Οι τρεις υπουργοί που ανασχηματίστηκαν την περασμένη Παρασκευή, ήτοι ο Γιώργος Παπαναστασίου-υπουργός Ενέργειας, ο Γιάννης Παναγιώτου-υπουργός Εργασίας και η Μαριλένα Ευαγγέλου-υφυπουργός Κοινωνικής Πρόνοιας, έχουν συγκεκριμένους περιορισμούς ως προς την άσκηση ιδιωτικής εργασίας για τα επόμενα δύο χρόνια.
Σύμφωνα με την ισχύουσα νομοθεσία, είναι υποχρεωμένοι να απευθυνθούν στην ανεξάρτητη τριμελή ειδική επιτροπή προκειμένου να λάβουν την απαιτούμενη έγκριση για απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα, αφού προηγουμένως ενημερώσουν γραπτώς για το ποιοι θα είναι οι νέοι τους εργοδότες. Στόχος; Να αποφευχθεί η χρήση προνομιακής πληροφόρησης που κατέχουν ως πρώην υπουργοί προς όφελος των νέων εργοδοτών τους και σε βάρος του κράτους.
Στο πεδίο εφαρμογής του νόμου περί ελέγχου της ανάληψης εργασίας στον ιδιωτικό τομέα εμπίπτουν, πέραν των πρώην κρατικών αξιωματούχων, οι πρώην δικαστές, καθώς και οι πρώην υπάλληλοι του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών, των στρατιωτικών και των πυροσβεστών που υπηρετούσαν σε θέση στην κλίμακα Α13 και άνω.
Η περίπτωση Παπαναστασίου
Κυρίως ο τέως υπουργός Ενέργειας, Γιώργος Παπαναστασίου, δεν διαθέτει μόνο προνομιακή πληροφόρηση αλλά κατέχει και άκρως εμπιστευτική και απόρρητη πληροφόρηση που αφορά τους στρατηγικούς σχεδιασμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας στον τομέα της ενέργειας και των υδρογονανθράκων.
Αξίζει να σημειωθεί ότι, κατά τη διάρκεια της καριέρας του στον ιδιωτικό τομέα, ο κ. Παπαναστασίου δραστηριοποιήθηκε στη βιομηχανία της ενέργειας. Εργάστηκε για 26 χρόνια στην BP σε διάφορες υψηλόβαθμες διευθυντικές θέσεις, μεταξύ των οποίων και ως γενικός διευθυντής. Από την 1η Οκτωβρίου 2011, μέχρι την υπουργοποίησή του τον Φεβρουάριο του 2023, κατείχε τη θέση του γενικού διευθυντή και διευθύνοντος συμβούλου της VTT Vasiliko Ltd, η οποία κατασκεύασε τον τερματικό σταθμό αποθήκευσης και διαχείρισης ενεργειακών προϊόντων στο Βασιλικό.
Συνεπώς, για τα επόμενα δύο χρόνια, ο κ. Παπαναστασίου δεν θα μπορεί να εργαστεί σε παρεμφερείς τομείς, εκτός εάν εξασφαλίσει την απαιτούμενη άδεια από την ανεξάρτητη τριμελή επιτροπή, η οποία αποτελείται από εκπροσώπους της Νομικής Υπηρεσίας, της Ελεγκτικής Υπηρεσίας και του Γενικού Λογιστηρίου της Δημοκρατίας.
Η υποβολή αίτησης
Ο υπό αναφορά νόμος τιτλοφορείται «Ο περί του Ελέγχου της Ανάληψης Εργασίας στον Ιδιωτικό Τομέα από πρώην κρατικούς αξιωματούχους και ορισμένους πρώην υπαλλήλους του δημοσίου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα Νόμος του 2007» και προβλέπει τα εξής: Κάθε πρόσωπο που έχει υπηρετήσει ως κρατικός αξιωματούχος, δικαστής ή υπάλληλος του δημόσιου και του ευρύτερου δημόσιου τομέα και έχει με οποιονδήποτε τρόπο αφυπηρετήσει ή τερματίσει την υπηρεσία ή τη θητεία του υποχρεούται να υποβάλει αίτηση στην επιτροπή για την πρόθεσή του να αναλάβει οποιαδήποτε εργασία σε συγκεκριμένο εργοδότη στον ιδιωτικό τομέα εντός των πρώτων δύο ετών από την ημερομηνία αφυπηρέτησης ή τερματισμού της υπηρεσίας ή της θητείας του.
Η αίτηση αυτή υποβάλλεται τόσο για την ανάληψη εργασίας για πρώτη φορά όσο και για οποιαδήποτε επόμενη ανάληψη εργασίας εντός των προαναφερθέντων δύο ετών. Κατά την υποβολή της αίτησης, ο αιτητής υποβάλλει στοιχεία σχετικά με τα ακόλουθα:
- Το όνομα του εργοδότη στον οποίον προτίθεται να εργαστεί.
- Πλήρεις λεπτομέρειες σχετικά με το είδος της εργασίας που προτίθεται να αναλάβει.
- Τους όρους της εργοδότησής του και τη σύμβαση απασχόλησής του.
- Πλήρεις λεπτομέρειες των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας του στο Δημόσιο. Τη συγκεκριμένη πληροφόρηση την παρέχει στην επιτροπή το τμήμα ή η υπηρεσία ή το υπουργείο στο οποίο υπηρέτησε ο αιτητής.
Ο αιτητής δεν δικαιούται να αναλάβει οποιαδήποτε εργασία στον ιδιωτικό τομέα μέχρι να κοινοποιηθεί η απόφαση της επιτροπής. Από τη στιγμή που η απόφαση κοινοποιείται στον αιτητή, αυτός οφείλει να συμμορφώνεται με αυτήν, καθώς και με οποιουσδήποτε περιορισμούς ή όρους που περιλαμβάνονται σε αυτήν.
Τι λαμβάνεται υπόψη
Η επιτροπή οφείλει να εξετάζει τις αιτήσεις που υποβάλλονται ενώπιόν της εντός δύο μηνών από την ημερομηνία υποβολής τους. Με γνώμονα το δημόσιο συμφέρον, αποφασίζει κατά πόσο ο αιτητής μπορεί να αναλάβει την εργασία στον ιδιωτικό τομέα για την οποία υποβάλλει αίτηση, με ή χωρίς περιορισμούς. Κατά την εξέταση της αίτησης, η επιτροπή λαμβάνει υπόψη τα ακόλουθα:
1 Τις συναλλαγές που ο αιτητής πιθανόν να είχε κατά την άσκηση των καθηκόντων του κατά τα τελευταία δύο έτη της υπηρεσίας του, με τον μελλοντικό εργοδότη του.
2 Το ενδεχόμενο ο αιτητής να είχε πρόσβαση σε ευαίσθητες εμπορικές ή άλλες πληροφορίες που αφορούν τους ανταγωνιστές του μελλοντικού εργοδότη του.
3 Το ενδεχόμενο ο αιτητής να είχε συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων ή στην παροχή συμβουλών κατά τα τελευταία δύο έτη της υπηρεσίας του, οι οποίες ήταν προς όφελος του μελλοντικού εργοδότη του και θα μπορούσαν να εκληφθούν ως ανταμοιβή.
4 Το ενδεχόμενο ο αιτητής να είχε συμμετοχή στη χάραξη πολιτικής που δεν είχε ανακοινωθεί, η γνώση της οποίας θα μπορούσε να αποβεί προς όφελος του μελλοντικού εργοδότη.
5 Σε περίπτωση που ο αιτητής είναι δικαστής, το ενδεχόμενο να είχε πρόσβαση σε εμπιστευτικές ή άλλες πληροφορίες κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, οι οποίες ενδέχεται να οδηγήσουν σε σύγκρουση συμφερόντων ή σε κατάσταση που μπορεί να εκληφθεί αντικειμενικά ως τέτοια κατά την ανάληψη καθηκόντων στον μελλοντικό εργοδότη.
Η επιτροπή, αφού λάβει υπόψη όλα τα παραπάνω, σε συνάρτηση με τη φύση και τα καθήκοντα της εργασίας που ο αιτητής ή η αιτήτρια προτίθεται να αναλάβει στον ιδιωτικό τομέα, συντάσσει εμπεριστατωμένη και αιτιολογημένη απόφαση. Με αυτή δύναται είτε να επιτρέψει την ανάληψη της εργασίας χωρίς όρους ή με όρους είτε να την απορρίψει, όπως συνέβη σε ορισμένες περιπτώσεις στο παρελθόν.
Έλεγχος για διαφθορά
Η ανεξάρτητη επιτροπή ελέγχου για ανάληψη εργασίας στον ιδιωτικό τομέα συστάθηκε σε νόμο με σκοπό:
- Να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον, αποτρέποντας τη χρησιμοποίηση της προνομιακής πληροφόρησης που είχαν πρώην κρατικοί αξιωµατούχοι και ανώτεροι λειτουργοί του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα προς όφελος του νέου τους εργοδότη και ενάντια στο κράτος.
- Να αποτρέπει κρατικούς αξιωματούχους, δικαστές και ανώτερους λειτουργούς του δημόσιου και ευρύτερου δημόσιου τομέα από του να ενεργούν για προσωπικό συµφέρον και συνεπώς ενάντια στο δηµόσιο συµφέρον κατά τη διάρκεια της εργοδότησής τους στη δηµόσια υπηρεσία ή κατά τη διάρκεια της θητείας τους.
- Την πρόληψη και καταπολέμηση της διαπλοκής και διαφθοράς στη δημόσια ζωή.
Ποινικά αδικήματα
- Πρόσωπο που παραλείπει να υποβάλει αίτηση στην επιτροπή είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €10.000 ή σε φυλάκιση μέχρι ενός έτους ή και στις δύο αυτές ποινές.
- Πρόσωπο που κατά την υποβολή στοιχείων στην επιτροπή, εν γνώσει του, υποβάλλει ψευδή ή ανακριβή στοιχεία είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €30.000 ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
- Πρόσωπο που αναλαμβάνει εργασία στον ιδιωτικό τομέα προτού του κοινοποιηθεί η απόφαση της επιτροπής είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €30.000 ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές.
- Πρόσωπο που δεν συμμορφώνεται με την απόφαση της επιτροπής είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €30.000 ή σε φυλάκιση μέχρι τρία έτη ή και στις δύο αυτές ποινές. Σε περίπτωση που το πρόσωπο συνεχίζει την παράβαση υπόκειται σε πρόστιμο που δεν υπερβαίνει τα €500 ημερησίως.
- Μέλος της τριμελούς επιτροπής που παραβιάζει την εμπιστευτικότητα που διέπει τη διαδικασία εξέτασης των αιτήσεων είναι ένοχο αδικήματος και, σε περίπτωση καταδίκης του, υπόκειται σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις €8.000 ή σε ποινή φυλάκισης μέχρι ενός έτους ή και στις δύο αυτές ποινές.






