Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), που έκρινε το επενδυτικό πρόγραμμα πολιτογραφήσεων της Μάλτας ως αντίθετο με το ευρωπαϊκό δίκαιο, αποτελεί ισχυρό μήνυμα όχι μόνο προς τη Βαλέτα αλλά και προς άλλες χώρες που εφάρμοσαν αντίστοιχες πολιτικές, περιλαμβανομένης και της Κύπρου. Η Κύπρος, με το δικό της πρόγραμμα πολιτογραφήσεων που λειτούργησε από το 2007 μέχρι το 2020, είχε ήδη βιώσει σοβαρές επιπτώσεις: διεθνή δυσφήμιση, κυρώσεις, εσωτερικές πολιτικές αναταράξεις και εκτεταμένη κοινωνική δυσπιστία απέναντι στους θεσμούς. Η απόφαση του ΔΕΕ ενισχύει την ευρωπαϊκή θέση ότι η ιθαγένεια δεν είναι εμπορεύσιμο προϊόν αλλά θεμελιώδης έννοια πολιτικής συμμετοχής και κοινού ευρωπαϊκού δεσμού.
Παρότι η Κύπρος τερμάτισε το πρόγραμμα πριν την καταδικαστική αυτή απόφαση για τη Μάλτα, οι παραλληλισμοί είναι αναπόφευκτοι. Το κυπριακό πρόγραμμα επέτρεψε πολιτογραφήσεις χωρίς ουσιαστικό δεσμό με τη χώρα, με αποτέλεσμα να απονεμηθούν διαβατήρια σε πρόσωπα αμφιλεγόμενης προέλευσης ή υπό διεθνείς κυρώσεις. Η διαχείριση των υποθέσεων αυτών, πολλές από τις οποίες εξετάζονται ακόμη από τη Δικαιοσύνη, θα κρίνει σε μεγάλο βαθμό και το πώς η χώρα μας θα αποκαταστήσει την αξιοπιστία της.
Η απόφαση του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν αποτελεί απλώς υπόθεση που αφορά άλλη χώρα. Είναι ένα σαφές μήνυμα προς όλα τα κράτη μέλη ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ανέχεται πρακτικές που υπονομεύουν τον πυρήνα της κοινής ευρωπαϊκής ιθαγένειας και διαβρώνουν τη θεσμική και αξιακή της συνοχή. Για την Κύπρο, η απόφαση αυτή συνιστά σημαντική ευκαιρία ενδοσκόπησης και επανεκτίμησης του τρόπου με τον οποίο σχεδιάζονται, υλοποιούνται και ελέγχονται προγράμματα που σχετίζονται με την απονομή ιθαγένειας ή επενδυτικών κινήτρων. Η ενίσχυση της διαφάνειας, η θεσμική λογοδοσία και η αυστηρή προσήλωση στις ευρωπαϊκές αρχές είναι αναγκαίες για να αποκατασταθεί η αξιοπιστία και να διασφαλιστεί ότι δεν θα επαναληφθούν τα λάθη του παρελθόντος.
Η Κύπρος δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοήσει τα ηχηρά μηνύματα των καιρών και τις αυξανόμενες απαιτήσεις για θεσμική υπευθυνότητα και ευρωπαϊκή συμμόρφωση. Οφείλει, έστω και εκ των υστέρων, να αποδείξει στην πράξη ότι σέβεται τις θεμελιώδεις αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως η διαφάνεια, η δικαιοκρατία και η ισονομία. Αυτό απαιτεί όχι μόνο τη δημόσια παραδοχή των λαθών του παρελθόντος αλλά και τη λήψη συγκεκριμένων διορθωτικών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων ουσιαστικών θεσμικών και νομοθετικών πρωτοβουλιών, ώστε να ενισχυθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών και των ευρωπαϊκών εταίρων στη λειτουργία του κυπριακού κράτους.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη