Το 2050 η Κύπρος είναι μια χώρα βαθιά αλλαγμένη, όχι από πρόοδο, αλλά από αναγκαστική υποταγή σε ένα περιβάλλον που δεν συγχωρεί. Η θερμοκρασία στη Λευκωσία ξεπερνά πια συστηματικά τους 47°C τα καλοκαίρια, ενώ οι καύσωνες ξεκινούν νωρίτερα, διαρκούν περισσότερο και δεν αφήνουν περιθώριο ανακούφισης. Η έννοια του «καλοκαιριού» δεν υφίσταται πια με όρους αναψυχής - είναι περίοδος επιβίωσης.
Η ύδρευση είναι υπό αυστηρό έλεγχο. Τα παλιά φράγματα και οι γεωτρήσεις έχουν στερέψει. Το νερό είναι δελτιοποιημένο, η τιμή του έχει γίνει αντικείμενο κερδοσκοπίας, και η προσβασιμότητα σε καθαρό πόσιμο νερό δεν είναι δεδομένη για όλους. Ορισμένα φτωχά νοικοκυριά αναγκάζονται να στραφούν σε ανεπαρκείς λύσεις, με συνέπειες για τη δημόσια υγεία.
Ο πρωτογενής τομέας έχει σχεδόν καταρρεύσει. Η γη δεν αποδίδει. Οι καλλιεργητές εγκατέλειψαν τα χωράφια τους, τα φυτά καίγονται, οι ελιές μαραίνονται. Τα χωριά ερήμωσαν. Τα παλιά κρασοχώρια του Τροόδους δεν παράγουν πια κρασί, αλλά φιλοξενούν ηλικιωμένους που δεν είχαν πού αλλού να πάνε. Οι νέοι έχουν φύγει κυρίως στο εξωτερικό. Η Κύπρος αιμορραγεί πληθυσμιακά. Όσοι μένουν, νιώθουν παγιδευμένοι.
Ο τουρισμός έχει μετατραπεί σε σκιώδη ανάμνηση. Το άλλοτε πολύτιμο καλοκαίρι είναι αφόρητο. Τα ξενοδοχεία στις παραλίες είναι κλειστά από Ιούνιο έως Σεπτέμβριο. Κάποια μετατράπηκαν σε κλιματιζόμενα κέντρα καταφυγής για ηλικιωμένους και ευπαθείς ομάδες. Οι παραλίες υποχώρησαν. Η θάλασσα ανέβηκε. Η αλατότητα εισχώρησε στον υδροφόρο ορίζοντα. Ορισμένες περιοχές κοντά στην ακτογραμμή έχουν αφεθεί στη μοίρα τους.
Η κοινωνία είναι πολωμένη. Ο φόβος και η ανασφάλεια δημιούργησαν ένα νέο είδος εσωτερικού εχθρού: τον «άλλον». Κλιματικοί πρόσφυγες από την Αφρική και τη Μέση Ανατολή αναζητούν καταφύγιο, αλλά συναντούν τείχη, στρατόπεδα, ρητορική μίσους. Ο ρατσισμός έχει ενταθεί. Οι πολιτικές δυνάμεις που άλλοτε θεωρούνταν περιθωριακές, τώρα συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων. Η κοινωνική εμπιστοσύνη διαβρώνεται καθημερινά.
Οι θεσμοί δεν λειτουργούν όπως παλιά. Η δημοκρατία έχει προσαρμοστεί στην «κατάσταση εξαίρεσης». Τα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας λόγω θερμότητας, οι απαγορεύσεις κατανάλωσης, οι φρουρούμενοι ενεργειακοί κόμβοι είναι κομμάτι της καθημερινότητας. Ορισμένα θεμελιώδη δικαιώματα - όπως η ελεύθερη πρόσβαση σε δημόσιους χώρους έχουν «ανασταλεί προσωρινά», εδώ και χρόνια.
Η ψυχική υγεία βρίσκεται σε κρίση. Το «οικο-άγχος» και η «κλιματική θλίψη» δεν είναι πια φαινόμενα της νεολαίας· είναι συλλογική ψυχική κατάσταση. Η αίσθηση αδυναμίας, απουσίας μέλλοντος, θλίψης για την απώλεια του κόσμου που ξέραμε, διαπερνά κάθε ηλικία. Οι νέοι δεν κάνουν σχέδια. Οι ηλικιωμένοι νοσταλγούν ακόμα και τις δεκαετίες της οικονομικής κρίσης - τότε που τουλάχιστον υπήρχε χειμώνας.
Η ενεργειακή εξάρτηση παραμένει. Οι επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας έγιναν καθυστερημένα και αποσπασματικά. Τα μεγάλα φωτοβολταϊκά πάρκα ιδιωτικοποιήθηκαν και εξυπηρετούν κυρίως εξαγωγές. Η ενεργειακή φτώχεια επεκτείνεται. Ορισμένες οικογένειες ζουν χωρίς ψύξη, με ανεμιστήρες που δεν αντέχουν τη θερμοκρασία. Το ρεύμα είναι πλέον πολυτέλεια και πεδίο ταξικής σύγκρουσης.
Οι πόλεις δεν είναι βιώσιμες. Η αστική θερμική νησίδα έχει μετατρέψει τη Λευκωσία σε φούρνο. Η παλιά πολεοδομία δεν άντεξε την κλιματική πίεση. Οι δρόμοι είναι ερημωμένοι τις περισσότερες ώρες. Η ζωή έχει τραβηχτεί μέσα, σε κλειστά ψυχόμενα κουτιά, για όσους μπορούν να τα συντηρούν. Οι υπόλοιποι αναζητούν σκιές, πλαστικά μπουκάλια με νερό, και ελπίδα που λιγοστεύει.
Αυτό δεν είναι σενάριο. Είναι η προέκταση της σημερινής αδράνειας. Το 2050 δεν ήρθε απότομα. Ήρθε με κάθε χαμένο καλοκαίρι, με κάθε συμβιβασμό που κάναμε στο όνομα της ανάπτυξης, με κάθε υποχώρηση μπροστά στο βολικό. Τώρα πληρώνουμε το τίμημα. Όχι για όσα δεν ξέραμε, αλλά για όσα ξέραμε και αγνοήσαμε.
*Μέλος Κινήματος Οικολόγων