Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία στην Κύπρο, το 57,6% των Κυπρίων ηλικίας 20-80 ετών είναι υπέρβαροι (65,1% και 50,3% στους άνδρες και γυναίκες, αντίστοιχα) και 25,1% παχύσαρκοι (27,1 και 23,2). Τα τελευταία μάλιστα χρόνια η παχυσαρκία εξελίσσεται σε μάστιγα που «ταλαιπωρεί» ενήλικες αλλά και παιδιά, με ειδικούς ανά το παγκόσμιο να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Στην Κύπρο, όπως και παγκοσμίως, τα ποσοστά παχυσαρκίας αυξάνονται, ιδιαίτερα στους νέους, δημιουργώντας επείγουσα ανάγκη για νέες προσεγγίσεις στην πρόληψη και διαχείριση του φαινομένου και υπογραμμίζουν την ανάγκη για προληπτικά μέτρα και στοχευμένες παρεμβάσεις για τη διαχείριση και αντιμετώπισή της. Το δικό τους λιθαράκι στο κομμάτι της πρόληψης επιχειρούν να βάλουν οι ερευνητές του Κέντρου Αριστείας της Βιοτράπεζας και Βιοϊατρικής Έρευνας του Πανεπιστημίου Κύπρου μέσα από δύο ερευνητικά προγράμματα που προωθούνται αυτό το διάστημα. Πρόκειται για το «Better4U» και «LifeEVA».
Με αφορμή τη 4η Μαρτίου, η οποία είναι η Παγκόσμια Ημέρα κατά της παχυσαρκίας, ο «Π» επικοινώνησε με τη λειτουργό Ερευνητικών Έργων biobank.cy Κέντρου Αριστείας – Βιοτράπεζας και Βιοϊατρικής Έρευνας Πανεπιστημίου Κύπρου, δρα Γιώτα Βελούδη, η οποία μας μίλησε για τα δύο σημαντικά αυτά ερευνητικά προγράμματα, τα οποία, όπως αναφέρει, «στοχεύουν στην κατανόηση και αντιμετώπιση της παχυσαρκίας σύμφωνα με τις ανάγκες του πληθυσμού. Τόσο στο Better4U όσο και το LifeEVA, το έργο μας ως ερευνητές επικεντρώνεται σε καινοτόμες λύσεις για την καταπολέμηση αυτής της παγκόσμιας πρόκλησης για την υγεία, μεταφράζοντας την έρευνα σε πραγματικό αντίκτυπο για τα άτομα και τις κοινότητες».
Πώς επηρεάζει το DNA
Αρχικά, τόνισε ότι θα πρέπει να καταγραφεί ότι η παχυσαρκία είναι πολυπαραγοντική και επηρεάζεται, τόσο από το περιβάλλον όσο και από τη γενετική προδιάθεση. Τα τελευταία χρόνια, σημείωσε, η έρευνα έχει εστιάσει στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο το DNA επηρεάζει την τάση ενός ατόμου να αναπτύξει αυξημένο σωματικό βάρος και τις επιπτώσεις της, όπως η σκλήρυνση των αρτηριών (αγγειακή γήρανση) και καρδιαγγειακών παθήσεων. Εξήγησε ότι « η γενετική παίζει σημαντικό ρόλο στο αν κάποιος είναι επιρρεπής στην παχυσαρκία, επηρεάζοντας μεταξύ άλλων τον μεταβολισμό και την όρεξη».
Τα προγράμματα
Μιλώντας για το πρόγραμμα «BETTER4U», η δρ Βελούδη σημείωσε ότι αυτό στοχεύει στο « να αποκαλύψει την αλληλεπίδραση μεταξύ βιολογικών και συμπεριφορικών παραγόντων της παχυσαρκίας, μειώνοντας το χάσμα μεταξύ έρευνας και εξατομικευμένων παρεμβάσεων για την πρόληψή της». Εξήγησε ότι αυτό που γίνεται επί της ουσίας μέσω του προγράμματος, είναι ανάλυση του ρόλου του πολυγονιδιακού υποβάθρου (γενετική προδιάθεση που επηρεάζεται από πολλά γονίδια) στην αποτελεσματικότητα των παρεμβάσεων τρόπου ζωής στη διαχείριση του βάρους. Το έργο, πρόσθεσε, υιοθετεί μια καινοτόμο, πολυδιάστατη προσέγγιση, λαμβάνοντας υπόψη όχι μόνο τη γενετική προδιάθεση, αλλά και μεταβολομικούς, μικροβιοτικούς, κοινωνικο-οικονομικούς και πολιτιστικούς παράγοντες που επηρεάζουν την αύξηση του σωματικού βάρους σε όλη τη διάρκεια της ζωής.
Ακόμη, εξήγησε πως με τη χρήση Τεχνητής Νοημοσύνης επιτυγχάνεται η εξατομικευμένη παρέμβαση σε πραγματικό χρόνο. « Ένα από τα βασικά στάδια του έργου περιλαμβάνει μια τυχαία ελεγχόμενη κλινική μελέτη σε επτά ευρωπαϊκές χώρες (συμπεριλαμβανομένης και της Κύπρου), με στόχο την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας αυτών των νέων, προσαρμοσμένων παρεμβάσεων. Παράλληλα, επικεντρώνεται στην εφαρμογή και μεταφορά των ευρημάτων του, προκειμένου να δημιουργήσει προσωποκεντρικές στρατηγικές για την αντιμετώπιση τηςπαχυσαρκίας. Το έργο συντονίζεται κεντρικά από τον καθηγητή Γεώργιο Δεδούση στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο Αθηνών και με τοπικό υπεύθυνο στην Κύπρο τον καθηγητή Κ. Δέλτα στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κύπρου. Στο έργο συμμετέχουν 28 ομάδες από 14 χώρες», είπε η ερευνήτρια.
Όσον αφορά το δεύτερο πρόγραμμα, το «LifeEVA», αυτό απευθύνεται σε νεαρούς ενήλικες (18-40 ετών) με αυξημένο βάρος ή παχυσαρκία, και εξετάζει πώς μια εξατομικευμένη παρέμβαση μπορεί να βελτιώσει την καρδιαγγειακή υγεία και να επιβραδύνει τη γήρανση των αρτηριών. «Χρησιμοποιώντας γενετικά και κλινικά δεδομένα από τον biobank.cy, στοχεύει να αναλύσει πώς η γενετική προδιάθεση μπορεί να επηρεάσει την ανταπόκριση του οργανισμού σε συγκεκριμένα διατροφικά στοιχεία, όπως το αλκοόλ και το αλάτι, τα οποία σχετίζονται με την καρδιαγγειακή υγεία». ανέφερε η δρ Βελούδη, για να προσθέσει στη συνέχεια, ότι απώτερος σκοπός του προγράμματος δεν είναι άλλος από την ανάπτυξη προσωποποιημένων-εξατομικευμένων στρατηγικών, συμβάλλοντας στην πρόληψη των καρδιαγγειακών νοσημάτων και της πρόωρης σκλήρυνσης των αρτηριών.
Η διάρκεια της μελέτης θα είναι 12 μήνες, διάστημα κατά το οποίο οι συμμετέχοντες θα παρακολουθούνται σε τακτικά χρονικά διαστήματα. Αρχικά, θα υποβληθούν σε πλήρη κλινική αξιολόγηση, που περιλαμβάνει μετρήσεις αρτηριακής πίεσης, βιοχημικές αναλύσεις, εκτίμηση φυσικής κατάστασης και ανάλυση τρόπου ζωής. Στη συνέχεια, θα λάβουν εξατομικευμένες συμβουλές για διατροφή, φυσική δραστηριότητα και άλλες παραμέτρους του τρόπου ζωής, βασισμένες τόσο σε κλινικά δεδομένα όσο και σε γενετικούς δείκτες. Ως κύριο αποτέλεσμα, η μελέτη θα αξιολογήσει την αγγειακή σκληρία, έναν σημαντικό δείκτη αγγειακής γήρανσης. Η αγγειακή σκληρία θα μετρηθεί μέσω της ταχύτητας αγωγής του σφυγμικού κύματος, και αποτελεί αξιόπιστο προγνωστικό δείκτη για τον κίνδυνο μελλοντικών καρδιαγγειακών νοσημάτων και θνησιμότητας, τόσο στον γενικό πληθυσμό όσο και σε διάφορες ομάδες ασθενών.
Κατά τη δρα Βελούδη, το «LifeEVA ακολουθεί μια ολιστική προσέγγιση Ιατρικής του Τρόπου Ζωής, εστιάζοντας σε διατροφή και φυσική δραστηριότητα, και αναλύει επιπλέον παράγοντες που αφορούν τον ύπνο, τη διαχείριση άγχους, την αποφυγή επικίνδυνων ουσιών και τις κοινωνικές συνδέσεις. Επιπλέον, ενσωματώνει γενετική ανάλυση, αναζητώντας γονιδιακές παραλλαγές που επηρεάζουν την ανταπόκριση του οργανισμού σε διατροφικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Για παράδειγμα, άτομα με γενετική προδιάθεση στην ευαισθησία στο αλάτι μπορεί να ωφεληθούν από περιορισμένη πρόσληψη νατρίου, ενώ όσοι έχουν συγκεκριμένες γενετικές παραλλαγές που επηρεάζουν τον μεταβολισμό της χοληστερόλης, ίσως χρειάζονται εξατομικευμένες διατροφικές συστάσεις. Παράλληλα, επιδιώκει να προωθήσει επιστημονικά τεκμηριωμένες, εξατομικευμένες παρεμβάσεις, συμβάλλοντας στη βελτίωση της καρδιαγγειακής υγείας και της συνολικής ευεξίας, με στόχο την πρόληψη και επιβράδυνση της αγγειακής γήρανσης από νεαρή ηλικία».