οπορτουνιστικός προορισμός επιχειρηματικών συμφερόντων που ελκύονταν από έναν συνδυασμό φορολογικών πλεονεκτημάτων, ικανοποιητικών επαγγελματικών υπηρεσιών και ελλιπούς θεσμικού εποπτικού πλαισίου, που αδυνατούσε και συνεχίζει να αδυνατεί να καταστεί αποτελεσματικό όχι λόγω της απουσίας εξειδικευμένης ικανότητας του ανθρώπινου δυναμικού του ή απουσίας επαρκούς οργάνωσης και νομοθετικού πλαισίου, αλλά λόγω της απουσίας επαρκούς δυνατότητας, απότοκης του μεγέθους των ιδίων των θεσμών συγκριτικά με το μέγεθος των τομέων που καλούνται να εποπτεύσουν. Αυτό πάντα ήταν πρόβλημα και πάντα θα είναι.
Δεύτερον, η Κύπρος διαχρονικά στόχευε και προσέλκυε προβληματικούς πελάτες από αγορές που είτε δεν τους ανέχονταν, είτε ήταν και αυτές προβληματικές για μια σειρά από δικούς τους πολιτικούς και οικονομικούς λόγους. Αγορές και πελάτες, δηλαδή, που άλλοι πιο αξιόπιστοι από εμάς επιχειρηματικοί προορισμοί είτε δεν ήθελαν είτε δεν μπορούσαν, λόγω αυστηρότερων πλαισίων και διαδικασιών, να προσελκύσουν απευθείας, αφήνοντάς μας το πεδίο ελεύθερο ή ακόμα και χρησιμοποιώντας μας ως αναλώσιμη ποσότητα, πράγμα που έγινε και γίνεται.
Τρίτον, η σύνθεση των γηγενών επαγγελματικών τομέων που εξυπηρετούσαν και εξυπηρετούν αυτό το πελατολόγιο δεν πολυενδιαφερόταν για τη φήμη της χώρας και για την έννοια της ηθικής επαγγελματικής πρακτικής, λόγω της αντικειμενικά χαμηλής συνολικής της παιδείας και του αντικειμενικά υψηλού κυνισμού της, απότοκα και τα δύο της νοοτροπίας μας.
Τέταρτον, η μονοσήμαντη προσκόλλησή μας σε ένα μόνο πλαίσιο επαγγελματικού προσδιορισμού, αφού η Κύπρος απέτυχε να ενδιαφερθεί να αναπτύξει και άλλους κλάδους διεθνούς αποτυπώματος που θα μπορούσαν να συνεισφέρουν στο «μείγμα» που αποτελεί την ταυτότητά της. Ενώ, για παράδειγμα, το Λονδίνο ή άλλες μικρότερες και συγκρίσιμες με εμάς πόλεις και χώρες, που επίσης εμπλέκονται με προβληματικά επαγγελματικά περιστατικά, έχουν και μπορούν να δείξουν και αρκετά θετικά χαρακτηριστικά και έτσι να διαφοροποιήσουν το μείγμα της συνολικής ταυτότητάς τους, «διυλίζοντας» τις όποιες προβληματικές πρακτικές τους, εμείς δεν έχουμε ούτε ενδιαφερθήκαμε ποτέ σοβαρά να αποκτήσουμε ένα πολυσύνθετο μείγμα ταυτότητας. Αντίθετα, αφήσαμε τις συγκεκριμένες πρακτικές να απλωθούν παντού και να ποδηγετήσουν τη συνολική οικονομική μας ταυτότητα. Αποτέλεσμα του συνδυασμού και της αλληλοεπίδρασης των προαναφερθέντων είναι να βρισκόμαστε ακόμα σε δύσκολη θέση όσον αφορά όχι μόνο την εικόνα μας αλλά κυρίως την πραγματική μας ταυτότητα.
Τα πράγματα άρχισαν να παρουσιάζουν σημεία βελτίωσης τα τελευταία χρόνια με την εμπλοκή διωκτικών υπηρεσιών τρίτων χωρών, που ελεύθερα από τις παγιωμένες εσωτερικές εξαρτήσεις, μπόρεσαν, σε κάποιο βαθμό, να μας υποχρεώσουν να προβούμε σε κάποιες μεταρρυθμίσεις και σε κάποιες βελτιώσεις. Αλλά όπως η άνοιξη δεν έρχεται μόλις κάνει την εμφάνισή του ένα μόνο χελιδόνι, έτσι και η Κύπρος δεν θα αλλάξει από τη μια στιγμή στην άλλη, επειδή ήρθε το όποιο FBI και πηγαινοέρχονται οι οποιοδήποτε ξένοι και μας «κάνουν σεμινάρια» ή επειδή δαπανούμε κάποια χρήματα σε εκστρατείες δημοσίων σχέσεων.
Η πραγματική αλλαγή θα επέλθει μόνο όταν αλλάξουμε ουσιαστικά, ριζικά και αμετάκλητα τα συστατικά στοιχεία της οικονομικής μας ταυτότητας και αν πετύχουμε να προβάλλουμε και να πείσουμε γι' αυτόν τον μετασχηματισμό μας. Πρώτο «κλείνοντας» κάθε πόρτα, παράθυρο και χαραμάδα σε οπορτουνιστικά και σκιώδη συμφέροντα και δεύτερο, προσελκύοντας πραγματικά αξιόπιστα και εγνωσμένου διεθνούς κύρους επιχειρηματικά συμφέροντα υψηλής επαγγελματικής ποιότητας και αναγνωσιμότητας. Πράγμα που ούτε μπορούμε ακόμα, αλλά κυρίως ούτε ίσως να θέλουμε, να πράξουμε επειδή τούτο προϋποθέτει τεράστια προσπάθεια για την οποία δεν έχουμε ούτε την τεχνική και την οικονομική δυνατότητα, αλλά ούτε και την απαιτούμενα απαραίτητη ισχυρή εγχώρια πολιτική και επαγγελματική θέληση και θεσμική δύναμη για να φέρουμε εις πέρας.
Αλλά όσο το καθυστερούμε, καλό είναι να γνωρίζουμε ότι κινδυνεύουμε να χάσουμε και κάποιες μεμονωμένες ξένες επιχειρήσεις πραγματικά υψηλής ποιότητας που βρέθηκαν εδώ, και που δεν χαίρονται κάθε φορά που το όνομα της Κύπρου διασύρεται διεθνώς. Και που γι' αυτό τον λόγο συνεχίζουν να διατηρούν δυσανάλογα χαμηλό προφίλ σε σχέση με το ποιες είναι στην πραγματικότητα και το πόσο ωφέλιμες θα μπορούσαν να καταστούν στην προσπάθειά μας να αλλάξουμε επιχειρηματική ταυτότητα, αφού φοβούνται μήπως και επηρεαστεί και το δικό τους «brand» από τις δικές μας άτσαλες και προβληματικές επαναλαμβανόμενες συμπεριφορές, που δεν αξιωνόμαστε να τερματίσουμε μια και καλή...






