Μην νομίζεις ότι με πλάκωσε η νοσταλγία, επειδή ακόμα νοσταλγώ εκείνους τους αγνούς ανθρώπους, οι οποίοι ψήνουν και πουλούν σουβλάκια στα αμάξια τους που περιοδεύουν και επειδή ακόμα ακούω παλιά τραγούδια από δίσκους. Το σεβαστό δικαστήριό σας δεν ζητάει εξηγήσεις από εμένα. Πάντα έχετε την υποψία του ατόμου που πιστεύει ότι εξαπατήθηκε, όμως οπωσδήποτε δεν έχει εξαπατηθεί. Δεν απέφυγα ποτέ τους μπελάδες και δεν τους αποφεύγω. Αυτή η φυγή είναι για άλλο. Καταφεύγω στο χθες, επειδή δεν θα μπορούσα να καταφύγω από σήμερα στο αύριο. Δεν έχω απολύτως καμία ανάμνηση από το αύριο. Γίνεται να υπάρχουν αναμνήσεις από ημέρες που δεν έζησα; Μόνο όνειρα υπάρχουν. Τα όνειρα είναι οι σκιές μιας εποχής την οποία δεν έχει ζήσει κάποιος, σκιές που διεισδύουν στο σκοτάδι. Μια πηγή που δεν τρέχει, όμως περίμενα με τρόμο να τρέξει. Μπορεί ακόμα να έχουμε μέρες που θα μπορούμε να κάνουμε έρωτα σε ένα παρθένο δάσος. Μπορεί να έχουμε μέρες και εμείς που θα πούμε «είδα και το σήμερα, δεν με νοιάζει αν πεθάνω». Μπορεί να έχουμε μέρες που θα τρελαθούμε από χαρά απαλλαγμένοι από τα βάσανα και να θέλουμε να αγκαλιάσουμε τους πάντες.
Ένιωσε ξένος, λέει, στον εκδρομικό χώρο στον οποίο πήγε με την οικογένειά του ο αγαπητός μου φίλος, ο οποίος επέστρεψε στην πατρίδα του μετά από χρόνια. Μόνο εκείνοι ήταν Κύπριοι εκεί, λέει. Δεν νιώθει τόσο ξένος σε μια ξένη χώρα ο άνθρωπος. Το χειρότερο είναι να νιώθεις ξένος στην πατρίδα σου. Νομίζω ότι αν δεν υπήρχαν αυτά τα τείχη στη Λευκωσία, αν δεν υπήρχε η Αγία Σοφία, αν δεν υπήρχε ο Καθεδρικός Ναός του Αγίου Νικολάου στην Αμμόχωστο και το Κάστρο της Κερύνειας στην Κερύνεια, ούτε η πατρίδα μας θα μας αναγνώριζε, ούτε εμείς θα αναγνωρίζαμε την πατρίδα μας. Μου μιλάει για το σπίτι του που βρίσκεται στις ακτές του ωκεανού σε μια πολύ μακρινή χώρα. Και εγώ του μιλώ για τούτα εδώ τα μέρη. «Κοίτα, εδώ υπήρχαν θερινά σινεμά», του λέω. Δεν θυμάται. Καθώς προχωρούσε στον δρόμο, εμφανίζεται κάποιος που τον γνωρίζει. Τον αναγνωρίζει. Εκείνος δεν τον αναγνωρίζει. Ο άλλος παραπονιέται: «Πώς γίνεται να μην με αναγνωρίζεις;» Καλώς ήλθες αγαπητέ μου φίλε στον τόπο των παλιών φίλων και γνωστών σου που έχουν πέσει τα μαλλιά τους και γέμισε ρυτίδες το πρόσωπό τους. Κοίτα τι έγινε σε τούτα εδώ τα μέρη κατά τη διάρκεια της απουσίας σου. Άλλαξαν πολλά, έτσι δεν είναι; Δεν είναι όπως τα ήξερες. Μην με ρωτάς αν ζει ο Αχμέτ ο Τζιγερτζής. Και ποιους να σου απαριθμήσω.
Μου είναι οικεία αυτά τα συναισθήματα. Πέρασα και εγώ από αυτούς τους δρόμους. Και δεν ξέχασα ποτέ τη μυρωδιά του γαϊδουράγκαθου που μυρίστηκα μόλις αποβιβάστηκα από το αεροπλάνο όταν επέστρεψα μετά από χρόνια. «Ιδού, αυτή είναι η χώρα μου». Όταν βρισκόμουν μακριά, ούτε εγώ ήμουν ξένος. Ένιωσα ξένος στη δική μου πατρίδα. Αν δεν ήταν τα γιασεμιά, οι χουρμαδιές που υψώνονται στον ουρανό σαν καρφωμένα σπαθιά και τα γαρύφαλλα στις γλάστρες, οπωσδήποτε θα σηκωνόμουν και θα έφευγα.
Μας φόρτωσαν ένα τέτοιο βάρος στην πλάτη που δεν υπάρχει διαφυγή μέχρι να πεθάνουμε. Ακόμα και την πιο ευτυχισμένη μέρα μας απαγορεύουν να τη θυμηθούμε. Τα όνειρα του μέλλοντος σμίγουν με τα όνειρα του παρελθόντος. Κραυγάζοντας. Σμίγουν οι φωνές. Πετάει ένα περιστέρι από την Ποταμιά στο Βαρώσι, από το Βαρώσι στα Πολεμίδια. Σε όποια ηλικία ήταν οι νεκροί, σε εκείνην έμειναν. Μοιρολογούν έναν πρόσφυγα τις κρύες χειμωνιάτικες νύκτες. Γράψε κρατημένο στην πόρτα μου γείτονα. Σου εύχομαι ευτυχισμένες μέρες. Και έκλαψα και γέλασα σε εκείνο το σπίτι. Φρόντισε καλά το γιασεμί μου. Μην ξεχνάς να ποτίζεις τα γαρύφαλλά μου. Αν βρεις κάποια φωτογραφία, φύλαξέ την, ακόμα και αν έχει λερωθεί με αίμα. Να μείνουν για το μέλλον οι φωτογραφίες των ευτυχισμένων ημερών. Ίσως μια μέρα έρθω να με φιλοξενήσετε. Στα δωμάτια που υποδεχόμουν τους φιλοξενούμενούς μου.
Γράψαμε κρατημένο στην πόρτα σου γείτονα. Υπήρχε ένας τέντζερης στη φωτιά. Μια φωτογραφία γάμου στον τοίχο. Ένα παιδικό ποδήλατο στην αυλή. Μην ανησυχείς γείτονα. Φροντίσαμε καλά το γιασεμί σου. Ποτίσαμε τα γαρύφαλλά σου στη γλάστρα. Αυτό το σπίτι είναι δικό σου. Το δικό μου σπίτι είναι εκεί, το δικό σου σπίτι είναι εδώ. Είμαστε και οι δύο πρόσφυγες στην πατρίδα μας.
Αυτές οι κραυγές δεν έπαψαν ποτέ να μας ακολουθούν. Και δεν θα πάψουν. Νοσταλγία είναι και αυτό αδελφέ. Ακόμα νοσταλγώ τον άνθρωπο που πουλούσε τσουρέκια στο Σαράι και μην νομίζεις ότι με πλάκωσε νοσταλγία επειδή ακόμα βλέπω παλιές μαυρόασπρες ταινίες. Μόλις γίνει αβάστακτο το βάρος του σήμερα, ο άνθρωπος μιλά είτε με μια γάτα, είτε με έναν σκύλο είτε με ένα πουλί. Τι να κάνει και να μην καταφύγει σε μια ερημιά, σε μια μοναξιά ένας άνθρωπος που μαθαίνει ότι ένα ζώο δεν κάνει σε ένα άλλο ζώο αυτά που κάνει ένας άνθρωπος σε έναν άλλο άνθρωπο. Δεν έχω αναμνήσεις από το μέλλον, όμως μπορώ να του αφιερώσω μια ανάμνηση από το τώρα. Εμείς σε μια κατάσταση που μετατρέπεται από ελπίδα σε απελπισία, από απελπισία σε ελπίδα. Αυτή η φωτογραφία θα μείνει στον τοίχο ενός καφενέ, ενός εστιατορίου. Μην νομίζεις πως θα ξεχαστεί το όνομά μας. Θα γραφτεί σε ένα αστυνομικό αρχείο. Σε κάποια πρακτικά δικαστηρίου. Ακόμα υπάρχουν τα ονόματα των νεκρών γονιών μας στις ταυτότητές μας. Θα εκπλαγούν πολύ όσοι έχουν μεράκι να ανασκαλίζουν τα αρχεία των εφημερίδων. Πώς άντεξαν τόσο καιρό τόσο ψέμα. Αφιέρωσε στο μέλλον και τους δολοφόνους του μπάνιου. Μια μέρα θα ερωτηθεί και αυτό, θα ερωτηθεί.
Μην νομίζεις ότι εξαντλήθηκε το μελάνι στην πέννα μου. Επειδή πλέον σου στέλνω χαιρετίσματα με τα πουλιά…






