Σε μια κρίσιμη συγκυρία για την Πολιτεία και την κοινωνία, η φονική πυρκαγιά που κατέκαψε την ορεινή Λεμεσό λειτούργησε ως καταλύτης για τη σύγκρουση δύο διαφορετικών προσεγγίσεων: της ουσιαστικής αξιολόγησης και αναδόμησης της διαχείρισης κρίσεων, και της αναπαραγωγής πολιτικής και κομματικής αντιπαλότητας. Ενώ η αποστολή της δεκαμελούς ομάδας ειδικών του αμερικανικού ATF (Bureau of Alcohol, Tobacco, Firearms and Explosives) στην Κύπρο, με εντολή του Προέδρου Χριστοδουλίδη, σηματοδοτεί μια στροφή προς την επιστημονικά τεκμηριωμένη ανάλυση και διερεύνηση, η συζήτηση και θεσμική διαχείριση του ζητήματος στη Βουλή των Αντιπροσώπων αποδείχθηκε ανεπαρκής, εγκλωβισμένη σε κομματικά αντανακλαστικά, και μικροπολιτικές και επικοινωνιακές προσεγγίσεις. Η αμερικανική ομάδα, που διαθέτει εμπειρία σε διεθνή περιστατικά μεγάλης κλίμακας, αναλαμβάνει την αξιολόγηση των αιτίων και της εξέλιξης της πυρκαγιάς, εξετάζοντας δορυφορικά δεδομένα, ενδεχόμενα εμπρηστικά ή εγκληματικά στοιχεία και τη λειτουργικότητα του μηχανισμού απόκρισης. Πρόκειται για μια πρωτοβουλία υψηλής πολιτικής και επιχειρησιακής αξίας που επιβεβαιώνει την πρόθεση του Προέδρου για αντικειμενική ανάγνωση της πραγματικότητας, με στόχο την αναθεώρηση υφιστάμενων διαδικασιών και τη χάραξη στρατηγικής πρόληψης.
Την ίδια στιγμή, όμως, η έκτακτη συνεδρίαση των Επιτροπών Εσωτερικών, Γεωργίας και Περιβάλλοντος της Βουλής δεν κατόρθωσε να αξιοποιήσει την τραγωδία ως αφορμή για θεσμική αξιολόγηση και αυτογνωσία. Αντί για συντονισμένη και υπεύθυνη συζήτηση γύρω από τις δυσλειτουργίες του μηχανισμού πολιτικής προστασίας, την επιχειρησιακή ετοιμότητα της Πυροσβεστικής, τις καθυστερήσεις στην κινητοποίηση και τη μη εφαρμογή πορισμάτων προηγούμενων καταστροφών, η συνεδρίαση μετατράπηκε σε πεδίο μικροπολιτικής σύγκρουσης. Η απουσία του γενικού διευθυντή του Υπουργείου Γεωργίας έγινε σημείο αιχμής, υπερκαλύπτοντας την ουσία και επιτρέποντας στον πολιτικό διάλογο να εκτραπεί προς μικροπολιτικές αντιπαραθέσεις και ετεροχρονισμένη απόδοση ευθυνών.
Παρά τις παρεμβάσεις τεχνοκρατών και κοινοταρχών, και τη διαμαρτυρία τοπικού άρχοντα που αποχώρησε καταγγέλλοντας την έλλειψη ουσιαστικού διαλόγου, η Βουλή απέτυχε να λειτουργήσει ως εργαλείο λογοδοσίας και παραγωγής πολιτικής πρόληψης. Αντί να ενισχύσει τη συλλογική ετοιμότητα ενόψει νέων κρίσεων, αναπαρήγαγε το γνώριμο μοτίβο της θεσμικής αδράνειας και αναποτελεσματικότητας. Έτσι, ενώ η κυβέρνηση φαίνεται να αναζητεί την τεχνοκρατική αλήθεια και αποτελεσματική αντιμετώπιση μέσω της διεθνούς συνεργασίας, η επικράτηση κομματικών επιδιώξεων και η αδυναμία σύνθεσης προτάσεων αφήνει ερωτήματα, όχι μόνο για το παρελθόν, αλλά κυρίως για την ετοιμότητα αντιμετώπισης της επόμενης κρίσης.
*Καθηγητή-ανθρωπολόγου στο Philips University, πρώην πρύτανη