La joie maligne, το ονομάζουν οι Γάλλοι. Εμείς, χωρίς να το προσδιορίζουμε πάντα με τον ίδιο τρόπο, το λέμε χαιρεκακία. Ωστόσο, ως διαγλωσσική αναφορά, ο όρος «κλείδωσε» παγκοσμίως εδώ και χρόνια στη γερμανική του εκδοχή: Schadenfreude. Προφέρεται Shάντενφροϊντε.
Πράγμα σπάνιο, σίγουρα. Αφού αν κάποιος, κάποτε, κατάφερνε να κάνει μια δημοσκόπηση παγκόσμια και με το ερώτημα «ποια είναι η πλέον ανυπόφορη γλώσσα στον κόσμο;», τα γερμανικά θα είχαν την πρωτιά στο τσεπάκι.
Στη δεύτερη θέση, έστω και σε απόσταση ασφαλείας, θα ήταν τα ρωσικά τα οποία ο κόσμος συνήθως κοροϊδεύει, λόγω του αστείου τους ηχοχρώματος. Τα γερμανικά δεν χαίρουν καν αυτής της πολυτέλειας της λύπησης. Φρικτά και μόνο τα βρίσκει ο κόσμος. Ακόμα και η πλάκα που γίνεται συνήθως μαζί τους κρύβει μια αποστροφή βαθιά, διόλου ασύνδετη μάλλον και με την πρόσφατη Ιστορία.
Για την οποία, Ιστορία, οι Γερμανοί απολογήθηκαν και απολογούνται ακόμα αδιαλείπτως αλλά και με τη γνωστή τους ψυχαναγκαστική τυπολατρία, την ώρα που οι απόγονοι των υπολοίπων -συνεργατών τους ή χειρότερα απλώς απαθών θεατών- βουλιάζουν και πάλι. Επικίνδυνα κρυμμένοι στον βολικό, βαρύ ίσκιο της γερμανικής ντροπής.
Για εμάς τους γερμανοτραφείς η αποστροφή στα γερμανικά είναι ένα συναίσθημα απολύτως κατανοητό, αν ανατρέξουμε στο κοινό βίωμα των παιδικών μας χρόνων, όσο και αδιανόητο πια, από τη μέρα που τα μάθαμε και συνειδητοποιήσαμε ότι η είναι μια από τις «ωραιότερες» γλώσσες που υπάρχουν, κάτω από την τραχιά της όψη.
Αυτό, δε, που θα σας λέγαμε εμείς προσπαθώντας να σας εξηγήσουμε πόσο μοναδικό είναι να διαβάζεις τον Χέσε (και όχι Έσε, όπως αποδίδεται στα ελληνικά για λόγους ευπρέπειας, ωσάν να υπάρχει κανείς που δεν…), τον Μπρεχτ, τον Τσβάιχ ή τη Ζέγκερς, λ.χ., θα σας το υποδείξουν ακόμη πιο κατηγορηματικά όσο και δικαιολογημένα -έχουν να πουν- οι του ρωσόφωνου χώρου. Παραπέμποντάς σας στη σημασία του να διαβάζει κανείς ειδικά τους Ρώσους κλασικούς, λ.χ., στη γλώσσα τους.
Σας πήρα αλλού. Ας κλείσουμε την παρένθεση. Schadenfreude, λοιπόν, είναι το μάλλον παρεξηγημένο, πλέον καταφρονημένο και οριακό των αισθημάτων. Εδώ της χαράς για κάτι ή ό,τι κακό βρίσκει κάποιον ή κάποιους άλλους.
Είναι ένα αίσθημα πανίσχυρο αλλά και αδύναμο όσο λίγα. Πολύ δε υποκριτικά, θα έλεγα, δημοσίως το αποδίδουμε πάντοτε στους άλλους και το κρατάμε μακριά από εμάς προσπαθώντας να διαφυλάξουμε τη δημόσια εικόνα μας.
Λογικό. Τίποτα δεν κρίνεται πιο μικροπρεπές και αποτρόπαιο στα μάτια των υπόλοιπων -εκείνη τη στιγμή- υποκριτών όσο η εικόνα ενός ανθρώπου ο οποίος επιδεικνύει αυτή τη διαγωγή δημοσίως. Αντιμετωπίζοντας και το πλήθος των ανασηκωμένων δακτύλων των υποκριτών που τον ανακαλούν σε τάξη αποδοκιμάζοντάς τον/την, ανυποχώρητοι, καθώς αποκρούουν θεαματικά και αυτάρεσκα τα «μα» και τα «ναι αλλά» του «δράστη». Όσο πιο μεγάλο είναι το κοινό, τόσο εντονότερη είναι και η επιμονή των αυτόκλητων προασπιστών της κοινωνικής υποκρισίας και της πολιτικής ορθότητας.
Αντιθέτως, στις ομηγύρεις, ειδικά τις φιλικές, οι ίδιοι αυτοί κατήγοροι (όπως και ο εδώ κατηγορούμενος σε στιγμές άλλες, όταν ο ίδιος έγινε και θα ξαναγίνει κατήγορος κάποιου άλλου) μπορεί να χαχανίζουν ανεβαίνοντας σαδιστικά στο άρμα του Schadenfreude, το οποίο έρπει ψυχαγωγικά πάνω από τις δυστυχίες άλλων ανθρώπων.
Ο αριθμός των ματιών και ο βαθμός της οικειότητας με αυτά. Αυτό είναι που καθορίζει την αντίδραση.
Για αυτό και, αναλόγως, στις ίδιες ομηγύρεις και ειδικά στις φιλικές, οι ίδιοι επιτιμητές με τα ίδια επιχειρήματα εισπράττουν τη χλεύη των υπολοίπων -ψεκτών επίσης υπό άλλες συνθήκες- όταν διανοούνται να παραβιάσουν τη σύμβαση η οποία επιτρέπει αυτή τη συμπεριφορά σε ασφαλή περιβάλλοντα.
Και την ενθαρρύνει ενίοτε. Εκεί και μόνο.
Το Schadenfreude, άλλωστε -από τις λέξεις Schade που σημαίνει κρίμα, κακό, ζημιά και το Freude που πάει να πει ευχαρίστηση- είναι ένα από τα πιο συχνά αισθήματα των ανθρώπων.
Στην εποχή των social media περισσότερο ίσως από ποτέ.
Τώρα πια, εξέλειπε άλλωστε ένα μεγάλο μέρος της ντροπής που κάποτε αισθάνονταν οι άνθρωποι εξωτερικεύοντάς το, όταν αιώνες προβληματισμού και τριβής είχαν οδηγήσει στο συμπέρασμα πως όσο πιο πολύ «κοινωνείται» αυτή η άποψη, τόσο ο άνθρωπος εξοικειώνεται με τη χυδαιότητα και την αγριότητα.
Διαβάζω σήμερα, λ.χ., σχόλια που κάνουν πλάκα με το πιστολίδι στην Αγία Νάπα και άλλα τα οποία εγκαλούν τους «δράστες» και τους υποδεικνύουν, ορθά επί της ουσίας, ότι δεν είναι κάτι με το οποίο κάνει κανείς πλάκα και πως θα μπορούσαμε να θρηνήσουμε θύματα. Θύματα που θα μπορούσε να είναι οι ίδιοι ή δικοί τους άνθρωποι.
Ένα που είδα υπέβαλλε -και πάλι σωστά επί της ουσίας- το ερώτημα τι θα γινόταν εάν αυτό συνέβαινε σε μια κεντρική καφετέρια της Λευκωσίας και ποιες διαστάσεις θα προσλάμβανε.
Διακρίνω ακόμα αμήχανα «μα» πίσω από τη διάχυτη, κρύφια επίσης, αποστροφή της κοινωνίας για το πώς εκείνη η περιοχή έγινε αυτό που έγινε ή για το πώς καταστράφηκαν τόσα και τόσα για τον εύκολο πλουτισμό ενός μέρους των κατοίκων της και τον βιοπορισμό των υπολοίπων οι οποίοι θεωρούν ότι τους ανήκει κιόλας.
Και κάπου εκεί, θυμάμαι πως αυτό ισχύει παντού στην Κύπρο και πως με ελάχιστες εξαιρέσεις, τις οποίες το κοινωνικό σύνολο αντιμετωπίζει ως γραφικούς συνήθως, κανείς δεν αντέδρασε εδώ, όπως κανείς δεν αρνήθηκε να πάει στις περιοχές αυτές και ο ίδιος για διακοπές.
Κανείς και καμία ακόμα, δεν αρνήθηκε να πάει σε μια καφετέρια στις δικές του/της περιοχές η οποία στέκει εκεί που βρίσκονταν άλλοτε τα ομορφότερα νεοκλασικά μας τα οποία σκεπάστηκαν με τερατόμορφα κτήρια επενδυμένα με πλακάκια καμπινέ και ό,τι άλλο προδίδει τον αρχοντοχωριατισμό όλων μας. Αδιαμαρτύρητα και πάλι.
Και κυρίως κανείς, πέραν των γνωστών εξαιρέσεων τις οποίες κοιτάζουμε συχνά με χαμόγελα που θέλουν να κρυφτούν και που θυμίζουν εκείνα του Schadenfreude αν και επί της ουσίας είναι απλώς αλαζονεία, κανείς μας λοιπόν δεν πρότεινε εναλλακτικές λύσεις για την επιβίωση εκείνων και των ανθρώπων, προτού επέλθει η καταστροφή του ενός κομματιού της περιοχής μετά το άλλο. Πολλά κομμάτια, ισάριθμες οι ευκαιρίες. Κανείς και καμία.
Προτού αποφασίσουμε, λοιπόν, εάν θα ανασηκώσουμε εδώ το δάκτυλο, εάν θα σταθούμε μπροστά και θα κάνουμε πλάκα υπομένοντας το λούσιμο από τον όχλο ή εάν θα διατηρήσουμε την αγαπημένη μας «επιτήδεια ουδετερότητα», ας δούμε λίγο αυτό το ανομολόγητο αίσθημα.
Το πρωτόγονο και το κυρίαρχο. Το οποίο στις μέρες μας δεν πολλαπλασιάζεται στα social media, όχι. Απλώς απελευθερώνεται. Ας το αντικρίσουμε κι ας το αξιολογήσουμε, ίσως για να σκεφτούμε τα πράγματα λίγο καλύτερα.
Μαζί και το βασικό: όχι εάν είναι σωστό ή λάθος. Δεν είναι.
Είναι αίσθημα, υπήρχε και θα υπάρχει, όπως και όλα τα άλλα στοιχεία που συνθέτουν τη φύση μας.
Να σκεφτούμε πόσο πιο συχνά το νιώθουμε. Τι μας οδηγεί εκεί; Πάμε μηχανικά; Πότε; Γιατί; Και εάν, κυρίως, μας κάνει ευτυχέστερους όταν το νιώθουμε και περάσει πια.
Όπως και πού αλλού θα μπορούσαμε να καταλήξουμε αντί για εκεί. Ενιότε και εάν θα μπορούσαμε.
Αυτό το τελευταίο κρύβει, νομίζω, την απάντηση.
Είχε ή δεν είχε πλάκα το πιστολίδι στην Αγία Νάπα;

Διαβάζω σχόλια που κάνουν πλάκα με το πιστολίδι και άλλα τα οποία εγκαλούν τους «δράστες» και τους υποδεικνύουν ότι δεν είναι κάτι με το οποίο κάνει κανείς πλάκα και πως θα μπορούσαμε να θρηνήσουμε θύματα. Ένα μάλιστα που είδα υπέβαλλε το ερώτημα τι θα γινόταν εάν αυτό συνέβαινε σε μια κεντρική καφετέρια της Λευκωσίας. Και ποιες διαστάσεις θα προσλάμβανε.
Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων
Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.