Την καθαίρεση του πάτερ Δήμου Σερκελίδη ο οποίος χειροτονήθηκε από τον έκπτωτο μητροπολίτη Πάφου Τυχικό αποφάσισε ομόφωνα το εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο της Εκκλησίας της Κύπρου.
Ο πάτερ Δήμος Σερκελίδης αντιμετώπιζε τέσσερις κατηγορίες, του ενεργού αποτειχιστή, ότι καταφέρεται ανοικειώς κατά της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ότι λειτούργησε αντικανονικά και ότι εξύβρισε δημόσια τον Προκαθήμενο της Εκκλησίας της Κύπρου.
Σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε η Γραμματεία του Εξαμελούς Συνοδικού Δικαστηρίου, «το Εξαμελές Συνοδικό Δικαστήριο της Εκκλησίας της Κύπρου, απαρτιζόμενο εκ του προέδρου αυτού μητροπολίτου Κιτίου Νεκταρίου, των μελών αυτού μητροπολιτών, Λεμεσού Αθανασίου, Ταμασού Ησαΐου, Τριμυθούντος Βαρνάβα, των επισκόπων, Καρπασίας Χριστοφόρου και Αρσινόης Παγκρατίου, κατόπιν παραπομπής ενώπιον αυτού της υποθέσεως του π. Δήμου Σερκελίδη, κληρικού της Ιεράς Μητροπόλεως Πάφου, προέβη στην εκδίκαση της εν λόγω υπόθεσης στο Μικρό Συνοδικό της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κύπρου. Το Συνοδικό Δικαστήριο, διεξελθόν το Κατηγορητήριο και διακούσαν μετά προσοχής την Αγόρευσιν του Εκκλησιαστικού Εισαγγελέως και την Απολογία του Κατηγορουμένου, έκρινε αυτόν ένοχο και αποφάσισε ομοφώνως την καθαίρεση αυτού εκ του υψηλού υπουργήματος της Ιερωσύνης και την επαναφορά αυτού στις τάξεις των λαϊκών, «βάσει των Θείων και Ιερών Κανόνων της Ορθοδόξου Εκκλησίας και των Διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου».
Ο Δήμος Σερκελίδης προσήλθε στην Ιερά Αρχιεπισκοπή Κύπρου, όπου συνέρχεται το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, συνοδευόμενος από τον μοναχό Σεραφείμ Ζήση, από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος κατέθεσε ως μάρτυρας υπεράσπισης. Ωστόσο, ούτε οι ισχυρισμοί του ιδίου, ούτε τα όσα ανέφερε ο μοναχός ικανοποίησαν το Εκκλησιαστικό Δικαστήριο, το οποίο ομόφωνα αποφάσισε την καθαίρεσή του.
Η υπόθεση παρουσιάστηκε ενώπιον του δικαστηρίου από τον εισαγγελέα του Συνοδικού Δικαστηρίου πρωτοπρεσβύτερο Κυριάκο. Σημειώνεται ότι πριν από περίπου δύο βδομάδες, ο πάτερ Σερκελίδης, με απόφαση του Επισκοπικού Δικαστηρίου Πάφου, τέθηκε σε εξάμηνη αργία.
Στο μεταξύ, ο καθαιρεθείς ιερέας υποστηρίζει ότι έχει προβεί σε καταγγελία κατά του Αρχιεπισκόπου Κύπρου. Ισχυρίζεται ότι κατήγγειλε τον Αρχιεπίσκοπο, «διότι συγκρότησε παράνομο Επισκοπικό Δικαστήριο κατά παράβαση πλήθους διατάξεων του Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου, προκειμένου να με τιμωρήσει χωρίς δίκη και έτσι να πετύχει τη σπίλωσή μου ως αιρετικού 'αποτειχιστή'».
Προσθέτει ότι «εφεύρε μια ανύπαρκτη αίρεση, τον 'αποτειχισμό', προκειμένου να συκοφαντήσει εμένα, αλλά και κάθε άλλον ευλαβή κληρικό που θα θελήσει στο μέλλον να αντισταθεί στην παναίρεση του Οικουμενισμού. Διαστρεβλώνει κατά συρροήν τους υπέρ της αποτειχίσεως Ιερούς Κανόνες, το οποίο από μόνο του συνιστά έγκλημα κατά της Ορθοδοξίας.
Στο θέμα των μεικτών γάμων και συμπροσευχών με αιρετικούς και της αναγνώρισης του βαπτίσματος των ετεροδόξων εκφράζει αιρετικές -οικουμενιστικές θέσεις καταπατώντας αναρίθμητο πλήθος ιερών Κανόνων. Η δε προσπάθειά του να επιβάλει αυτές τις απόψεις στους συνεπισκόπους του αποτελεί επιβαρυντικό κατ’ αυτού στοιχείο». Καταληκτικά, ζητά από την Ιερά Σύνοδο να διερευνήσει την καταγγελία του.