Η απόφαση του ΕΔΔΑ για την πολύκροτη υπόθεση καταγγελίας βιασμού νεαρής γυναίκας από πολιτικό πρόσωπο δεν έχει να κάνει αποκλειστικά με το γεγονός ότι ο κατηγορούμενος για βιασμό ανήκει στον ίδιο πολιτικό χώρο με εκείνο του Βοηθού Γενικού Εισαγγελέα. Αυτό που τονίζει το ΕΔΔΑ είναι ότι οι κυπριακές Αρχές παραβίασαν όχι μόνο το δικαίωμα της αιτούσας για προστασία από απάνθρωπη μεταχείριση και την ιδιωτική της ζωή αλλά και το θεμελιώδες δικαίωμα για ισότητα ανεξαρτήτως φύλου, επισημαίνοντας μάλιστα ρητά ότι ο ίδιος ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας «χρησιμοποίησε σεξιστικά στερεότυπα κατά την αξιολόγηση της υπόθεσης». Ο Βοηθός Γενικός Εισαγγελέας αποφάσισε μόνος του, χωρίς να ακούσει καμιά επιστημονική άποψη, ότι το θύμα τα ήθελε και τα έπαθε (she had only herself to blame for what had happened to her). Ανέμενα –λανθασμένα, όπως αποδείχθηκε- η φράση «σεξιστικά στερεότυπα» να άγγιζε τις ευαίσθητες χορδές των διαφόρων γυναικείων οργανώσεων. Σε κάποια άλλη ευρωπαϊκή χώρα πιθανότατα να υπήρχε ξεσηκωμός των γυναικών.
Ο σεξισμός είναι ένα φαινόμενο που απασχολεί τους κοινωνιολόγους και τους κοινωνικούς επιστήμονες διότι στρέφεται εναντίον κάποιου με βάση το φύλο ή το γένος του. Μπορεί να περιλαμβάνει αρνητικές στάσεις, πεποιθήσεις και συμπεριφορές που αντιμετωπίζουν τα άτομα, άδικα, λόγω των ρόλων που τους αποδίδονται με βάση το φύλο τους. Ο σεξισμός επηρεάζει κυρίως τις γυναίκες και τα κορίτσια. Αντί η Πολιτεία, μέσω των αξιωματούχων της, να καταβάλλει άοκνες προσπάθειες να ενδυναμώσει όσες γυναίκες έχουν υποστεί σεξουαλική βία μέσω της ενσυναίσθησης, της αλληλεγγύης και της δύναμης του αριθμού, δείχνοντας με τρόπο ορατό πόσες γυναίκες έχουν υποστεί σεξουαλική βία και παρενόχληση, ειδικά στον χώρο εργασίας και από πολιτικούς, κάνει ακριβώς το αντίθετο, όπως μαρτυρεί το ΕΔΔΑ.
Η ιστορία του γυναικείου φύλου στη χώρα μας είναι τραγική. Το δικαίωμα ψήφου των γυναικών εισήχθη στην Κύπρο με την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας το 1960. Από εκείνη την ημέρα, οι ίδιες οι γυναίκες και οι γενιές που ακολούθησαν πήραν την ελευθερία τους στα χέρια τους, αγωνιζόμενες για τα δικαιώματά τους. Εξήντα πέντε χρόνια μετά από την ανεξαρτησία μας, οι Κύπριες γυναίκες εξακολουθούν να αγωνίζονται όχι μόνο για τις δουλειές και τα δικαιώματά τους αλλά και για την ίδιά τους τη ζωή. Σύμφωνα με την Έκθεση του Μεσογειακού Ινστιτούτου Σπουδών Φύλου (MIGS, 2024), τα στοιχεία για την Κύπρο είναι ανησυχητικά, καθώς 36,1% των Κυπρίων γυναικών έχει βιώσει σωματική ή σεξουαλική βία, 44,5% έχει υποστεί κακοποίηση από τον σύντροφό του ενώ καταγράφηκαν 41 γυναικοκτονίες την τελευταία δεκαετία (2013-2023). Σε μια εκδήλωση που διοργανώθηκε από το Πανεπιστήμιο Λεμεσού τον περασμένο Μάρτη ενάντια στην έμφυλη βία, η διευθύντρια του Κέντρου για τη Διαφορετικότητα και Ισότητα του Πανεπιστημίου, δρ Άντρη Χατζηανδρέου, ανέφερε ότι «η διάχυτη βία κατά των γυναικών στην Κύπρο είναι μια εθνική κρίση που απαιτεί διαρκή και αποφασιστική δράση». Ο δε πρύτανης του Πανεπιστημίου, Θεόδωρος Παναγιώτου, είπε πως «η βία κατά των γυναικών δεν είναι μόνο γυναικείο ζήτημα –είναι ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων» και πως «η ώρα για δράση είναι τώρα». Μάλιστα! Παρά την κατάργηση από τους Άγγλους των δολοφονιών τιμής και των επανορθωτικών γάμων, παρά τις δεκαετίες φεμινιστικών αγώνων, παρά την αναγνώριση του βιασμού ως εγκλήματος κατά του προσώπου και όχι κατά της ηθικής, το όραμα του γυναικείου σώματος ως αντικειμένου προς κατοχή και υποταγή εξακολουθεί να αντηχεί στην κουλτούρα της Κύπρου.
Ο σεξισμός είναι απότοκο της πατριαρχική δομής της κυπριακής κοινωνίας. Όταν λέμε «πατριαρχία» εννοούμε βέβαια την κυριαρχία/υπεροχή του πατέρα. Αυτή η κυριαρχία ορίζεται ως η άνιση κατανομή της εξουσίας μεταξύ ανδρών και γυναικών σε ορισμένες πτυχές της κοινωνίας ή ως μια πρωτόγονη κοινωνική οργάνωση στην οποία η εξουσία ασκείται από έναν άνδρα αρχηγό της οικογένειας, με τη δυνατότητα επέκτασης της εξουσίας αυτής σε μακρινούς συγγενείς. Στην κυπριακή πολιτιστική ιστορία, η οικονομική και νομική ηγεσία της οικογένειας ασκείται πάντοτε από τον πατέρα και αυτό το μερίδιο εξουσίας επέτρεψε στους άνδρες να δημιουργήσουν μια ισχυρή άνιση σχέση με το γυναικείο φύλο. Ως αποτέλεσμα, η πατριαρχική ιδεολογία έχει προσκολληθεί σε άλλους κοινωνικούς θεσμούς που βασίζονται στην ανισότητα, είτε πρόκειται για την Εκπαίδευση, τον πλούτο είτε την εργοδότηση, χάρη σε κοινωνικοπολιτικούς μηχανισμούς που αναπαράγουν και ασκούν την ανδρική κυριαρχία επί των γυναικών. Οι γυναίκες, επομένως, θεωρούνται κατώτερες και χειραγωγήσιμες, σε αυτή την οργάνωση της κοινωνίας, και αποκλείονται συστηματικά από τους θεσμούς που έχουν μεγαλύτερη οικονομική, πολιτική, πολιτιστική και θρησκευτική δύναμη. Στην πατριαρχική κουλτούρα, η βία θεωρείτο ανέκαθεν ο μόνος δυνατός τρόπος για την επίτευξη των επιθυμιών κάποιου, το μόνο χρήσιμο εργαλείο που επιτρέπει την επίτευξη της νίκης. Από την ψυχολογική εξουσία επί του συντρόφου, προχωρήσαμε στη συνέχεια στη σωματική κατοχή, μέχρι τη βία και τις γυναικοκτονίες, δύο φαινόμενα που εξακολουθούν να είναι πολύ παρόντα στην Κύπρο σήμερα. Στους λόγους που γράφουν οι δικαστές, οι οποίοι δεν επιβάλλουν ποινές ισόβια σε βιαστές και δολοφόνους, συχνά διαβάζαμε ότι το θύμα ήταν «ατίθασο», ότι το λεγόμενο σύντομο χούφτωμα δεν ήταν σοβαρό έγκλημα και πολλά άλλα που αναπόφευκτα οδηγούν σε φαινόμενα όπως η δευτερογενής θυματοποίηση, η υποβάθμιση, ο ευτελισμός και η κανονικοποίηση της ανδρικής βίας κατά των γυναικών.
*Οικονομολόγος, κοινωνικός επιστήμονας