Το κυπριακό ποδόσφαιρο ζει τα τελευταία χρόνια μια περίοδο έντονης εξωστρέφειας, με επενδυτές από το εξωτερικό να αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο έλεγχο σε ιστορικά σωματεία και με τους αλλοδαπούς ποδοσφαιριστές να αποτελούν πλέον τη συντριπτική πλειονότητα των ρόστερ. Η εξέλιξη αυτή, αν και συνοδεύτηκε σε ορισμένες περιπτώσεις από βραχυπρόθεσμες αγωνιστικές επιτυχίες, εγείρει μια σειρά ερωτημάτων για το παρόν και, κυρίως, για το μέλλον του κυπριακού αθλητισμού στο σύνολό του.
Η μαζική έλευση ξένων κεφαλαίων σε ποδοσφαιρικές ομάδες έφερε μαζί της μια επιχειρηματική λογική διοίκησης, συχνά αποκομμένη από την κοινωνική και τοπική φυσιογνωμία των σωματείων. Ο σκοπός των νέων ιδιοκτητών δεν είναι η καλλιέργεια του αθλητικού πολιτισμού ή η προώθηση της ντόπιας νεολαίας αλλά η δημιουργία μιας πλατφόρμας εμπορικής προβολής και μεταπωλητικής αξίας.
Αυτό μετατρέπει το ποδόσφαιρο από κοινωνικό θεσμό σε εργαλείο απόδοσης επένδυσης. Δεν είναι τυχαίο ότι πολλές ακαδημίες υπολειτουργούν, ενώ η προώθηση νεαρών ποδοσφαιριστών στην πρώτη ομάδα είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας. Ταυτόχρονα, η πλειονότητα των παικτών σε πολλές ομάδες είναι αλλοδαποί, συχνά προερχόμενοι από μακρινές χώρες, χωρίς επαφή με την τοπική κουλτούρα ή με επαρκή αγωνιστική αξία για αυτό καθεαυτό το κυπριακό ποδόσφαιρο. Η εικόνα αυτή πλήττει την εθνική ομάδα, τις εγχώριες υποδομές και αποξενώνει τον φίλαθλο κόσμο, που βλέπει τις ομάδες να χάνουν τον τοπικό τους χαρακτήρα και να μετατρέπονται σε ανώνυμες αγωνιστικές μηχανές, με συχνές εναλλαγές προσώπων και χωρίς συνεκτικό αφήγημα.
Ο κυπριακός αθλητισμός, και όχι μόνο το ποδόσφαιρο, αντιμετωπίζει έτσι μια υπαρξιακή πρόκληση. Αν η λογική του άμεσου κέρδους υπερισχύσει της ανάγκης για μακροπρόθεσμη ανάπτυξη, κοινωνική ενσωμάτωση και επένδυση στη νεολαία, το κόστος θα είναι βαρύ. Η απουσία Κυπρίων αθλητών από τις κορυφαίες θέσεις, η περιθωριοποίηση των τοπικών κοινοτήτων και η απώλεια της πολιτισμικής ταυτότητας του αθλητισμού θα υπονομεύσουν την ίδια τη βιωσιμότητά του.
Αν οι ομάδες μετατραπούν σε απρόσωπες επιχειρήσεις με εφήμερους στόχους, μακροχρόνια θα χαθεί το πάθος και η σύνδεση με τον φίλαθλο κόσμο. Ο αθλητισμός δεν είναι μόνο αποτέλεσμα και κατάταξη. Είναι παιδεία, ήθος, συλλογική εμπειρία και ελπίδα. Η εγκατάλειψη αυτών των αξιών απειλεί να διαρρήξει τον ιστό της κοινωνικής συνοχής που ο αθλητισμός παραδοσιακά ενίσχυε.
Απέναντι σ’ αυτή την πραγματικότητα, η Πολιτεία, οι ομοσπονδίες και η κοινωνία των πολιτών οφείλουν να επαναφέρουν τον αθλητισμό στον φυσικό του ρόλο: ως φορέα υγιούς ανταγωνισμού, νεανικής ανέλιξης και κοινωνικής συνοχής. Οι επενδύσεις και η διεθνοποίηση δεν είναι καθεαυτές προβληματικές. Το ερώτημα είναι: ποιον εξυπηρετούν και με ποιο αντίκρισμα για τον κυπριακό αθλητισμό των επόμενων γενεών;