Ο Μάριος Κωνσταντίνου (ψευδώνυμο) γεννήθηκε το 1946. Καταγόταν από πολύτεκνη οικογένεια με 10 παιδιά. Μετά τον γάμο του με την Ανδρούλλα, κατοίκησε μόνιμα σε χωριό της επαρχίας Λευκωσίας. Ήταν ειδικός αστυφύλακας και πατέρας τεσσάρων παιδιών, που το 1974 ήταν 8, 5, 2 χρόνων και το τελευταίο 8 μηνών, και τα φίλησε και πήγε στον πόλεμο να πολεμήσει για την πατρίδα. Ήταν σαν σήμερα, 20 Ιουλίου, πριν από 51 χρόνια, που όταν άρχισε η τουρκική εισβολή, κατατάγηκε έφεδρος στο Γυμνάσιο Κύκκου, μαζί με τον αδελφό του, ενώ επιτάχθηκε και το όχημά του, τύπου pick-up. Το απόγευμα της 20ής Ιουλίου, αριθμός εφέδρων μεταφέρθηκε από το Γυμνάσιο Κύκκου στην περιοχή Ομορφίτας - Τράχωνα - Νεάπολης - Βορείου Πόλου, η οποία βρισκόταν υπό την ευθύνη του 211 Τάγματος Πεζικού. Μεταξύ τους και τα δύο αδέλφια που τοποθετήθηκαν σε φυλάκιο της Ομορφίτας, το οποίο γειτνίαζε με τον Τράχωνα, κοντά στον λόφο του Χοιροστασίου, όπου διεξήχθησαν φοβερές μάχες κατά τις πρώτες ημέρες της εισβολής.
Εξαφανίστηκε 22/7/74
Μέχρι την Τρίτη 22 Ιουλίου, οι άνδρες της Εθνικής Φρουράς κατάφερναν και απέκρουαν με επιτυχία τις επιθέσεις. Στις 4:00 το απόγευμα εκείνης της ημέρας, ανακοινώθηκε εκεχειρία. Τότε, ο Μάριος και ο αδελφός του, μαζί με δύο άλλους εφέδρους, μετέβησαν σε σπίτι της περιοχής και προμηθεύτηκαν τρόφιμα και νερό από τους ένοικούς του, οι οποίοι δεν το είχαν εγκαταλείψει. Ξαφνικά, όμως, η περιοχή άρχισε πάλι να βάλλεται με όλμους από τα τουρκικά στρατεύματα. Οι τέσσερις άνδρες αποφάσισαν να επιστρέψουν στο φυλάκιό τους δύο-δύο και σε διαφορετικό χρόνο για ασφάλεια. Πρώτα, αναχώρησαν για το φυλάκιο ο αδελφός του Μάριου με έναν έφεδρο και μισή περίπου ώρα μετά, αναχώρησαν οι άλλοι δύο. Εν τω μεταξύ, τις βολές των όλμων ακολούθησε μεγάλη επίθεση τουρκικών στρατιωτικών τμημάτων, και καθώς ήταν πλέον ορατός ο κίνδυνος να περικυκλωθούν όλα τα φυλάκια της Εθνικής Φρουράς, δόθηκαν οδηγίες για οπισθοχώρηση. Άνδρες του φυλακίου τα κατάφεραν, ο Μάριος και ο έφεδρος που ήταν μαζί του, όχι. Από τα αποτελέσματα των επιστημονικών εξετάσεων που έγιναν στο ανθρωπολογικό εργαστήρι της ΔΕΑ, διαφάνηκε ότι ο θάνατος του Μάριου προήλθε από βλήμα σφαίρας που δέχτηκε στο πλαγιομετωπικό μέρος του κρανίου, ενόσω πολεμούσε κατά του Τούρκου εισβολέα. Τα οστά του βρέθηκαν τον Νοέμβριο του 2015 σε ομαδικό τάφο 16 ατόμων στην περιοχή Τράχωνα και ταυτοποιήθηκαν με τη μέθοδο DNA. Από τα ευρήματα στον ομαδικό τάφο, διαφάνηκε ότι οι οπλίτες αυτοί, δεν συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, αφού δίπλα τους βρέθηκαν φυσιγγιοθήκες με σφαίρες. Η κηδεία έγινε το 2016.
Τα μεγάλα λόγια
Σήμερα, μαύρη επέτειος της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, θα ακουστούν και πάλι τα ίδια τα δακρύβρεχτα μεγάλα λόγια και η συγκίνηση για τους αγνοούμενους και τις ταλαιπωρημένες οικογένειές τους, θα ξεχειλίζει… Ποια, όμως, είναι η πραγματικότητα; Πώς το κράτος αντιμετώπισε τις συζύγους και τα παιδιά των αγνοουμένων/πεσόντων; Το 1975, η σύζυγος του αγνοούμενου/πεσόντος, μητέρα τεσσάρων μωρών, είχε υποβάλει αίτηση για παροχή της χορηγίας που δικαιούταν. «Για τον φάκελο που τηρούσε το Υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων/Επιτροπή Ανακουφίσεως Παθόντων, λάβαμε γνώση του περιεχομένου του μόλις στις 15 Απριλίου 2025, κατόπιν επιστολής που απέστειλε η δικηγόρος μας και πίεσης που ασκήθηκε από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή. Ο φάκελος περιείχε την αίτηση που είχε υποβληθεί από τη μητέρα μας το 1975, για παροχή χορηγήματος εξαρτωμένου εξαφανισθέντος και τα σχετικά πρακτικά της επιτροπής που συνεδρίασε και εξέτασε την αίτηση, κάποιες άλλες αιτήσεις για καταβολή βοηθημάτων και τη σχετικά πρόσφατη αλληλογραφία αίτησης επιδόματος φροντίδας για τη μητέρα μας, λόγω των σοβαρών προβλημάτων υγείας που προέκυψαν και την αδυναμία αυτοεξυπηρέτησης» αναφέρει στον «Π» παιδί του αγνοουμένου/πεσόντος.
Αναπάντητα «γιατί»
Γιατί αυτή η άρνηση να σας δοθεί ο εν λόγω φάκελος του πατέρα σας;
Ύστερα από λεπτομερή ανάλυση του φακέλου και των εγγράφων που περιέχονταν σε αυτόν, διαπιστώσαμε ότι υπήρχε αδιαφάνεια και κατάχρηση των προβλεπόμενων διαδικασιών. Είδαμε την αίτηση που υπέβαλε η μητέρα μας να «απορρίπτεται» με ένα Χ, χωρίς να υπάρχει πρακτικό απόφασης της αρμόδιας επιτροπής. Δηλαδή ακύρωση εκείνης της πρώτης επιταγής από άγνωστο πρόσωπο, για άγνωστο λόγο. Είδαμε, επίσης, ότι η έκθεση που συμπληρώθηκε από λειτουργό κοινωνικής ευημερίας το 1975, περιείχε πολλές ανακρίβειες, λάθη και παραλείψεις, που αν και θέλουμε να το θεωρήσουμε αβλεψία, σε συνδυασμό με όλα τα υπόλοιπα που ακολούθησαν (συνεχείς απορρίψεις αιτημάτων), οδηγούμαστε στο συμπέρασμα ότι ίσως και να υπήρξε προσπάθεια συγκάλυψης. Αυτό που δεν μπορούμε να καταλάβουμε είναι τα κίνητρα όσων τυχόν ενεπλάκησαν σε αυτό, που είχε ως αποτέλεσμα να μην πάρουμε ποτέ επίδομα αγνοουμένου ως οικογένεια, ή και κάποια προσφυγική κατοικία. Το 2023, η μητέρα μας νόσησε σοβαρά με αποτέλεσμα να μην μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί. Τυχαία, ενημερωθήκαμε ότι δικαιούται κάποιο επίδομα φροντίδας που το δικαιούνται όλοι οι χαμηλοσυνταξιούχοι. Η αίτηση της μητέρας μας απορρίφθηκε επανειλημμένα, και κάθε φορά η δικαιολογία ήταν διαφορετική. Μετά την εξαγγελία του Προέδρου της Δημοκρατίας ότι το επίδομα φροντίδας το δικαιούνται και όλοι οι παθόντες πολέμου, υποβάλαμε εκ νέου αίτηση. Για άλλη μια φορά μας αρνήθηκαν και η απάντηση στηριζόταν στο γεγονός ότι δεν ήταν παθούσα πολέμου, ούτε αυτή αλλά ούτε κι εμείς τα παιδιά αγνοούμενου/πεσόντος. Τότε, αφού αποταθήκαμε στην αρμόδια επιτροπή, διαπιστώσαμε ότι δεν μας είχαν χαρακτηρισμένους ως παθόντες της εισβολής του 1974. Μας είχαν για άλλη μια φορά ξεγραμμένους. Το «λάθος» διορθώθηκε και έτσι καταφέραμε μετά από πολλές ενέργειες και προσπάθειες, η μητέρα μας να πάρει το ποσό που δικαιούται για κάλυψη μέρους του μισθού της φροντίστριας.
Κλειστές πόρτες
Ποιοι ήταν οι μεγαλύτεροι γραφειοκρατικοί ή θεσμικοί «τοίχοι» που συναντήσατε σε αυτή την πορεία;
Μέσα από όλη αυτήν την περιπέτεια αναζήτησης μέρους των δικαιωμάτων μας, έστω και μετά από τόσα χρόνια, βρήκαμε μόνο κλειστές πόρτες. Οι αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, δυστυχώς, δεν έδειξαν την ελάχιστη ευαισθησία. Θα έπρεπε, πρωτίστως η Πολιτεία, να ανατρέξει και να δικαιώσει, έστω και ηθικά, τους ανθρώπους που υπέφεραν από την απώλεια των αγαπημένων τους, οι οποίοι θυσίασαν τη ζωή τους για την προάσπιση της ελευθερίας, της νομιμότητας και του κράτους με την ευρύτερή του έννοια. Οι αρμόδιες υπηρεσίες, λοιπόν, όχι μόνο δεν μας διευκόλυναν, αλλά μέσα από διάφορα τεχνάσματα τύπου «προσωπικά δεδομένα», προσπαθούσαν να κερδίσουν χρόνο και να μας αποτρέψουν από την προσπάθεια αναζήτησης της αλήθειας. Οι αιτήσεις, οι επιστολές και οι αποφάσεις των επιτροπών επί των ιδίων αιτημάτων, κρίθηκαν, αν είναι δυνατόν, απαγορευμένα προσωπικά δεδομένα για τον άνθρωπο που τα υπέβαλε και που όφειλαν οι κρατικές υπηρεσίες να του παρέχουν αρκούντως δικαιολογημένες απαντήσεις εγκαίρως, έστω και αρνητικές, απ' ό,τι διαφάνηκε τελικά. Οφείλουμε, όμως, ταυτόχρονα, να ευχαριστήσουμε κάποιους πολιτειακούς θεσμούς, οι οποίοι είδαν το ζήτημα ανθρωπιστικά και βοήθησαν για να πάρουμε τελικά κάποιες από τις πληροφορίες που ζητούσαμε για τόσο καιρό.
Απούσα η Πολιτεία
Πώς επηρεάστηκε η ζωή σας από όλα αυτά που έχετε περάσει;
Η μη ορθή συμπλήρωση της έκθεσης του κοινωνικού λειτουργού, η οποία καθόριζε ότι η οικογένεια είχε τα απαραίτητα για να ζήσει αξιοπρεπώς το 1975, με πολλές αβλεψίες και λάθη, χωρίς ποτέ να αναθεωρηθεί καθώς μεγαλώναμε, επηρέασε αρνητικά τη μετέπειτα πορεία όλων μας. Αν και άριστοι μαθητές, αρχικά δεν καταφέραμε όλοι να προχωρήσουμε ακαδημαϊκά, μετά από την αποφοίτησή μας από το λύκειο. Παρά τους καθημερινούς αγώνες της μάνας μας, οι οικονομικές υποχρεώσεις ήταν τέτοιες που δεν επέτρεπαν κάτι πέραν των σπουδών στην Κύπρο. Η Πολιτεία ήταν και τότε απούσα, αφού η άρνηση στη διάθεση προσφυγικής κατοικίας το 1987, μας ανάγκασε να μένουμε σε σπίτια συγγενών. Στερηθήκαμε τη δυνατότητα στη μόρφωση, την οποία είχαν οι περισσότεροι συνομήλικοί μας. Και πολλά άλλα. Η αρχική δικαιολογία για τη μη έγκριση επιδόματος -για σύζυγο και τέκνα αγνοουμένου- ήταν ότι λαμβάναμε τον μισθό του πατέρα μας, ο οποίος ήταν πενιχρός, αφού τότε είχε μόνο τρία χρόνια υπηρεσίας. Η μισθολογική του κλίμακα παρέμεινε η ίδια μέχρι την «πρόωρη αφυπηρέτησή του» και δεν αρκούσε ούτε για τα βασικά. Στην πορεία των χρόνων, ουδέποτε εννοείται πήρε προαγωγή και το κράτος σταμάτησε να του καταβάλλει κοινωνικές ασφαλίσεις, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν για τις συνταξιοδοτικές του απολαβές. Ο καθημερινός αγώνας επιβίωσης από οικονομικής άποψης, επισκιαζόταν από την ψυχολογική διάσταση της απώλειας του συζύγου/πατέρα. Και εδώ στην έκθεσή του ο κοινωνικός λειτουργός έγραψε το 1975, ότι η οικογένεια δεν αντιμετωπίζει κοινωνικά προβλήματα. Το 1975, μας είπαν ότι δεν αντιμετωπίζαμε κοινωνικά προβλήματα! Αυτό το αφήνουμε ώς εδώ, στην κρίση του κόσμου.
Οι «ενοχλητικοί»
Μπορεί να πει κάποιος ότι η δική σας εμπειρία είναι μεμονωμένη. Υπάρχουν κι άλλες παρόμοιες περιπτώσεις «αγνοημένων» οικογενειών;
Είμαστε σε επαφή με πολλά παιδιά αγνοουμένων ή και πεσόντων, που έχουν παρόμοιας ή και άλλης φύσεως προβλήματα. Ο κοινός παρονομαστής είναι ο τρόπος που αντιμετωπιστήκαμε και αντιμετωπιζόμαστε από αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες, οι οποίες ήταν/είναι επιφορτισμένες να ανακουφίσουν τους παθόντες της εισβολής, από τότε μέχρι και σήμερα. Με δυσπιστία, πάντα με το ερώτημα «τι θέλουν πάλι αυτοί μετά από 51 χρόνια;». Ως παιδιά αγνοουμένων ή και πεσόντων, αυτό που ζητάμε είναι η ελάχιστη δικαίωση. Αυτόν τον αγώνα τον χρωστάμε στον έναν ή και κανένα γονέα μας που έμεινε πίσω υποβαστάζοντας τα βάρη μιας καχύποπτης κοινωνίας και μιας ανάλγητης Πολιτείας, αλλά και στον ένα ή και στους δύο ήρωες γονείς μας που χάσαμε για υπεράσπιση της πατρίδας μας.
Επιστολή δικηγόρου
Πριν από μερικές μέρες, εκ μέρους της συζύγου του Μάριου Κωνσταντίνου, δικηγόρος απέστειλε πολυσέλιδη επιστολή προς τη Βουλή των Αντιπροσώπων και την επίτροπο Διοικήσεως και Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, περιγράφοντας τα όσα υπέστη η οικογένεια του εν λόγω αγνοούμενου/πεσόντος και ζητώντας να δοθούν ικανοποιητικές εξηγήσεις/απαντήσεις για τον υπολογισμό της σύνταξης χηρείας, καθώς και για άλλα ωφελήματα που δικαιούταν και δεν έλαβε. Στην επιστολή της δικηγόρου περιγράφεται η περιπέτεια της οικογένειας του αγνοούμενου/πεσόντος για να βρει το δίκιο της, που ακόμα δεν έχει βρει, γιατί η Πολιτεία συνεχίζει να την αντιμετωπίζει με δυσπιστία, καχυποψία, μικροψυχία, αντί με καλοσύνη, σεβασμό, γενναιοδωρία. Στην επιστολή, μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι το 1975, βάσει της αίτησης της συζύγου του τότε αγνοούμενου Μάριου Κωνσταντίνου, εκδόθηκε επιταγή/χορηγία, η οποία δεν κατέληξε ποτέ στην οικογένεια γιατί άγνωστο πρόσωπο την ακύρωσε.
Είχε τα «μέσα συντηρήσεως»…
Επίσης, η οικογένεια δεν πήρε σπίτι, διότι στην τότε έκθεση από το Γραφείο Ευημερίας, σημειώνεται ότι «η αιτήτρια φέρεται να κατέχει κατοικία στο ΧΧΧ αξίας 1.000 λιρών, η οποία - όπως ρητώς σημειώνεται στην ίδια την έκθεση, δεν είχε ακόμη τιτλοποιηθεί. Παρ' όλα αυτά, παρουσιάζεται στα περιουσιακά της στοιχεία ως ιδιόκτητη κατοικία, ενώ στην πραγματικότητα επρόκειτο για οικία ιδιοκτησίας των γονέων της, στην οποία φιλοξενούνταν, τόσο η ίδια, όσο και τα τέκνα της μετά την εξαφάνιση του συζύγου της. Η οικογένεια δεν διέθετε κατοικία και πάντοτε στεγαζόταν χάρη στη φιλοξενία συγγενών [...] Περαιτέρω, στην (ίδια έκθεση καταγράφεται ότι η κ. ΒΒΒ διαθέτει αγροτικά τεμάχια με αμυγδαλιές και αμπέλια, αξίας 'περίπου 200 λιρών' και ετήσιο εισόδημα 50 λιρών. Και εδώ γίνεται αναφορά σε τεμάχια μη τιτλοποιημένα, που κατά συνέπεια δεν ήταν ιδιοκτησία της». Και άλλες ανακρίβειες. Χαρακτηριστικά, σημειώνεται ότι «στον πίνακα μηνιαίων εισοδημάτων καταγράφεται ένα συνολικό ποσό 50 λιρών, αποτελούμενο από 4 λίρες από περιουσία και 46 λίρες από τον μισθό του αγνοούμενου/πεσόντος. Το σύνολο αυτό κλήθηκε να καλύψει τις ανάγκες πέντε ανθρώπων - μιας χήρας και τεσσάρων ανηλίκων τέκνων. Εν τούτοις, η έκθεση καταλήγει με μία λιτή, σχεδόν ωμή δήλωση ότι το αίτημα για χορήγηση επιδόματος απορρίπτεται διότι, δήθεν, η αιτήτρια 'έχει μέσα συντηρήσεως'».
Επ’ ανδραγαθία
Από το υφυπουργείο Πρόνοιας μας λέχθηκε, έπειτα από σχετική ερώτηση, ότι η οικογένεια έλαβε όλα όσα δικαιούταν. Κατά τ’ άλλα, η ίδια η Πολιτεία αναγνώρισε και τίμησε τον Μάριο Κωνσταντίνου ως πεσόντα επ' ανδραγαθία στον βαθμό του λοχία από το 1974 που κηρύχθηκε αγνοούμενος. Σε σχέση με αυτή την απόφαση, σύμφωνα με τη δικηγόρο της οικογένειας, στη συνέχεια οι αξιότιμοι βουλευτές μας αποφάσισαν ότι αγνοούμενοι/πεσόντες (αστυνομικοί) δεν δικαιούνται συνταξιοδοτικά ωφελήματα. Αυτή η τροποποίηση δεν ήταν αντισυνταγματική, όπως, μας είπαν πρόσφατα, ότι θα ήταν η αλλαγή των πολλαπλών συντάξεων πολιτειακών αξιωματούχων.
Το 1975, άγνωστος ακύρωσε έγκριση αιτήματος για επίδομα σε σύζυγο αγνοουμένου με τέσσερα μωρά. Ο σχετικός φάκελος έγινε κατορθωτό να φθάσει στα χέρια της οικογένειες δεκαετίες μετά.
Μισό αιώνα μετά, γνωρίζουμε πια ότι συγγενείς αγνοουμένων έτυχαν άγριας πολιτικής εκμετάλλευσης. Η πολιτεία γνώριζε ότι κάποιοι αγνοούμενοι ήταν νεκροί (και που ήταν θαμμένοι), αλλά «βόλευε» ο αριθμός 1619 (δεν ήταν ο πραγματικός αριθμός), ενώ κάποιοι επιτήδειοι σε θέσεις κλειδιά, περιέφεραν δεξιά κι αριστερά, μαυροφορεμένες γυναίκες και τα παιδιά τους, «εξυπηρετώντας» το επίσημο αφήγημα και το προσωπικό τους όφελος. Μόλις το 2000, το τότε υπουργικό συμβούλιο αποφάσισε τη δημοσίευση του καταλόγου με τα ονόματα των αγνοουμένων. Για 26 χρόνια αναζητούσαμε στοιχεία για αγνοούμενους, τους οποίους τα ονόματα δεν είχαν δημοσιευθεί γιατί ήταν απόρρητα! [Φωτογραφία αρχείου].