Σε προηγούμενο άρθρο με τίτλο: «Ο διαμοιρασμός της εξουσίας με τους Τουρκοκύπριους», ένας αναγνώστης αντέδρασε, λέγοντας ότι «αν δεχθείς το πασιφανές, ότι στην ισότιμα συνιδρυτική μορφή λύσης που δρομολογείται το Τουρκοκυπριακό Συνιστών Κράτος θα κυβερνάται από την τουρκική πρεσβεία στη Λευκωσία, τότε, ίσως αντιληφθείς ότι η μορφή της λύσης που επιδιώκεται δεν θα αντέξει στον χρόνο, με καταστροφικά αποτελέσματα για τον Ελληνισμό, αφού τα δικαιώματα των Τούρκων ως ισότιμων συνιδρυτών του καταρρεύσαντος κράτους θα εκτείνονται πλέον σε όλη του την επικράτεια (γη, θάλασσα και αέρα)».
Πρόκειται για έναν ισχυρισμό που αν τον αποδεχθούμε και τον υιοθετήσουμε, τότε, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα ότι η λύση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας είναι καταστροφική και άρα μετατοπιζόμαστε στη θέση του ενιαίου κράτος με τους Τουρκοκύπριους ως μειονότητα ή στην πρόταση του Ερσίν Τατάρ για λύση δύο κρατών. Και μάλλον θα καταλήξουμε στη διχοτομική πρόταση του Τ/Κ ηγέτη, αφού αν δεχθούμε τη λογική του συγκεκριμένου αναγνώστη, τότε, δημιουργούνται σοβαρές αμφιβολίες και για το μέλλον του ενιαίου κράτους που θα φιλοξενεί μια όχι και τόσο ασήμαντη «μειοψηφία Τουρκοκυπρίων» η οποία θα λειτουργεί ως ένα τηλεκατευθυνόμενο στοιχείο στα χέρια της Τουρκίας. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;
Αυτά τα φοβικά σύνδρομα που δημιούργησε το κυπριακό πρόβλημα σε μερίδα του ελληνοκυπριακού πληθυσμού μάς αναγκάζουν να σκεφτόμαστε με στατικό τρόπο. Όμως η ιστορία των ανθρώπινων κοινωνιών απέδειξε ότι τίποτα δεν παραμένει το ίδιο. Αντίθετα, η αλλαγή αποτελεί νόμο της Ιστορίας. Η σημερινή εξάρτηση της τουρκοκυπριακής κοινότητας από την Τουρκία δεν μπορεί να αποτελέσει την εξαίρεση. Είναι μια κατάσταση που διαμορφώθηκε ιστορικά και οφείλεται σε ορισμένους παράγοντες και κάποια δεδομένα.
Οι διακοινοτικές συγκρούσεις, η αποχώρηση των Τουρκοκυπρίων από τους θεσμούς της Κυπριακής Δημοκρατίας, ο εγκλεισμός σε θύλακες και τελικά η τουρκική εισβολή και κατοχή της βόρειας πλευράς του νησιού, με τις μετακινήσεις πληθυσμών, δημιούργησαν μια κατάσταση όπου η τ/κ κοινότητα είναι σε αποκλεισμό από τη διεθνή κοινότητα και πλήρως εξαρτημένη από την Τουρκία. Όσο η τουρκοκυπριακή κοινότητα είναι διεθνώς αποκλεισμένη, χωρίς τη δυνατότητα συναλλαγών με τον έξω κόσμο, τόσο αυξάνεται η εξάρτηση από την οικονομική βοήθεια της Τουρκίας. Αυτές οι συνθήκες δημιουργούν σχέσεις εξάρτησης. Το ίδιο θα συνέβαινε εάν βάζαμε στην ίδια εξίσωση οποιαδήποτε άλλα κράτη και εθνοτικές ομάδες.
Αυτός ο φαύλος κύκλος της εξάρτησης μπορεί να σπάσει εάν αλλάξουν οι συνθήκες ζωής των Τουρκοκυπρίων και αποκτήσουν ένα διαφορετικό στάτους μετά τη λύση. Οι σχέσεις εξάρτησης θα αποδυναμωθούν διότι δεν θα εξαρτώνται πλέον αποκλειστικά από την Τουρκία αλλά θα αποκτήσουν πρόσβαση στα ευρωπαϊκά κονδύλια και θα πραγματοποιούν συναλλαγές χωρίς τουρκική διαμεσολάβηση. Ο χρόνος θα απομακρύνει την τουρκοκυπριακή κοινότητα από την Άγκυρα, όπως η διαδικασία ενηλικίωσης απομακρύνει τα εξαρτώμενα παιδιά από τους γονείς. Για να μπορέσει κάποιος να δει τις προοπτικές που υπάρχουν ως προς την ανεξαρτητοποίηση των Τουρκοκυπρίων μετά τη λύση πρέπει να δει το παράδειγμα των ανήλικων παιδιών. Δεν θα είναι για πάντα παιδιά, εκτός και αν εμείς οι Ελληνοκύπριοι δεν επιτρέψουμε την πολιτική ενηλικίωση των Τουρκοκυπρίων μέσα από την άρνηση της όποιας προοπτικής για λύση του Κυπριακού.