Είναι να απορεί κανείς πώς από επίσημα χείλη είτε μελών της Εκτελεστικής Εξουσίας είτε εντεταλμένων θεσμών και φορέων, χωρίς ίχνος προβληματισμού αλλά και ενδοιασμού, τίθεται σήμερα εκ νέου θέμα αύξησης της τιμής του ηλεκτρικού ρεύματος σε αυτή τη χώρα. Να ρίχνει στον αέρα η ΑΗΚ ένα αίτημα προς τη ΡΑΕΚ για αυξήσεις της τάξης ακόμη και του 7,5% με στόχο να προδιαθέσει την κοινή γνώμη ότι οι αυξήσεις είναι αναπόφευκτες. Ακολούθως να έρχεται ο υπουργός Ενέργειας και να πλειοδοτεί ότι οι αυξήσεις αυτές δεν θα ξεπερνούν το 3-3,5%, χαρακτηρίζοντάς τις μάλιστα, κατά τρόπο αφελή ή εν τη ελαφρότητα του λόγου του, ως «μικρές αποκλίσεις» και «εύλογα έξοδα», ωσάν και τα χιλιάδες νοικοκυριά που υποφέρουν από οικονομική δυσπραγία είναι σε θέση να θεωρούν ανεπαίσθητες τις όποιες αυξήσεις πρεμοντάρει ο ίδιος ο υπουργός για να επιβληθούν με στόχο, όπως διατείνεται, να καλυφθούν τα «εύλογα έξοδα» της ΑΗΚ. Ο οποίος -θυμίζουμε- υπουργός Ενέργειας προφανώς είχε ακούσει πριν περίπου έναν μήνα τον ίδιο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατά τη διάρκεια συνάντησής του με την ηγεσία της ΑΗΚ και της ΡΑΕΚ, να διαβεβαιώνει πως «είχα ζητήσει να μην προστεθούν αυξήσεις» και στο Προεδρικό να κάνουν την ίδια ώρα λόγο για αυστηρό μήνυμα του Προέδρου προς τους δύο θεσμούς.
Μόνο και μόνο που αυτές τις ημέρες όλοι οι θεσμοί συζητούν αυξήσεις στο ρεύμα στη χώρα με τα πιο υψηλά τιμολόγια ηλεκτρισμού στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι από μόνο του αυτό το γεγονός πρόκληση. Τη στιγμή δε κατά την οποία παρατηρείται μείωση των τιμών των καυσίμων με την παγκόσμια πτώση τους, εδώ ορισμένοι επικαλούνται ενίσχυση των αναπτυξιακών έργων για να συνεχιστεί η αφαίμαξη των αδύνατων οικονομικά νοικοκυριών τα οποία κάνουν μάχη για να ανταποκριθούν στις εξοφλήσεις των λογαριασμών τους.
Δυστυχώς, ο αρμόδιος υπουργός αλλά και οι εμπλεκόμενοι φορείς προσποιούνται ότι δεν αντιλαμβάνονται πως στη σημερινή συγκυρία χιλιάδες συμπατριώτες μας βρίσκονται αντιμέτωποι με μια πρωτογενή πραγματικότητα όπως είναι η ενεργειακή φτώχεια. Δεν αντιλαμβάνονται ότι τα νοικοκυριά δεν μπορούν να επιβιώσουν με επικοινωνιακά τερτίπια και δημαγωγικές φανφάρες περί ανάγκης να «υπάρξει ανταγωνιστική αγορά» μέσω νέων έργων υποδομής για να έρθουν, κάποτε και κάποια στιγμή, μειώσεις. Η πρακτική ωστόσο αυτής της πολιτικής, η οποία ποσώς έχει χαρακτηριστικά στήριξης των αδύνατων νοικοκυριών, δεν είναι ούτε κοινωνική ούτε φιλολαϊκή. Είναι αναποτελεσματική και, κυρίως, αντιλαϊκή.