Παρά τις πρόσφατες θεσμικές εξελίξεις, τα άτομα ΛΟΑΤΚΙ+ συνεχίζουν να βρίσκονται αντιμέτωπα με γραφειοκρατικά εμπόδια, αδιάκριτες συμπεριφορές και έλλειψη εξειδικευμένης φροντίδας σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες Υγείας, σύμφωνα με τα συμπεράσματα παγκύπριας έρευνας που διεξήχθη στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Safeguarding of LGBTIQ+ People’s Right to Health (Safe-R), στην οποία σημειώνεται η ανάγκη για άμεση θεσμική δράση.
Όπως αναφέρεται ε ανακοίνωση από το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, «στην πρώτη ολοκληρωμένη μελέτη του είδους της στην Κύπρο, καταδεικνύεται επίσης ότι πολλά άτομα ΛΟΑΤΚΙ+ αποφεύγουν ή καθυστερούν να ζητήσουν ιατρική ή ψυχολογική υποστήριξη, φοβούμενοι την προκατάληψη ή μη συμπεριληπτική στάση από τους επαγγελματίες υγείας».
Συγκεκριμένα το 17% μάλιστα δηλώνει ότι δεν θα αναζητούσε ιατρική ή ψυχολογική βοήθεια λόγω προκατάληψης, ενώ το 15% απέφυγε φροντίδα λόγω προηγούμενων αρνητικών εμπειριών και το 6% εξαιτίας της σεξουαλικής του ταυτότητα ή της έκφρασης φύλου του.
Σύμφωνα με την έρευνα, «οι διακρίσεις που βιώνουν τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα στον χώρο της υγείας δεν εκδηλώνονται συνήθως με άμεσες ή ανοιχτά επιθετικές συμπεριφορές, αλλά με έμμεσες μορφές που αφορούν είτε ατομικές συμπεριφορές είτε συστημικές παραλήψεις».
Ασθενείς αναφέρουν εμπειρίες μικρο-επιθέσεων, προσβλητικών συμπεριφορών, στερεοτυπικών αντιλήψεων ή αυθαίρετων υποθέσεων που βασίζονται σε ετεροκανονικά και δυαδικά πρότυπα.
Επίσης, «η συνεπεία των ελλείψεων του συστήματος, τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα συχνά αναγκάζονται να βασίζονται σε άτυπα δίκτυα και σε συστάσεις της κοινότητας για να εντοπίσουν επαγγελματίες υγείας που θα τα αντιμετωπίσουν με σεβασμό και διακριτικότητα, γεγονός που καταδεικνύει την έλλειψη θεσμικής προστασίας και ισότιμης πρόσβασης».
Τα τρανς και μη δυαδικά άτομα αντιμετωπίζουν τις πιο σύνθετες προκλήσεις στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας οι οποίες σχετίζονται τόσο με τα διοικητικά εμπόδια όσο και με την ανεπαρκή κατάρτιση πολλών επαγγελματιών σε ζητήματα ταυτότητας και έκφρασης φύλου.
Η κατάσταση δυσχεραίνει περισσότερο στις περιφερειακές περιοχές, όπου η έλλειψη εξειδικευμένων επαγγελματιών, οι περιορισμένες δυνατότητες διασφάλισης ιδιωτικότητας και η έντονη κοινωνική προκατάληψη οξύνουν τις δυσκολίες για ισότιμη και ασφαλή πρόσβαση στη φροντίδα.
Στην ερευνα αναφέρεται ότι «η ψυχική υγεία αναδεικνύεται σε έναν από τους πιο καθοριστικούς τομείς για τα ΛΟΑΤΚΙ+ άτομα» με την επισήμανση «ότι ένα ποσοστό 24% δηλώνει ότι ζει με κάποια ψυχική ασθένεια, ενώ 43% παρακολουθεί θεραπευτικές συνεδρίες».
Επίσης, προστίθεται, «αρκετοί συναντούν επαγγελματίες που δεν διαθέτουν την απαραίτητη κατάρτιση σε θέματα ΛΟΑΤΚΙ+, με αποτέλεσμα αμηχανία, παρεξηγήσεις ή χαμένες ευκαιρίες για ουσιαστική φροντίδα. Έτσι, η ποιότητα της ψυχολογικής υποστήριξης παραμένει άνιση και εξαρτάται συχνά από την προσωπική ευαισθησία και γνώση του εκάστοτε επαγγελματία».
Την ίδια στιγμή, η πλειονότητα των επαγγελματιών υγείας εμφανίζεται πρόθυμη να παρέχει συμπεριληπτική φροντίδα, ωστόσο, δεν διαθέτει την απαραίτητη εξειδικευμένη εκπαίδευση και θεσμική υποστήριξη για να το πράξει με συνέπεια και αποτελεσματικότητα.
Η μελέτη επισημαίνει επίσης σημαντικά κενά στην επίσημη και αξιόπιστη ενημέρωση. Συγκεκριμένα «δεν υπάρχουν επαρκώς διαθέσιμες, τοπικά προσαρμοσμένες πληροφορίες για βασικά θέματα, όπως η ασφαλέστερη σεξουαλική πρακτική, οι θεραπείες PrEP και PEP, οι ορμονοθεραπείες ή οι διαδικασίες μετάβασης φύλου».
Ως αποτέλεσμα, πολλά άτομα καταφεύγουν σε ανεπίσημες πηγές, οι οποίες δεν διασφαλίζουν πάντα την εγκυρότητα. Παράλληλα, απουσιάζει ένας θεσμοθετημένος, ασφαλής και προσβάσιμος μηχανισμός καταγγελιών για περιστατικά διάκρισης ή κακής μεταχείρισης, με συνέπεια τέτοιες εμπειρίες να μην καταγράφονται και να μην αντιμετωπίζονται συστηματικά.
Η μελέτη τεκμηριώνει και το ότι, παρά τις υφιστάμενες ελλείψεις και αδυναμίες, υπάρχουν οι προϋποθέσεις και η δυναμική για ουσιαστική μεταρρύθμιση. Η κοινή αναγνώριση, τόσο από την κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ+, όσο και από τον χώρο της υγείας, υπογραμμίζει την ανάγκη για άμεση θεσμική δράση.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση, «οι προτεινόμενες παρεμβάσεις εστιάζουν στη βελτίωση των πολιτικών, την ενίσχυση της εκπαίδευσης των επαγγελματιών υγείας, τον εκσυγχρονισμό των διοικητικών διαδικασιών και τη διασφάλιση της νομικής αναγνώρισης, με στόχο τη διαμόρφωση ενός συστήματος υγείας που θα προστατεύει με συνέπεια την αξιοπρέπεια, την ασφάλεια και τα δικαιώματα όλων των πολιτών, ανεξάρτητα από την ταυτότητα φύλου ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό».
Αναφορικά με την ταυτότητα της έρευνας, η ποσοτική έρευνα πραγματοποιήθηκε με τη συμμετοχή 125 ΛΟΑΤΚΙ+ ατόμων, 55 επαγγελματιών υγείας και φοιτητών/τριών ιατρικής και νοσηλευτικής και η ποιοτική έρευνα με τη συμμετοχή 19 ατόμων ΛΟΑΤΚΙ+ και 8 επαγγελματιών υγείας.
Διενεργήθηκε από τον οργανισμό IMR/University of Nicosia™ στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος Safeguarding of LGBTIQ+ People’s Right to Health (Safe-R) (CERV - 2023 - Equal). Το πρόγραμμα συντονίζει ο Κυπριακός Σύνδεσμος Οικογενειακού Προγραμματισμού και συμμετέχουν σε αυτό ως εταίροι το Πανεπιστήμιο Λευκωσίας, η Κίνηση Συμπαράστασης για το AIDS, η Accept ΛΟΑΤΚΙ Κύπρου, και ο εκδοτικός οίκος Δίας.
(ΚΥΠΕ