Η φωτογραφία που συνοδεύει το παρόν κείμενο τραβήχτηκε την περασμένη Δευτέρα. Απεικονίζει τις αφίσες που είχαν αναρτηθεί μόλις ένα μέτρο μακριά από την αίθουσα όπου, την ίδια μέρα, συνεδρίαζε η Κοινοβουλευτική Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Ο λόγος που έχει σημασία ο συγκεκριμένος χώρος είναι προφανής. Έξω από την αίθουσα, οι αφίσες φώναζαν «Σπάστε τη σιωπή σας», καλώντας τα θύματα να μιλήσουν. Μέσα όμως στην αίθουσα, αποκαλυπτόταν ένα παράδοξο – την ώρα που ενθαρρύνουμε τα θύματα να βγουν μπροστά και να μιλήσουν, οι ίδιες οι αρμόδιες υπηρεσίες που θα έπρεπε να τα στηρίξουν, λειτουργούν με τρόπο που οδηγεί στην επαναθυματοποίησή τους. Από το «Σπάσε τη Σιωπή» μέχρι την αντιμετώπιση της υπόθεσης, το χάσμα ανάμεσα στο μήνυμα και την πράξη γίνεται εμφανές – οι διαδικασίες που υπόσχονται δικαιοσύνη συχνά γίνονται μηχανισμοί που κουκουλώνουν και καθυστερούν.
Η συζήτηση στην Επιτροπή αφορούσε καταγγελία σεξουαλικής παρενόχλησης, με φερόμενο θύτη υψηλόβαθμο στέλεχος του Υπουργείου Παιδείας και θύματα δύο υφιστάμενές του. Όπως αποκαλύφθηκε, ο φάκελος της υπόθεσης δεν έχει ακόμα αποσταλεί στην επίτροπο Διοικήσεως, παρότι η σχετική επιστολή είχε σταλεί από τον Νοέμβριο του 2024. Το υπουργείο επικαλέστηκε την ανάγκη γνωμάτευσης από τη Νομική Υπηρεσία, την ώρα που βουλευτές, επίτροπος Διοικήσεως και Νομική Υπηρεσία επισήμαιναν πως ο νόμος είναι ξεκάθαρος και ότι δεν απαιτείται καμία γνωμάτευση για να δοθούν τα στοιχεία. Το αποτέλεσμα είναι οι καθυστερήσεις να δημιουργούν όχι μόνο την αίσθηση συγκάλυψης αλλά και την πράξη της ουσιαστικής απόκρυψης – κάθε καθυστέρηση γίνεται ένα βήμα που επιτρέπει στον φερόμενο θύτη να παραμένει ατιμώρητος και στους υπεύθυνους να κρύβουν την υπόθεση πίσω από γραφειοκρατικά τερτίπια. Κάθε βήμα μπροστά φαίνεται να αντιμετωπίζεται με εμπόδια, με συμβούλια που επαναλαμβάνουν τις ίδιες ερωτήσεις και με αρμόδιους που σιωπούν, δημιουργώντας έναν μηχανισμό που κουκουλώνει και εξαντλεί τα θύματα.
Η υπόθεση αυτή ανέδειξε κάτι βαθύτερο. Ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο στη νομοθεσία. Ακόμα και όπου υπάρχουν ξεκάθαροι νόμοι και ρυθμίσεις υπέρ των θυμάτων, αν δεν εφαρμόζονται με συνέπεια και ευαισθησία, καταλήγουν κενό γράμμα. Την ώρα που το κράτος λέει στα θύματα «μην φοβάστε να μιλήσετε», την ίδια στιγμή το ίδιο το κράτος τους λέει «μίλησε, και αν το επιτρέψουν οι διαδικασίες θα τιμωρηθεί ο κακοποιητής σας».
Και προσέξτε, το πρόβλημα δεν έχει να κάνει μόνο με νομοθεσίες και μέτρα που δεν λαμβάνονται ή απουσία πρωτοκόλλων. Όλα αυτά τα έχουμε. Με κάποια κενά αλλά υπάρχουν. Το ζήτημα όμως είναι ότι υπάρχουν μόνο στα χαρτιά αλλά και το τι γίνεται στην πράξη.
Βέβαια, η αλλαγή νομοθεσίας ασφαλώς και έχει τη σημασία της. Η πρόταση να εξετάζεται το ενδεχόμενο ανεξάρτητης διερεύνησης τέτοιων καταγγελιών, εκτός των ίδιων των υπουργείων, είναι ένα βήμα προς τα εμπρός. Όμως, η πραγματική ουσία βρίσκεται στην εφαρμογή. Όσο δεν υπάρχει μηχανισμός επιτήρησης και λογοδοσίας για το πώς τηρούνται οι νόμοι, οι διακηρύξεις μένουν απλώς λέξεις σε χαρτί.
Οι αφίσες έξω από την αίθουσα της Βουλής θα συνεχίσουν να καλούν τα θύματα να μιλήσουν. Το ερώτημα είναι αν, όταν το κάνουν, θα βρουν μπροστά τους ένα κράτος έτοιμο να σταθεί στο πλευρό τους ή έναν μηχανισμός που θα τα κουράσει μέχρι να σωπάσουν. Από την αφίσα στον διάδρομο της Βουλής μέχρι τις δαιδαλώδεις διαδικασίες που αντιμετωπίζουν τα θύματα, η πραγματικότητα δείχνει πως το «Σπάσε τη Σιωπή» συχνά φτάνει σε αδιέξοδο. Μέχρι οι θεσμοί να σταματήσουν να κουκουλώνουν και να αρχίσουν να προστατεύουν πραγματικά, η σιωπή παραμένει η πιο ασφαλής επιλογή για τα θύματα.