Λέγεται συχνά ότι οι αναμνήσεις είναι ό,τι πολυτιμότερο διαθέτουμε, είναι ο πλούτος της ζωής μας. Είναι ολοκληρωτικά δικές μας, κανένας δεν μπορεί να μας τις πάρει, τις ανακαλούμε όποτε θέλουμε. Μας συνοδεύουν σε όλη μας τη ζωή, αποτελούν το αποκούμπι μας σε δύσκολες ώρες, είναι η περιουσία μας. Όλες οι εμπειρίες μας σε γεγονότα που πήραν ένα τέλος μετασχηματίζονται σε μνήμες. Η παιδική μας ηλικία, τα χρόνια μας στα σχολεία, οι σπουδές μας και όλα τα πρόσωπα και γεγονότα που τα συνοδεύουν. Η ζωή μας για κάποιο διάστημα αλλού από το συνηθισμένο μας περιβάλλον, σε άλλη πόλη ή στις διακοπές. Παλιές σχέσεις που διακόπηκαν, φιλίες που χάθηκαν, συντροφιές που διαλύθηκαν και που κάποτε μας σημάδεψαν έχουν πια νόημα και υπάρχουν για μας μόνο μέσω της μνήμης. Ό,τι απομένει είναι αυτά που μας έχουν αγγίξει, αυτά που μας έκαναν εντύπωση, είναι αυτά που μεταφέρουμε, είναι ο εαυτός μας. Το παρελθόν υπάρχει και ζωντανεύει μέσα από τη μνήμη.
Ποιοι μηχανισμοί λειτουργούν για να δημιουργηθεί η μνήμη; Γεγονότα που μας έκαμαν εντύπωση και μας προκάλεσαν ευχάριστα συναισθήματα έρχονται συχνά στην επιφάνεια και μας φτιάχνουν τη διάθεση. Αυτά τα γεγονότα τα αναφέρουμε συχνά με τα αγαπημένα μας πρόσωπα και έτσι διατηρούνται φρέσκα και ζωντανά. Άλλα γεγονότα ή πρόσωπα που μας πίκραναν, μας πλήγωσαν και μας προκάλεσαν δυσάρεστα συναισθήματα έχουν παραμεριστεί στη γωνιά του υποσυνείδητου και δεν θέλουμε να τα θυμόμαστε. Ο οργανισμός μας διαθέτει μηχανισμούς τέτοιους οι οποίοι επαναφέρουν στη μνήμη αυτά που θέλουμε να θυμόμαστε και απωθούν αυτά που μας θλίβουν. Καμιά φορά, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, διαπιστώνουμε ότι ολόκληρη περιοχή της μνήμης, που αντιστοιχεί σε μικρότερες ή μεγαλύτερες χρονικές περιόδους, έχει σβηστεί από τη συνείδησή μας. Τότε παρουσιάζονται κενά στη ζωή μας, είναι σαν κάποιες περιόδους της ζωής μας να μην τις ζήσαμε. Αυτή είναι ιδιότητα της μνήμης, από τη μια μεν μας απαλλάσσει από όσα μας προκαλούν δυσάρεστους συνειρμούς, από την άλλη όμως μας αποκόπτει ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο μέρος της ζωής μας. Η ζωή μας είναι γεμάτη όχι τόσο αν ζήσουμε πολλά χρόνια αλλά αν περισσεύουν οι εμπειρίες και συνακόλουθα οι αναμνήσεις που μας προκαλούν συγκινήσεις και ανάμεικτα συναισθήματα.
Σε συλλογικό επίπεδο οι κοινές μνήμες συνιστούν το περιεχόμενο και ό,τι ονομάζουμε ταυτότητα ενός λαού. Η έννοια της πατρίδας είναι οι κοινές μνήμες που προέρχονται από κοινά βιώματα που δένουν τους ανθρώπους μεταξύ τους. Οι ρίζες ενός λαού, ενός έθνους, δεν είναι τίποτε άλλο από τις κοινές του εμπειρίες και που αποτελούν τον συνεκτικό του ιστό. Έτσι η μνήμη, πέρα από τη διατήρηση και ανάπλαση παραστάσεων, όταν λειτουργεί συλλογικά, έχει διευρυμένο ρόλο. Προσδίδει εκείνα τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, ιστορικά και πολιτισμικά, που καθορίζουν τις ιδιαιτερότητες ενός λαού. Χωρίς μνήμη ένας λαός είναι μετέωρος και ξεκομμένος. Αν αποκόψουμε τις ρίζες μας, δηλαδή αν σβήσουμε τις μνήμες, τότε ξεγράφουμε την προηγούμενη ζωή και είναι σαν να μην τη ζήσαμε.
Για όσους έχουν βιώματα και αναμνήσεις ή γνώρισαν τους κατεχόμενους τόπους μας, η επιθυμία της επιστροφής και της επανένωσης είναι πολύ πιο έντονη από άλλους που δεν έχουν τέτοιες εμπειρίες. Γι’ αυτό και η παρατεταμένη στασιμότητα που ξεθωριάζει τις μνήμες αμβλύνει τη λαχτάρα να ξαναζήσουν και να ξαναδούν τους τόπους τους. Αυτό χρησιμοποιείται από κάποιους, δυστυχώς και από Ε/Κ, για να αποτρέψουν την επανένωση της πατρίδας μας.
Ο πολιτισμός, η δημιουργία δεν γίνονται από το τίποτε, δεν παράγονται στο κενό. Απαιτούνται στέρεες βάσεις πάνω στις οποίες θα κτιστεί το νέο. Αυτό προϋποθέτει άριστη και βαθιά γνώση αυτού που προϋπάρχει, αυτό αποθηκεύεται ως μνήμη και σε δεδομένη στιγμή θα χρησιμεύσει για νέες αναζητήσεις.
Η απώλεια της μνήμης λόγω ασθένειας, τόσο συχνή στη σημερινή εποχή, σε πρόσωπα του στενότερου ή ευρύτερού μας περιβάλλοντος ισοδυναμεί με πνευματικό θάνατο. Για τους ανθρώπους τους συνιστά ένα δράμα, η μνήμη σε αυτή την περίπτωση ταυτίζεται με την ίδια την ανθρώπινη ζωή και ύπαρξη.