Η Κύπρος καταγράφει έναν από τους υψηλότερους μέσους όρους διάρκειας επαγγελματικού βίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), με τους πολίτες της να εργάζονται κατά μέσο όρο 39 έτη. Σύμφωνα με πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, η μέση διάρκεια του εργασιακού βίου στην Κύπρο ξεπερνά τον ευρωπαϊκό μέσο όρο των 37,2 ετών, γεγονός που με μια πρώτη ματιά θα μπορούσε να εκληφθεί ως ένδειξη ισχυρής συμμετοχής στον οικονομικό ιστό. Ωστόσο, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη και απαιτεί βαθύτερη ανάλυση. Η αριθμητική αύξηση των ετών απασχόλησης δεν σημαίνει αναγκαστικά βελτίωση των συνθηκών ή της ποιότητας ζωής των εργαζομένων.
Στην Κύπρο, όπως και σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ, η επιμήκυνση του επαγγελματικού βίου προκύπτει σ’ ένα περιβάλλον όπου κυριαρχεί η εργασιακή επισφάλεια, η ανεπάρκεια κοινωνικής υποστήριξης και η συνεχής πίεση για παραγωγικότητα. Ταυτόχρονα, το χάσμα μεταξύ των δύο φύλων είναι έντονο: οι άνδρες εργάζονται κατά μέσο όρο 41,1 χρόνια ενώ οι γυναίκες μόλις 33,7. Η διαφορά αυτή των 7,4 ετών δεν αντικατοπτρίζει μόνο τα κοινωνικά στερεότυπα και τις άνισες προσδοκίες, αλλά και την απουσία επαρκών πολιτικών για τη στήριξη της γυναικείας εργασίας, ιδιαίτερα στους τομείς της φροντίδας και της οικογένειας. Η παράταση του επαγγελματικού βίου έχει συνέπειες που δεν είναι ορατές στα στατιστικά. Πίσω από τους αριθμούς κρύβεται η φθορά των εργαζομένων, η ψυχική εξουθένωση, η αίσθηση στασιμότητας και η έλλειψη προοπτικής.
Η σταθερή εργασία δεν είναι από μόνη της επαρκής συνθήκη για την κοινωνική συνοχή ή την προσωπική ευημερία. Απαιτείται επαναπροσδιορισμός των προτεραιοτήτων με στόχο την οικοδόμηση ενός συστήματος εργασιακών σχέσεων που θα σέβεται τον άνθρωπο και θα δημιουργεί πραγματικές δυνατότητες εξέλιξης. Η εισαγωγή ευέλικτων μορφών εργασίας, όπως η τηλεργασία και το ωράριο προσαρμοσμένο στις ανάγκες των οικογενειών, είναι πλέον αναγκαία και όχι πολυτέλεια. Ταυτόχρονα, η Πολιτεία οφείλει να επενδύσει ουσιαστικά σε προγράμματα διά βίου μάθησης, επανεκπαίδευσης και αναβάθμισης δεξιοτήτων, ιδιαίτερα για τους εργαζομένους άνω των 45 ετών που κινδυνεύουν να αποκλειστούν από τη μετάβαση στην ψηφιακή και πράσινη οικονομία. Εξίσου κρίσιμη είναι η δημιουργία ενός περιβάλλοντος που θα επιβραβεύει την εμπειρία, την αλληλεγγύη και τη συνεργασία μεταξύ των γενεών, ώστε να καλλιεργηθεί μια κουλτούρα διαγενεακής ανταλλαγής γνώσης και στήριξης.
Η Κύπρος βρίσκεται μπροστά σ’ ένα σταυροδρόμι: είτε θα συνεχίσει να μετρά έτη εργασίας με αριθμητικά μεγέθη, είτε θα επιλέξει να δώσει ουσιαστικό περιεχόμενο σε αυτά τα χρόνια, εξασφαλίζοντας ότι κάθε πολίτης εργάζεται όχι απλώς για να επιβιώσει, αλλά για να δημιουργήσει, να εξελιχθεί και να ζήσει με αξιοπρέπεια. Η διατήρηση της κοινωνικής συνοχής και της παραγωγικής δυναμικής της χώρας περνά μέσα από την εμπέδωση ενός νέου κοινωνικού συμβολαίου εργασίας, που θα συνδυάζει την αποδοτικότητα με την ανθρώπινη ευαισθησία, την πρόοδο με τη φροντίδα και τη μακροβιότητα με την ποιότητα.