Απαράδεκτη η φορολόγηση της αποζημίωσης στους εκτοπισμένους

ΑΝΔΡΕΑΣ ΟΡΦΑΝΙΔΗΣ

Header Image

Πενήντα και πλέον χρόνια μετά την τουρκική εισβολή, η συζήτηση για την αποκατάσταση των εκτοπισμένων Ελληνοκυπρίων ιδιοκτητών γης στα κατεχόμενα, παραμένει οδυνηρά ανολοκλήρωτη. Η απώλεια χρήσης των περιουσιών στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κύπρου υπήρξε και παραμένει μια από τις βαθύτερες πληγές του 1974, όχι μόνο σε οικονομικό επίπεδο, αλλά και σε πολιτικό, κοινωνικό και ηθικό. Η αδυναμία του κράτους να δώσει μια συνεκτική, δίκαιη και ολοκληρωμένη λύση για την αποκατάσταση αυτής της απώλειας είναι μια πραγματικότητα που επιστρέφει με οξύτητα σήμερα, με αφορμή τη συζήτηση γύρω από τη φορολόγηση των αποζημιώσεων που καταβάλλει η επιτροπή ακίνητης ιδιοκτησίας στα κατεχόμενα. Και επιστρέφει με τρόπο που αναγκάζει την κοινωνία να αναρωτηθεί πώς φτάσαμε, μισό αιώνα μετά, να συζητούμε αν το κράτος έχει το δικαίωμα να φορολογήσει μια αποζημίωση που δίδεται για απώλεια περιουσίας, μια αποζημίωση που το ίδιο το κράτος δεν κατάφερε να εξασφαλίσει, να διασφαλίσει ή να αποκαταστήσει.

Για να γίνει κατανοητή η ηθική, νομική και πολιτική διάσταση του ζητήματος, χρειάζεται επιστροφή στις πρώτες μέρες μετά την εισβολή. Το κυπριακό κράτος, υπό συνθήκες χάους και έκτακτης ανάγκης, οργάνωσε ένα σύστημα προσωρινής στήριξης των εκτοπισμένων, με στέγαση, επιδόματα, εργασία, εκπαιδευτική μέριμνα. Η δημιουργία της Υπηρεσίας Μέριμνας και Αποκατάστασης Εκτοπισθέντων κάλυψε ορισμένες ανάγκες, κυρίως κοινωνικής ανακούφισης, αλλά δεν αποτέλεσε ποτέ ολοκληρωμένο πλαίσιο αποζημίωσης για την απώλεια χρήσης των περιουσιών, που οδήγησε σε τεράστια υπεραξία των περιουσιών στις ελεύθερες περιοχές. Η Πολιτεία δεν διέθετε ούτε μηχανισμό αποτίμησης, ούτε δημοσιονομικό όραμα για μακροπρόθεσμη στήριξη. Το κράτος προστάτευσε τις περιουσίες στα χαρτιά με το Σύνταγμα, τη νομοθεσία και τους διεθνείς οργανισμούς, αλλά δεν ανάπτυξε ποτέ εθνική στρατηγική αποκατάστασης.

Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι εκτοπισμένοι βρέθηκαν σε μια κατάσταση παρατεταμένης εκκρεμότητας. Η περιουσία τους θεωρείται δική τους, αναγνωρίζεται διεθνώς, προστατεύεται νομικά, αλλά δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση και να τη χρησιμοποιήσουν. Η αποζημίωση της απώλειας ιδιοκτησίας και χρήσης, μια θεμελιώδης μορφή οικονομικής δικαιοσύνης, ουδέποτε καταβλήθηκε από το κράτος με τρόπο καθολικό ή ουσιαστικό. Η ιδέα ότι ο εκτοπισμένος θα πρέπει να δικαστεί για να λάβει αποζημίωση, ή ότι θα χρειαστεί να προσφύγει σε ξένα ή αντίπαλα όργανα, αποτελεί από μόνη της ένα δείγμα θεσμικής αποτυχίας.

Οι πρώτες σοβαρές διεκδικήσεις στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων οδήγησαν στην αναγνώριση της Τουρκίας ως υπόλογου κράτους για την απώλεια περιουσιών. Και όμως, παρά αυτές τις δικαστικές νίκες, η Κυπριακή Δημοκρατία δεν συγκρότησε ούτε δικό της ταμείο αποζημιώσεων, ούτε εναλλακτικό δικό της μηχανισμό αναπλήρωσης. Δεν δημιούργησε πρόγραμμα σταδιακής, εθνικής οικονομικής αποκατάστασης των εκτοπισμένων όσον αφορά τις περιουσίες τους. Το κενό αυτό υπήρξε τόσο μεγάλο, ώστε τελικά η ύπαρξη της επιτροπής ακίνητης ιδιοκτησίας στα κατεχόμενα, ένα τουρκικό όργανο που λειτουργεί στα κατεχόμενα με απόφαση και αναγνώριση από το ΕΔΔΑ, το Συμβούλιο της Ευρώπης και το ευρωπαϊκό κεκτημένο ως «επαρκές ένδικο μέσο», να καταστεί η μόνη πραγματική δίοδος αποζημίωσης.

Εδώ αρχίζουν οι μεγάλες πολιτικές αντιφάσεις. Η Κυπριακή Δημοκρατία, παρόλο που είναι υποχρεωμένη να την αναγνωρίζει και να την αποδέχεται, επιχειρεί ανεπίσημα και ανεπιτυχώς να προτρέπει τους εκτοπισμένους ιδιοκτήτες να μην προσφεύγουν στην επιτροπή ακίνητης ιδιοκτησίας. Εντούτοις, δεν προσφέρει στους εκτοπισμένους αντίστοιχο ή έστω υποκατάστατο λειτουργικό μηχανισμό. Οι εκτοπισμένοι ιδιοκτήτες γης βρίσκονται επομένως ανάμεσα σε δύο πραγματικότητες, δηλαδή ανάμεσα στη θεωρητική θέση του κράτους και στην πρακτική ανάγκη αποζημίωσης. Και επιλέγουν, φυσιολογικά, γιατί δεν έχουν άλλη επιλογή, τη δεύτερη.

Τα τελευταία χρόνια, καθώς οι υποθέσεις στην επιτροπή ακίνητης ιδιοκτησίας αυξάνονται και ορισμένες αποζημιώσεις φτάνουν εκατοντάδες χιλιάδες και εκατομμύρια ευρώ, το κυπριακό κράτος φαίνεται να επανέρχεται στο ζήτημα όχι ως πρακτικός και αποτελεσματικός υπερασπιστής του δικαιώματος των εκτοπισμένων, αλλά ως πιθανός φορολογητής της αποζημίωσής τους. Οι πληροφορίες και οι εισηγήσεις που φτάνουν στο φως της δημοσιότητας τις τελευταίες εβδομάδες θέτουν ένα ενοχλητικό, βαθιά ανήσυχο ερώτημα. Δικαιούται το κράτος, μετά από πέντε δεκαετίες απραξίας, να ζητήσει μερίδιο από μια αποζημίωση που δεν χορήγησε, δεν διασφάλισε και δεν διεκδίκησε για λογαριασμό των δικαιούχων;

Η απάντηση, ηθικά και πολιτικά, είναι αρνητική. Η φορολόγηση μιας αποζημίωσης για απώλεια περιουσίας, που δεν προκύπτει από εισόδημα, επένδυση ή οικονομική δραστηριότητα, αλλά από αναγκαστικό εκτοπισμό και απόφαση τρίτου οργάνου, δεν μπορεί να εναρμονιστεί με καμιά έννοια δικαιοσύνης. Σε άλλες χώρες, αποζημιώσεις πολέμου, φυσικών καταστροφών, απαλλοτριώσεων ή παραβιάσεων ανθρωπίνων δικαιωμάτων εξαιρούνται συστηματικά από φορολόγηση. Καμιά ευρωπαϊκή δημοκρατία δεν θα επιχειρούσε να μειώσει την αποζημίωση ενός θύματος για πράξη βίας ή παράνομη απώλεια περιουσίας.

Η Κυπριακή Δημοκρατία, όμως, βρίσκεται σ’ ένα ιδιαίτερο σταυροδρόμι. Από τη μια, μπορεί να επικαλεστεί ειδικές διατάξεις του φορολογικού νόμου για «κέρδη από διάθεση περιουσίας». Από την άλλη, η πολιτική της ολιγωρία εδώ και μισό αιώνα μετατρέπει οποιαδήποτε τέτοια ερμηνεία σε προσβολή προς τους ίδιους τους πολίτες της. Η αποζημίωση της επιτροπής ακίνητης ιδιοκτησίας δεν είναι «κέρδος από διάθεση περιουσίας». Η περιουσία δεν διατέθηκε, αλλά χάθηκε βίαια. Ο εκτοπισμένος δεν κέρδισε, αλλά ζήμιωσε. Η αποζημίωση δεν είναι επένδυση, είναι ποινή για την Τουρκία και έμπρακτη αναγνώριση της απώλειας. Ενδεχόμενη φορολόγηση της αποζημίωσης θα είναι διπλή αδικία. Μια από την εισβολή του 1974, και μια από το ίδιο το κράτος του.

Υπάρχει, όμως, και μια δεύτερη διάσταση. Το μήνυμα που στέλνει η κοινωνία προς τους μη εκτοπισμένους και το κράτος. Για δεκαετίες, οι εκτοπισμένοι δεν ζήτησαν ειδικά προνόμια, αλλά ισονομία και δικαιοσύνη. Η κοινωνική τους επανένταξη επιτεύχθηκε χωρίς βίαιες εντάσεις, με εργατικότητα και αξιοπρέπεια. Στα χρόνια που πέρασαν, πλήρωσαν φόρους, συνέβαλαν στην οικονομική ανάπτυξη, έστησαν νέες ζωές. Το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς εξακολουθούν να κουβαλούν την απώλεια της περιουσίας τους ως βαρύ φορτίο δεν σημαίνει ότι η Πολιτεία μπορεί να επιστρέφει σήμερα για να απαιτήσει την «αναδρομική» συμμετοχή της σε μια αποζημίωση που δεν συνέβαλε να διασφαλίσει.

Η συζήτηση που άνοιξε, έχει επίσης και γεωπολιτικές προεκτάσεις. Το κράτος που επιθυμεί να διατηρήσει την ισχυρή νομική του θέση έναντι της Τουρκίας στο Κυπριακό και να υπενθυμίζει τη συνεχή παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δεν μπορεί ταυτόχρονα να φέρεται στους δικούς του πολίτες ως φορολογικός ελεγκτής μιας αποκατάστασης που δεν έλαβε χώρα εντός του δικού του μηχανισμού. Η αντίφαση υπονομεύει όχι μόνο την εμπιστοσύνη των εκτοπισμένων, αλλά και τη διεθνή επιχειρηματολογία μας.

Η Πολιτεία οφείλει να υιοθετήσει ξεκάθαρη θέση, Ότι οι αποζημιώσεις της επιτροπής ακίνητης ιδιοκτησίας πρέπει να καταταχθούν ως αποζημιώσεις απώλειας περιουσίας και, ως τέτοιες, να εξαιρούνται απολύτως από φόρο. Ταυτόχρονα, η κυβέρνηση, ανεξαρτήτως πολιτικής ή κομματικής ταυτότητας, έχει καθήκον να προχωρήσει σε εναλλακτική συνολική εθνική στρατηγική αποκατάστασης, πέρα από την επιτροπή ακίνητης ιδιοκτησίας. Η αναθεώρηση και αναβάθμιση της πολιτικής για τους εκτοπισμένους ιδιοκτήτες γης στα κατεχόμενα, η διερεύνηση μηχανισμών ενίσχυσης των δικαιωμάτων ιδιοκτησίας και η ανάπτυξη ενός ταμείου σταδιακής αποζημίωσης αποτελούν όχι μόνο πράξεις δικαιοσύνης, αλλά και πράξεις ιστορικής κρατικής ευθύνης.

Συμπερασματικά, το κράτος δεν μπορεί να αναζητεί έσοδα από την αδικία που δεν μπόρεσε να θεραπεύσει. Αντίθετα, πρέπει να γίνει μέρος της λύσης, έστω καθυστερημένα. Η φορολόγηση των αποζημιώσεων των εκτοπισμένων δεν είναι απλώς λανθασμένη πολιτική. Είναι πολιτικό ατόπημα με ηθικό, ιστορικό και κοινωνικό κόστος. Και είναι στο χέρι της Πολιτείας να μην το διαπράξει.

*Πανεπιστημιακού-ανθρωπολόγου, πρώην πρύτανη

ΤΑ ΑΚΙΝΗΤΑ ΤΗΣ ΕΒΔΟΜΑΔΑΣ

Λογότυπο Altamira

Πολιτική Δημοσίευσης Σχολίων

Οι ιδιοκτήτες της ιστοσελίδας www.politis.com.cy διατηρούν το δικαίωμα να αφαιρούν σχόλια αναγνωστών, δυσφημιστικού και/ή υβριστικού περιεχομένου, ή/και σχόλια που μπορούν να εκληφθεί ότι υποκινούν το μίσος/τον ρατσισμό ή που παραβιάζουν οποιαδήποτε άλλη νομοθεσία. Οι συντάκτες των σχολίων αυτών ευθύνονται προσωπικά για την δημοσίευση τους. Αν κάποιος αναγνώστης/συντάκτης σχολίου, το οποίο αφαιρείται, θεωρεί ότι έχει στοιχεία που αποδεικνύουν το αληθές του περιεχομένου του, μπορεί να τα αποστείλει στην διεύθυνση της ιστοσελίδας για να διερευνηθούν. Προτρέπουμε τους αναγνώστες μας να κάνουν report / flag σχόλια που πιστεύουν ότι παραβιάζουν τους πιο πάνω κανόνες. Σχόλια που περιέχουν URL / links σε οποιαδήποτε σελίδα, δεν δημοσιεύονται αυτόματα.

Διαβάστε περισσότερα