Η στάση κρατών της κεντρικής Ευρώπης που συντάχθηκαν με τον Χίτλερ πριν τον Πόλεμο αποτελεί, μέχρι σήμερα, αμφιλεγόμενο ζήτημα. Ιδιαίτερα, θέτει κρίσιμα ερωτήματα, που δεν έχουν ακόμη απαντηθεί οριστικά, αναφορικά με τον βαθμό ευθύνης και των λαών, όχι μόνο των κυβερνήσεων των χωρών αυτών. Ακόμη ένα ερώτημα, που παραμένει ανοικτό, είναι ο βαθμός στον οποίο η στάση αυτών των κρατών συνέβαλε στη δρομολόγηση του Πολέμου.
Ορισμένα κράτη αντιστάθηκαν, ωστόσο, άλλα επένδυσαν το μέλλον τους στη Γερμανία, επιτρέποντας έτσι πιο εύκολα την καταστροφική επέκταση του Τρίτου Ράιχ. Η γερμανική αντικομμουνιστική προπαγάνδα, οι αποτυχίες του Στάλιν, ο μύθος του Χίτλερ, ο φασισμός ως σύγχρονος κανόνας, και η εξωτερική πολιτική του Χίτλερ, ήταν οι κύριοι λόγοι. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κυβερνήσεις και λαϊκές μάζες στην Ουγγαρία, τη Σλοβακία, την Κροατία και τη Ρουμανία ήταν συχνά πιο πρόθυμες να ακολουθήσουν τον Χίτλερ παρά τον Στάλιν για λόγους πολιτικού συμφέροντος, ωστόσο, η στάση των πληθυσμών, στην πλειονότητά τους, διέφερε σημαντικά.
Μέσω της αντικομμουνιστικής και φιλοναζιστικής προπαγάνδας, ο Χίτλερ κατάφερε να πείσει μέρος του πληθυσμού της κεντρικής Ευρώπης ότι μια συμμαχία μαζί του ήταν καλύτερη από μια συμμαχία με τον Στάλιν. Η ναζιστική προπαγάνδα, υπό την καθοδήγηση του Γκέμπελς, επηρέασε σημαντικά την κοινή γνώμη σε κάποιες κεντροευρωπαϊκές χώρες αξιοποιώντας τον φόβο του κομμουνισμού και τις αποτυχίες του σταλινικού καθεστώτος. Η προπαγάνδα παρουσίαζε τους κομμουνιστές και τους Σοβιετικούς ως «μεγάλους εχθρούς της Γερμανίας και της Ευρώπης». Ο Χίτλερ χρησιμοποίησε τον εμπρησμό του Ράιχσταγκ (27 Φεβρ 1933) για να κατηγορήσει τους κομμουνιστές, παρά το γεγονός ότι ο εμπρηστής, όπως καταδείχθηκε στη δίκη, είχε ενεργήσει αυτόνομα και χωρίς συνεργασία ή υπόδειξη από οποιοδήποτε οργανωμένο σύνολο. Χρησιμοποιώντας τη ρωσική επανάσταση του 1917 για να καλλιεργήσει τον φόβο της επέκτασης των Σοβιετικών, κατόρθωσε να στρατεύσει λαΙκές μάζες στην κεντρική Ευρώπη σε αυτό που αποκαλούσε «σταυροφορία κατά του μπολσεβικισμού». Η προπαγάνδα προώθησε τις επιτυχίες του Χίτλερ και τις αποτυχίες του Στάλιν στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική. Αν και η προπαγάνδα είχε επίδραση, δεν έπεισε μαζικά τους πληθυσμούς. Πολλοί ακολούθησαν τον Χίτλερ υπό πίεση, υπό απειλή, ή με υποσχέσεις για εθνικά ανταλλάγματα.
Αντίθετα, ο Στάλιν δεν χρησιμοποίησε επαρκώς την «δύναμη» της δημόσιας ομιλίας και τακτικές για να κερδίσει οποιοδήποτε «προπαγανδιστικό πλεονέκτημα». Κατά τη διάρκεια του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, πραγματοποίησε μόνο ενιά σημαντικές ομιλίες, διευκολύνοντας τη δουλειά του Γκέμπελς. Ο Στάλιν εφάρμοσε ένα τεράστιο πρόγραμμα κολεκτιβοποίησης που οδήγησε στον γνωστό ως κόκκινο λιμό του 1932-33 κατά τον οποίο εκατομμύρια πέθαναν από την πείνα, ενισχύοντας την εικόνα του σοβιετικού καθεστώτος ως καταπιεστικού και απάνθρωπου. Οι Σοβιετικοί είχαν στο στόχαστρο συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες, αριστοκράτες, ιερείς, επιχειρηματίες, εύπορους αγρότες. Αυτές οι ομάδες έπαιξαν ηγετικό αντισοβιετικό ρόλο στην πολιτική του Μεσοπολέμου στην Κεντρική Ευρώπη. Ως εκ τούτου, ο Στάλιν έχασε σημαντική πιθανή υποστήριξη. Τάχθηκε ενάντια στον ελιτισμό και τους καπιταλιστές γαιοκτήμονες, χαρακτηρίζοντάς τους εχθρούς του προλεταριάτου και του κράτους. Μέσα από τη πάλη των τάξεων, «τάξη εναντίον τάξης», ο Χίτλερ κέρδισε την υποστήριξη ενός σημαντικού ποσοστού ανθρώπων στις κεντροευρωπαϊκές χώρες που στοχοποιούνταν από τους Σοβιετικούς.
Αντί για σταδιακά εργαλεία πειθούς, ο Στάλιν χρησιμοποίησε τον φόβο και τη βία για την επιβολή της κολεκτιβοποίησης. Η κατάσταση βίας του Στάλιν πέρασε στην κεντρική Ευρώπη ως κατάσταση τρόμου. Η σκληρότητα των πολιτικών του Στάλιν ευνόησε τον Χίτλερ και αποτέλεσε επιχείρημα υπέρ του εθνικοσοσιαλισμού. Το 1937-38 η σοβιετική αστυνομία ασφαλείας συνέλαβε περίπου μισό εκατομμύριο, εκτέλεσε και φυλάκισε χιλιάδες. Μέχρι το τέλος του 1940, περίπου δύο εκατομμύρια βρίσκονταν σε στρατόπεδα εργασίας Γκουλάγκ. Σε λαϊκά στρώματα των Βαλτικών κρατών (Λετονία, Λιθουανία, Εσθονία), που καταλήφθηκαν από την Σοβιετική Ένωση, αρχικά έβλεπαν τους Ναζί ως απελευθερωτές, ωστόσο η ναζιστική κατοχή οδήγησε σε μαζικές διώξεις και διάψευση ελπίδων.
Ο Χίτλερ, με τον προσωπικό μαγνητισμό που ασκούσε στα πλήθη, μπόρεσε να επεκτείνει την επιρροή του ναζισμού σε λαϊκές μάζες του κεντροευρωπαϊκού χώρου. Παρουσίασε τον ναζισμό ως μια σύγχρονη ανανεωτική δύναμη που υποσχόταν εθνική αναγέννηση μέσα από μια υποτιθέμενη επιστημονική ανωτερότητα της «άριας φυλής». Οι ψευδοεπιστημονικές του θεωρίες, συνδεδεμένες με τη βιολογία, δημιούργησαν μια ξεχωριστή κοινωνική κατηγορία που θεωρούνταν, σωματικά, πολιτισμικά και πνευματικά ανώτερη με γενετικές και φυλετικές ιδιότητες. Κατάφερε να δημιουργήσει μια αίσθηση «ταυτότητας, ανήκειν, και σκοπού» ως κοινό παρονομαστή για τους υποστηρικτές του. Ήταν μετά τη μάχη του Στάλινγκραντ που το χάρισμα του Χίτλερ τέθηκε υπό σοβαρή αμφισβήτηση.
Επιπλέον, η εξωτερική πολιτική του Χίτλερ αύξησε τη δημοτικότητά του. Ο Ρουμάνος πρωθυπουργός Ταταρέσκου συμφώνησε να ακολουθήσει τη γερμανική εξωτερική πολιτική εάν μπορούσαν να του εξασφαλίσουν προστασία από τη Σοβιετική Ένωση, πιστεύοντας ότι μόνο η Γερμανία θα μπορούσε να κρατήσει τη Σοβιετική Ένωση έξω από τη Ρουμανία, με τον Χίτλερ να τους παραχωρεί ορισμένα ανατολικά εδάφη. Ο Ούγγρος ναύαρχος Χόρτι έκανε συμφωνία με τον Χίτλερ για να πάρει πίσω τα παλιά τους εδάφη από την Τσεχοσλοβακία με αντάλλαγμα την είσοδο στον πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Επίσης, μοιράζονταν τον στόχο της χαλάρωσης του γαλλικού συστήματος συμμαχιών στην Ανατολική και Νοτιοανατολική Ευρώπη. Ο Κροάτης υπουργός και ηγετική μορφή της εποχής, Μίλε Μπούντακ, και ο Χίτλερ είχαν έναν κοινό σκοπό ενάντια στους Σοβιετικούς, πιστεύοντας ότι αυτή η σταυροφορία ήταν μια μάχη που έπρεπε να ενώσει τους Ευρωπαίους.
Μέσα στο ρευστό διεθνές κλίμα που δημιούργησε η άνοδος του Χίτλερ και η ταχύτατη άνοδος της γερμανικής στρατιωτικής δύναμης, οι κεντροευρωπαϊκές χώρες που βίωναν την επιθετικότητα του σταλινικού σοβιετικού καθεστώτος, βρέθηκαν «μεταξύ σφύρας και άκμονος». Όσο δεν είχε ακόμα αποκαλυφθεί το πραγματικό πρόσωπο του ναζισμού, δεν ήταν παράδοξο ο φόβος του Στάλιν να οδηγήσει τόσο κυβερνήσεις όσο και -χαμηλά κυρίως- κοινωνικά στρώματα σε αυτές τις χώρες σε φιλογερμανικές στάσεις. Τα κριτήρια μπορεί να ήταν κυρίως εθνικά. Λειτουργούσε όμως, κάποτε άδηλα, κάποτε έκδηλα, και ο ιδεολογικός φόβος για το σοβιετικό σταλινικό μοντέλο.
*Η Σοφία Χριστοδούλου είναι Νομικός.