H έρευνα «Πληθυσμός κατά Εισοδηματική Τάξη», που δημοσιοποίησε πρόσφατα η Στατιστική Υπηρεσία, παρουσιάζει αρκετά, ιδιαιτέρως ανησυχητικά, ευρήματα. Το πρώτο είναι ότι το 13,9% του πληθυσμού της Κύπρου, δηλαδή 127.236 συμπολίτες μας, βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχειας, με ετήσιο εισόδημα, κατά μέσο όρο 9.619 ευρώ.
Όμως, με μια πιο προσεκτική ανάγνωση των αριθμών, διαπιστώνουμε εύκολα ότι το πρόβλημα είναι πολύ μεγαλύτερο, καθώς τα όρια ανάμεσα στα εισοδηματικά στρώματα είναι λεπτά: ολόκληρη η κατώτερη εισοδηματική τάξη, που αποτελείται από 256.951 συμπολίτες μας, δηλαδή το 28% του πληθυσμού της χώρας, έχει μέσο ετήσιο εισόδημα 11.339 ευρώ - δηλαδή βρίσκεται κοντά στο όριο της φτώχειας.
Τα τελευταία δύο χρόνια είδαμε την κυβέρνηση να προσπαθεί να καταπολεμήσει την ακρίβεια και να ελαφρύνει τα νοικοκυριά εφαρμόζοντας διάφορα μέτρα. Δυστυχώς τα μέτρα αυτά δεν απέδωσαν επειδή ήταν, κυρίως, οριζόντια, χωρίς καμία στόχευση. Στις περισσότερες περιπτώσεις το όφελος αφομοιώθηκε γρήγορα από την αγορά και δεν έφτασε ποτέ στους καταναλωτές.
Το πρώτο πακέτο μέτρων κατά της ακρίβειας, ύψους 196 εκατ. ευρώ ανακοινώθηκε στις 19/10/2023. Στις 21/02/2024 και στις 28/3/2024 παρουσιάστηκαν άλλα δύο, ύψους 60 και 35,3 εκατ. ευρώ αντίστοιχα. Το τελευταίο πακέτο ανακοινώθηκε στις 19/06/2024 και είχε ύψος 33 εκατ. ευρώ. Συνολικά, λοιπόν, τους τελευταίους 11 μήνες η κυβέρνηση διέθεσε 324,3 εκατ. ευρώ προσπαθώντας να αντιμετωπίσει την ακρίβεια, με επιεικώς αμφιλεγόμενα αποτελέσματα, αφού ακόμα και οι 4 εκατ. τουρίστες, ήταν δικαιούχοι των μειωμένων συντελεστών ΦΠΑ - όπως και οι ξένοι εργαζόμενοι που αμείβονται στην Κύπρο με πολύ υψηλές αποδοχές.
Στοχευμένη, όχι οριζόντια
Ας δούμε όμως τι θα συνέβαινε αν, αντί αυτών των μέτρων, η κυβέρνηση επέλεγε να δώσει κατά μέσο όρο στο κάθε άτομο που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας, δηλαδή στους 127.236 συμπολίτες μας, συμπλήρωμα στο εισόδημά τους, ώστε αυτό να φτάσει στο όριο της φτώχειας. Ο διάμεσος του εισοδήματος αυτής της κατηγορίας ανέρχεται στα 9.619 ευρώ και το όριο της φτώχειας ήταν το 2023 στα 11.324 ευρώ. Θα μπορούσε να καλύψει το κράτος τη διαφορά αυτή, δηλαδή κατά μέσο όρο τα 1.705 ευρώ (3.410 ευρώ στην περίπτωση ζεύγους) στον κάθε ένα από τους 127.236 συμπολίτες μας, ώστε κανένα νοικοκυριό να μην είναι κάτω από το όριο της φτώχειας.
Το κόστος μιας τέτοιας πρωτοβουλίας θα ήταν 217 εκατ. ευρώ. Θα είχαμε δηλαδή και εξοικονόμηση άνω των 100 εκατ. ευρώ σε σχέση με τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση, ταυτόχρονα όμως ο αντίκτυπος θα ήταν πολύ μεγαλύτερος. Και το πιο σημαντικό, τα χρήματα που θα έδινε το κράτος θα ήταν πλήρως στοχευμένα, θα πήγαιναν σε αυτούς που τα έχουν μεγαλύτερη ανάγκη, ενώ την ίδια στιγμή μεγάλο μέρος αυτών θα επέστρεφε στα κρατικά ταμεία μέσω έμμεσων φόρων.
Ειρήσθω εν παρόδω ότι είναι ιδιαίτερα σημαντικό όσο και επείγον να ενταθούν παράλληλα και οι προσπάθειες για ψηφιοποίηση της κρατικής μηχανής, δεδομένου ότι με μια σύγχρονη βάση δεδομένων, η υιοθέτηση των μέτρων, που προτείνω, θα έχει μηδαμινό διοικητικό κόστος.
Ανάκτηση εισοδημάτων
Ένα άλλο πολύ σημαντικό εύρημα της έρευνας είναι ο χρόνος που χρειάστηκε ώστε τα εισοδήματα των νοικοκυριών να φτάσουν στα επίπεδα του 2011 μετά τη μεγάλη κρίση του 2013. Για όλες ανεξάρτητα τις εισοδηματικές τάξεις χρειάστηκε να παρέλθει μια δεκαετία περίπου (το 2021 και 10 χρόνια μετά για τη μεσαία εισοδηματική τάξη, το 2022 και 11 χρόνια μετά για την κατώτατη εισοδηματική τάξη, το 2020 και 9 χρόνια μετά για την ανώτατη εισοδηματική τάξη), ώστε τα εισοδήματα, σε τρέχουσες αξίες, να φτάσουν ξανά τα επίπεδα του 2011 μετά την πτώση που υπήρξε το 2013 και τις αμέσως επόμενες χρονιές. Με απλά λόγια, η αγοραστική δύναμη του κάθε νοικοκυριού έχει μειωθεί αισθητά.
Ουσιαστικά οι πολίτες, ανεξαρτήτως εισοδηματικής τάξης, ζουν με επίπεδο εισοδημάτων προ δεκαετίας, ενώ έχουν να αντιμετωπίσουν το κόστος ζωής του 2024. Και είναι πλήρως κατανοητό γιατί μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα, ανεξαρτήτως εισοδήματος.
Τα κύρια, βασικά έξοδα σε κάθε νοικοκυριό είναι η αγορά τροφίμων, το ρεύμα, τα καύσιμα, και οι δόσεις για τα δάνεια. Ενδεικτικά αναφέρω ότι η αύξηση των τιμών των τροφίμων την τελευταία τετραετία (Αύγουστος 2020 σε σύγκριση με Αύγουστο 2024) ήταν της τάξης του 26%. Οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος εκτοξεύτηκαν κατά 108%. Η αύξηση στα καύσιμα ήταν 39% στο πετρέλαιο και 38% στη βενζίνη. Την τελευταία τετραετία η αύξηση στα επιτόκια υπερέβη το 150%. Συνεπώς, είναι αυτονόητο ότι όλες οι εισοδηματικές τάξεις επηρεάστηκαν δυσμενώς από τον πληθωρισμό. Η οικονομία μπορεί να δείχνει ότι πηγαίνει καλά, αλλά κάθε μέρα που περνά το μέσο νοικοκυριό δυσκολεύεται ακόμα περισσότερο, για αυτό και η αντίδραση των πολιτών και συνολικά της κοινωνίας είναι απόλυτα δικαιολογημένη.
Η οικογένεια στο επίκεντρο
Η ανάλυση όλων αυτών των δεδομένων μάς οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η λύση για την ελάφρυνση της μεσαίας τάξης είναι μονόδρομος: μια γενναία φορολογική μεταρρύθμιση, με τρόπο που θα λαμβάνονται υπόψη η σύνθεση και οι ανάγκες κάθε νοικοκυριού, κάθε οικογένειας. Να φορολογείται δηλαδή κάθε νοικοκυριό με ενιαία λογική, με βάση το οικογενειακό εισόδημα, τον αριθμό των μελών της οικογένειας και τις ανάγκες τους. Αυτός είναι ο δρόμος για να αυξηθεί το διαθέσιμο οικογενειακό εισόδημα της μεσαίας τάξης προκειμένου να ανταπεξέρχεται στο αυξημένο κόστος ζωής.
Η πρόταση, που και στο παρελθόν παρουσιάσαμε, για τη μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος, στηρίζεται στη λογική των συγκεκριμένων συντελεστών ισοδυναμίας που θα αποδίδονται σε κάθε μέλος του νοικοκυριού. Στην πράξη, το συνολικό εισόδημα θα διαιρείται με τον συντελεστή ισοδυναμίας του νοικοκυριού και έτσι θα προκύπτει το «οικογενειακό εισόδημα», το οποίο θα αποτελεί πλέον τη φορολογική βάση.
Για την αντιμετώπιση και του δημογραφικού προβλήματος, θα μπορούσαν να εισαχθούν ειδικά κίνητρα για τρίτο παιδί, για ΑμεΑ, καθώς και για φοιτητές.
Παραδείγματα
Για να δούμε το αποτέλεσμα μιας τέτοιας φορολογικής μεταρρύθμισης στην πράξη, ας εξετάσουμε το παράδειγμα ενός νοικοκυριού με 2 συζύγους που εργάζονται και αμείβονται με 35.000 ευρώ ο καθένας και έχουν 3 παιδιά. Με το υφιστάμενο φορολογικό σύστημα το νοικοκυριό πληρώνει φόρο εισοδήματος 6.900 ευρώ, ενώ με τη φορολογική μεταρρύθμιση που προτείνουμε, το νοικοκυριό θα πληρώσει φόρο εισοδήματος μόλις 100 ευρώ. Θα έχει δηλαδή μια αύξηση στο διαθέσιμό του εισόδημα κατά 6.800 ευρώ. Ας αναλογιστούμε επίσης οικογένεια με 2 συζύγους που εργάζονται και αμείβονται ετησίως με 40.000 και 26.000 ευρώ αντίστοιχα, και έχουν 1 παιδί. Με το υφιστάμενο φορολογικό σύστημα η οικογένεια πληρώνει φόρο εισοδήματος 6.185 ευρώ ενώ με την υλοποίηση της μεταρρύθμισης που προτείνεται, το νοικοκυριό θα πληρώσει φόρο εισοδήματος 2.950 ευρώ. Δηλαδή το διαθέσιμο εισόδημα του νοικοκυριού θα αυξηθεί κατά 3.235 ευρώ.
Σημειώνεται ότι ο συντελεστής αυτός θα είναι μηδέν στην περίπτωση όπου τα εισοδήματα είναι πάνω από ένα λογικό όριο οροφής (π.χ. των 100.000-120.000 ευρώ - αυτό μπορεί να είναι αποτέλεσμα ενός κοινωνικού διαλόγου), ενώ φορολογικοί κάτοικοι που επιλέγουν να ενταχθούν στις ειδικές κατηγορίες απαλλαγής είτε του 50%, είτε του 20% του εισοδήματός τους λόγω πρώτης εργοδότησης στη χώρα, δεν θα μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο της φορολόγησης του οικογενειακού εισοδήματος. Επιπρόσθετα, το κάθε νοικοκυριό θα έχει την επιλογή το φορολογητέο εισόδημά του, είτε να υπολογίζεται με το υφιστάμενο σύστημα, είτε να εντάσσεται στις ρυθμίσεις του οικογενειακού φορολογικού συστήματος.
Η φορολογική μεταρρύθμιση θα μπορούσε να συμπεριλάβει και άλλες καινοτομίες, ώστε να γίνει ένα ακόμα πιο ισχυρό εργαλείο, ικανό να συμβάλει στην αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των νοικοκυριών, παρέχοντας τη δυνατότητα στους πολίτες να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά το κύμα ακρίβειας που βιώνουμε. Για παράδειγμα, τα εισοδήματα από υπερωριακή εργασία θα μπορούσαν να μην φορολογούνται, έτσι ώστε οι εργαζόμενοι που αναγκάζονται να δουλεύουν υπερωρίες για να τα βγάλουν πέρα να νιώθουν την επιβράβευση από την Πολιτεία στην προσπάθειά τους να αυξήσουν το εισόδημά τους.
Επίσης, για τις κατηγορίες επαγγελμάτων όπου παρατηρούνται χαμηλές απολαβές, οι εργοδότες που θα προσφέρουν μισθό στους εργαζόμενους τους πέραν του ελάχιστου θα μπορούσαν να λαμβάνουν επιπλέον έκπτωση από τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, ως κίνητρο για να προσφέρουν καλύτερες αμοιβές στους εργαζόμενους, σε μια προσπάθεια να καταστούν οι μισθοί επαρκείς για αρκετούς συμπολίτες μας, συμβάλλοντας παράλληλα στην αύξηση της παραγωγικότητας. Το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και με τις συνεισφορές σε ταμεία προνοίας για ενίσχυση του δεύτερου πυλώνα του συνταξιοδοτικού συστήματος.
Στήριξη της μεσαίας τάξης
Όπως έχω πει επανειλημμένως στο παρελθόν, η μεσαία τάξη είναι η μάζα των συμπολιτών μας που μόνο πληρώνουν φόρους χωρίς να παίρνουν κάτι από το κράτος. Η κατώτερη εισοδηματική τάξη λαμβάνει διάφορα επιδόματα και η ανώτερη εισοδηματική τάξη, που είναι η τάξη των επιχειρηματιών, λαμβάνει διάφορα κίνητρα, τα οποία αξιοποιούν οι επιχειρήσεις τους. Η μόνη που δεν λαμβάνει, αλλά μόνο καταβάλλει, είναι η μεσαία τάξη κι αυτή είναι η τάξη που θα επωφεληθεί περισσότερο από μια φορολογική μεταρρύθμιση που θα λαμβάνει υπόψη το οικογενειακό εισόδημα, τη σύνθεση και τις ανάγκες της οικογένειας. Μαζί βεβαίως και με τα υπόλοιπα μέτρα που προτείνουμε, τα οποία θεωρούμε ότι θα συμβάλουν στην αύξηση του διαθέσιμου οικογενειακού εισοδήματος και σε μια πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων του πληθωρισμού.
Αυτός θα ήταν και ο καλύτερος τρόπος να αντιμετωπιστεί η ακρίβεια. Με στήριξη και αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος της μεσαίας τάξης, με μια θαρραλέα και καινοτόμο φορολογική μεταρρύθμιση, αλλά και με ταυτόχρονη αλλαγή στην επιδοματική πολιτική ώστε, με την αρωγή του κράτους, κανένας συμπολίτης μας να μην έχει εισόδημα κάτω από το όριο της φτώχειας.
Επίσης, παράλληλα με τη φορολογική μεταρρύθμιση είναι απαραίτητο να εξεταστεί σοβαρά και η αφαίρεση τόκων μέχρι 12.000 ευρώ από το φορολογητέο εισόδημα, για στεγαστικά δάνεια κύριας κατοικίας ύψους μέχρι (για παράδειγμα) 200.000 ευρώ. Ένα τέτοιο μέτρο θα βοηθούσε έμπρακτα τα νεαρά ζευγάρια να αποκτήσουν τη δική τους στέγη. Μια άλλη ιδέα θα ήταν τα ενοίκια μέχρι 12.000 ευρώ ετησίως να φοραπαλλάσσονται με την υποχρέωση της χαρτοσήμανσης του ενοικιαστήριου (αυτό θα βοηθούσε και στην εξάλειψη φοροδιαφυγής από τους ιδιοκτήτες των ενοικιαζόμενων υποστατικών).
Την ίδια στιγμή θα πρέπει να υπάρξει και συζήτηση για τη δίκαιη φορολόγηση όλων των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται και δημιουργούν κέρδη στην κυπριακή αγορά, εφόσον οι μεν Κύπριοι μέτοχοι καταβάλλουν 17% εισφορά στη λογιζόμενη διανομή μερίσματος, ενώ οι δε ξένοι εξαιρούνται και δεν πληρώνουν.
Παράλληλα πρέπει να εξετάσουμε μεταρρυθμίσεις και μέτρα τα οποία θα συμβάλουν θετικά στη μείωση των εξόδων κάθε οικογένειας και στην καλύτερη εξυπηρέτησή τους, όπως είναι η συνεχής οικονομική στήριξη με επιδότηση των διδάκτρων και της σίτισης σε βρεφονηπιακούς σταθμούς και νηπιαγωγεία μέχρι να πάει το παιδί στην προδημοτική εκπαίδευση, η ολική εφαρμογή του ολοήμερου σχολείου, η παροχή κινήτρων για ίδρυση βρεφονηπιακών σταθμών με διευρυμένο ωράριο εντός ή πολύ κοντά σε χώρους εργασίας όπου υπάρχει μεγάλη συγκέντρωση εργαζομένων και η καταβολή εφάπαξ ποσού την ημέρα της έκδοσης του πιστοποιητικού γεννήσεως με το ποσό να αυξάνεται για κάθε επιπλέον παιδί.
Ένα άλλο θέμα που πρέπει να μπει επίσης στη συζήτηση είναι και η μερική φοροαπαλλαγή των οικογενειών για τα δίδακτρα που πληρώνουν για τη φοίτηση των παιδιών τους σε ιδιωτικά σχολεία δημοτικής και μέσης εκπαίδευσης.
Επιδίωξα να καταδείξω, με τρόπο εύληπτο και τεκμηριωμένο, ότι η μακρά περίοδος οικονομικής ανασφάλειας που βιώνει η κοινωνία μας απαιτεί γενναίες πολιτικές πρωτοβουλίες, με επίκεντρο μια τολμηρή φορολογική μεταρρύθμιση. Μόνο με αυτόν τον τρόπο, η μεσαία τάξη, ο μόνιμος μεγάλος αιμοδότης -και αδικημένος- του φορολογικού συστήματος, θα μπορέσει να σηκώσει κεφάλι, να ανταποκριθεί στις δυσκολίες που δημιουργούν οι συνθήκες της ακρίβειας και να αντιμετωπίσει το μέλλον με αισιοδοξία και δημιουργικότητα. Όσο η μεσαία τάξη δεν μπορεί να «αναπνεύσει», το μέλλον της χώρας μας θα παραμένει αβέβαιο.