Δεκατέσσερις μήνες. Τόσο διαρκεί η συζήτηση για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών (με την νυν υπουργό Παιδείας έτσι, γιατί αν κάτσουμε να μετρήσουμε πόσα χρόνια συζητούσαν για το νέο σύστημα αξιολόγησης πριν καθίσει στην υπουργική καρέκλα η Αθηνά Μιχαηλίδου… θα φτάσουμε το μεσονύχτι). Δεκατέσσερις ολόκληροι μήνες διαβουλεύσεων ανάμεσα στο Υπουργείο Παιδείας, τις εκπαιδευτικές οργανώσεις και τη Βουλή. Δεκατέσσερις μήνες όπου οι θέσεις όλων έχουν ειπωθεί και επαναληφθεί, σχεδόν αυτούσιες, χωρίς να φαίνεται φως στο τούνελ. Να έρχεται μια πρόταση από πλευράς του υπουργείου, να λένε «όχι» οι εκπαιδευτικές οργανώσεις, κάποιες μάλιστα, όπως η ΟΕΛΜΕΚ, να αποχωρούν για μεγάλο διάστημα από τον διάλογο και να απειλούν ουκ ολίγες φορές με μέτρα σε περίπτωση που δεν περάσει το δικό τους, να τρέχει μετά η Βουλή να κάνει τον πυροσβέστη και να προσπαθεί (ανεπιτυχώς) να βρει μια μέση λύση και όλα αυτά πάλι από την αρχή. Μέχρι που φτάσαμε στο σημείο οι εκπαιδευτικοί να κλείνουν τα σχολεία και να απειλούν μάλιστα ότι, αν ψηφιστεί το νομοσχέδιο, οι δίωρες στάσεις εργασίας θα είναι μόνο η αρχή.
Κάπου φτάνει. Κάπου πρέπει να μπει ένα τέλος σε όλη αυτή την παρωδία με την αξιολόγηση, την οποία θέλουν οι εκπαιδευτικές οργανώσεις, φτάνει να είναι κομμένη και ραμμένη στα μέτρα τους.
Όχι γιατί η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν έχει σημασία. Το αντίθετο. Η ποιότητα της Εκπαίδευσης περνά και μέσα από τον τρόπο με τον οποίον αξιολογούνται οι εκπαιδευτικοί. Ένα σύγχρονο, δημοκρατικό και ανθρωποκεντρικό σχολείο δεν μπορεί να στηρίζεται σε ένα σύστημα αξιολόγησης πενήντα ετών. Η αναμόρφωσή του είναι αναγκαία.
Το πρόβλημα είναι αλλού. Η αξιολόγηση έχει μετατραπεί στο μοναδικό θέμα συζήτησης για την παιδεία, απορροφώντας σχεδόν όλη τη δημόσια ενέργεια και αφήνοντας στην άκρη μια σειρά από βαθιά και διαχρονικά προβλήματα που βιώνονται καθημερινά μέσα στα σχολεία. Σαν να καλλιεργείται η ψευδαίσθηση ότι με την ψήφιση ή μη ενός νομοσχεδίου θα λυθούν όλα. Δεν θα λυθούν!
Η ψήφιση ενός νέου συστήματος αξιολόγησης δεν θα εξαφανίσει την παραβατικότητα στα σχολεία, ούτε θα σταματήσει τις εντάσεις και τα περιστατικά βίας στις αυλές των σχολείων. Δεν θα καλύψει τις σοβαρές ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς ψυχολόγους, τη στιγμή που οι ανάγκες ψυχικής στήριξης των μαθητών αυξάνονται δραματικά. Δεν θα απαντήσει στο χρόνιο πρόβλημα της Ειδικής Εεκπαίδευσης, όπου ακόμα αναμένουμε το πολυαναμενόμενο νομοσχέδιο για τις αλλαγές, ενώ η συζήτηση συνεχίζει να περιστρέφεται γύρω από συνοδούς που δεν παρέχονται έγκαιρα ή από προσωπικό που συχνά δεν είναι επαρκώς εκπαιδευμένο για να στηρίξει παιδιά με συγκεκριμένες παθήσεις και ιδιαιτερότητες. Την ίδια ώρα, γονείς και σχολεία παλεύουν με ελλείψεις σε υποδομές, με υπερφορτωμένες τάξεις, με καθυστερήσεις στην παροχή εξειδικευμένων υπηρεσιών και με μια καθημερινότητα που απέχει πολύ από τις θεωρητικές συζητήσεις στα έδρανα της Βουλής. Όλα αυτά συνθέτουν ένα τοπίο γεμάτο προβλήματα, που δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν αποσπασματικά, ούτε με μονοθεματικές προσεγγίσεις.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ευθύνη βαραίνει πλέον ξεκάθαρα τη Βουλή. Αφού η συζήτηση έχει εξαντληθεί και οι θέσεις όλων είναι γνωστές, οφείλει να αποφασίσει. Να κρίνει αν οι αλλαγές που προτείνει το υπουργείο είναι επαρκείς, αν απαιτούνται περαιτέρω βελτιώσεις ή αν το σχέδιο χρειάζεται ουσιαστική αναθεώρηση. Αλλά οφείλει, κυρίως, να κλείσει αυτόν τον κύκλο.
Η παιδεία δεν αντέχει άλλους μήνες μονοθεματικής αντιπαράθεσης. Χρειάζεται συνολικό σχέδιο, ιεράρχηση προτεραιοτήτων και πολιτικό θάρρος για να ανοίξουν όλα τα δύσκολα κεφάλαια. Μακάρι όλα τα προβλήματα του δημόσιου σχολείου να λύνονταν με μια απεργία, μια συζήτηση στη Βουλή ή ένα νομοσχέδιο. Η πραγματικότητα, όμως, είναι πολύ πιο σύνθετη και όσο πιο γρήγορα το παραδεχτούμε τόσο πιο κοντά θα βρεθούμε σε πραγματικές λύσεις.






