Εξημέρωσεν, αντινάχτηκε που το στρώμα ο μουεζίνης, επήεν τζαι η χανουμισσα του να του ετοιμάσει καφέν. Απόλυτη ησυχία γυρον του, επιτέλους μουρμουρά μόνον εμέναν εν ν’ακούσουν! Ποκνιάζεται τζαι ποσιεπάζει που το παρθύριν…Τζαμέ ο άλλος, κορδωτός ν’ αντινάσσει τα φτερά του τζαι σηκώνει τη κκελέ του ψηλά.
- Έτσι φτερά εν έχουν οι πετεινοί τους ποτζί. Τα δικά μου έχουν ανταύγειες πράσινες και θαλασσιές…οι άλλοι εν μονόχρωμοι.
Ώσπου να βαώσει το παραθύριν του ο μουεζίνης ο πετεινός έμπηξε μια κρατζιά, ελάωσεν τον. Εσυρέ του μιαν λεμονόκουπα τζαι ήβρεν τον πας την κκελέν
- gitmek olan…veya ben veya sen..
- Για εγώ για εσύ ρε άχρηστε, που αντί να βουράς τες όρνιθες καπαρτίζεις πας το δώμαν.
Εχάθην ο πετεινός, επήεν τζαι έκατσεν πας το τοιχαρούιν του σπιθκιού τζαι εκουκκούμωσεν. Ενευρίασεν τζαι ο μουεζίνης, έχασεν τα λόγια του τζαι άψεν το κασετόφωνο. Αλλαχ άκπαρ ακούστηκε πέρα ώσ’τον Ταχτακαλάν που εξύπναν.
Ένας άλλος πετεινός, με γαλαζιομπλε φτερά άκουσεν τον πετεινόν που ποτζι τζαι ενευρίασεν. Εν εκανούσαν τα νεύρα του, άκουσεν τζαι τον μουεζίνην…
- Μιαν ζωήν ρε δκιάολε... εν να δεις, μια σου μια μου.
Να σιωπήσει; Αδύνατον, θέμα περηφάνειας, τιμής, έτσι μεγάλωσαν οι ποδά γενιές. Μεσ’ τες αρχές και την αξιοπρέπεια. Εβούρισεν πάς το δώμαν του σπιθκιού του στην Πενταδακτύλου. Έβαλεν μιαν παουρκάν, ελαώθηκαν οι όρνιθες τζαι τα πλάσματα. Ο παπάς της Χρυσαλινιώτισσας τζαι η παπαδκιά του επότιζαν τα τσαρτελλούθκια τους. Ακούουν τον πετεινόν τους να κράζει, τζαι θωρεί ο ένας το άλλον τζαι καπαρτίζουν:
- Άκου φωνήν…φοούνται τον οι ποτζί
- Ξέρει να κουμαντάρει τζαι τες όρνιθες
Ο άλλος που ποτζι, αντινάχτηκε που το τοιχαρούι. Προσβολή να μεν του απαντήσει, καθαρίζει τον λαιμό του, σηκώνεται, αντινάσσει τα πρασινοτουρκουάζ φτερά του τζαι αντακώνει. Δεύτερη λεμονόκουπα του τον μουεζίνη, τζαι τρίτην που τη χανούμισσα που έπλωνεν τα ρούχα, έσυρέ του έναν μαστραπά γεμάτο ξύδι. Τίποτε, κρατζιάν ο ένας, κρατζιάν ο άλλος…εξύπνησαν οι γειτόνοι ούλοι τζαι εσύρναν του πας τη κκελέν ότι έβρισκαν ομπρός τους. Εκατέβηκεν που το τοιχαρούιν τζαι επηεν τζαι εχώστηκε στα λάστιχα του βαν που ήταν τζαμέ.
Ο μουεζίνης εμπήκε μεσ’την κάμαριν τζαι άψεν τσιάρο. Ο παπάς επήεν μεσ’ το ιερόν τζαι είπε: Πάτερ, άφες αυτοίς ουκ οίδασι τι ποιούσι, τζαι ήπιε το υπόλοιπον της θείας κοινωνίας.
Έπνασαν οι γειτονιές, οι πετεινοί επήαν να βουρήσουν τες όρνιθες και σιγά σιγά ξύπνησαν οι Χωραϊτες τζαι που τες δκιο πάντες.
[caption id="attachment_614043" align="alignnone" width="336"]
