Η Σοφία Περικλέους, μια 22χρονη φοιτήτρια Μουσικής στο εξωτερικό, φαίνεται πως ήταν πίσω από τη μεγαλύτερη ίσως αυθόρμητη κινητοποίηση που γνώρισε η Λεμεσός τα τελευταία χρόνια. Η διαδήλωση για τη φονική πυρκαγιά της 23ης Ιουλίου, η οποία κόστισε ανθρώπινες ζωές και κατέκαψε περιουσίες, πραγματοποιήθηκε την Πέμπτη 31 Ιουλίου, στον Μόλο Λεμεσού, συγκεντρώνοντας περισσότερα από 2.000 άτομα.
«Ήταν μια καθαρά προσωπική μου ανάγκη να πω όσα νιώθω. Και είδα πως δεν είμαι μόνη», δήλωσε η Σοφία στον «Π», λίγες ώρες μετά την ειρηνική ολοκλήρωση της διαμαρτυρίας. Μέσα από ένα προσωπικό της κάλεσμα στα κοινωνικά δίκτυα, κατάφερε να συσπειρώσει πολίτες από διάφορες κοινότητες, συλλογικότητες και σωματεία, χωρίς τη στήριξη οποιουδήποτε κομματικού ή άλλου φορέα. «Η πρωτοβουλία μας δεν είχε ούτε αιτήματα ούτε πλαίσια ούτε οργανώσεις. Είχε μόνο την αγάπη για τον τόπο μας», αναφέρει.
Η Σοφία, μεγαλωμένη στον Άγιο Μάμα Λεμεσού, ξέρει από πρώτο χέρι τι σημαίνει να βλέπεις τη φωτιά να πλησιάζει το σπίτι σου. «Κάθε καλοκαίρι δεν κοιμάμαι. Το δικό μου σπίτι σώθηκε από τύχη. Όμως, το μαύρο που αντίκρισα φέτος με σημάδεψε. Ήξερα ότι έπρεπε να κάνω κάτι».
Στη σκιά του νομοσχεδίου
Η εκδήλωση ξεκίνησε στο θεατράκι της Επίχωσης, με σύντομη ομιλία από τη Σοφία και στη συνέχεια μονόλεπτη σιγή για τα δύο θύματα της πυρκαγιάς. Ακολούθησε μουσικό πρόγραμμα με κυπριακά τραγούδια, προσαρμοσμένα στη θεματολογία της βραδιάς, και στη συνέχεια πορεία κατά μήκος της παραλιακής λεωφόρου προς το παλιό λιμάνι.
Η Αστυνομία παρευρέθηκε διακριτικά, χωρίς να υπάρξουν εντάσεις. «Η συνεργασία μας ήταν υποδειγματική», δηλώνει η ίδια. Από την πρώτη στιγμή φρόντισε να ενημερώσει τις Αρχές και να ακολουθήσει κατά γράμμα το νέο νομοθετικό πλαίσιο που ρυθμίζει τις δημόσιες συγκεντρώσεις.
Το νέο νομοσχέδιο, ο Νόμος 151(Ι)/2025, εγκρίθηκε πρόσφατα από τη Βουλή και προβλέπει αυστηρές προϋποθέσεις για τη διεξαγωγή διαδηλώσεων. Μεταξύ άλλων, απαιτείται έγγραφη ή ηλεκτρονική ειδοποίηση στις Αρχές τουλάχιστον επτά ημέρες πριν, ενώ ορίζεται υποχρεωτική συνεργασία με την Αστυνομία και τις τοπικές Αρχές. Επιπλέον, η Αστυνομία διατηρεί το δικαίωμα να επιβάλλει περιορισμούς ή και να διαλύει συγκεντρώσεις εάν εκτιμά ότι ενδέχεται να προκύψει κίνδυνος ή βία.
Η Σοφία, μελετώντας η ίδια τη νομοθεσία, ακολούθησε όλα τα απαιτούμενα βήματα. «Δεν ήταν δύσκολο. Απλώς έπρεπε να ξέρω τι ισχύει και να μιλήσω με τους σωστούς ανθρώπους», λέει. Έτσι, με τη στήριξη του Δήμου Λεμεσού για τεχνικές λεπτομέρειες και τη βοήθεια της Αστυνομίας για την ασφαλή διεξαγωγή, η πορεία πραγματοποιήθηκε με οργάνωση και συναίσθημα.
Η ανάρτησή της στα κοινωνικά δίκτυα αποτύπωσε ξεκάθαρα τη στόχευση: «Δεν είμαι ούτε πολιτικό κόμμα ούτε φορέας. Είμαι μια πολίτης που ζητά να σταματήσει η αδιαφορία. Το μόνο που απαιτώ είναι η ασφάλεια όλων μας».
Παρά την επιτυχία της εκδήλωσης, το ερώτημα παραμένει: τι θα συμβεί σε μελλοντικές περιπτώσεις όπου η Αστυνομία θα κρίνει ότι η κατάσταση παύει να είναι ειρηνική; Η ίδια η νομοθεσία παρέχει σημαντικές εξουσίες στις Αρχές, περιλαμβανομένης της δυνατότητας να διαλύσουν εκδηλώσεις, να περιορίσουν συμμετέχοντες που καλύπτουν τα χαρακτηριστικά τους και να επιβάλουν βαριά πρόστιμα.
«Ήμουν ανήσυχη», παραδέχεται η Σοφία. «Αλλά εμπιστεύτηκα τον κόσμο. Ήξερα ότι ερχόμαστε για κάτι κοινό: να πενθήσουμε, να εκφράσουμε αγανάκτηση και να απαιτήσουμε ευθύνες. Όχι να συγκρουστούμε».
Στην ανακοίνωσή της, η Αστυνομία τόνισε πως θα βρίσκεται επιτόπου για τη διασφάλιση της ειρηνικής διεξαγωγής, χωρίς πρόθεση να εμποδιστεί η κινητοποίηση. Κάλεσε δε τους συμμετέχοντες να συμμορφώνονται με τις υποδείξεις των αστυνομικών, ενώ διαβεβαίωσε πως η κυκλοφορία στην περιοχή δεν θα επηρεαζόταν.
Κατά τη διάρκεια της πορείας, δεν σημειώθηκαν εντάσεις ούτε απόπειρες παρεισφρήσεων. Παρ' όλα αυτά, οι διοργανωτές έλαβαν γνώση ότι το κίνημα Άλμα είχε ανακοινώσει παράλληλη κινητοποίηση την ίδια ώρα και στον ίδιο τόπο. Όπως ανέφερε η Σοφία, το κίνημα απολογήθηκε για το μπέρδεμα με τις δύο παράλληλες διαδηλώσεις.
Η εικόνα της βραδιάς: ανθρώπινη, δυνατή και ειρηνική. Με πανό που ζητούσαν «ευθύνη» και «προστασία», με συνθήματα λιτά και με πρόσωπα καθημερινών ανθρώπων που αναζητούν λογοδοσία.
Ο απόηχος της διαδήλωσης της 31ης Ιουλίου άφησε πίσω του ένα μείγμα από συναισθήματα: ελπίδα, συγκίνηση αλλά και έναν υπόγειο προβληματισμό που δύσκολα μπορεί να αγνοηθεί. Η εικόνα χιλιάδων ανθρώπων να συγκεντρώνονται στην καρδιά της πόλης για να διεκδικήσουν ειρηνικά, χωρίς κομματικά πανό και χωρίς να προκληθούν επεισόδια, προσέφερε μια σημαντική ανάσα σε μια κοινωνία που συχνά αισθάνεται απομονωμένη και ανίκανη να αρθρώσει συλλογικό λόγο. Ήταν μια στιγμή αξιοπρέπειας και ενεργητικής δημοκρατίας.
Όμως, η επιτυχία της διαμαρτυρίας δεν μπορεί να αποσυνδεθεί από το νομοθετικό περιβάλλον στο οποίο έλαβε χώρα. Η νέα νομοθεσία για τις δημόσιες συναθροίσεις έχει αυστηροποιήσει τις απαιτήσεις από τους διοργανωτές, μετατρέποντας την αυθόρμητη διαμαρτυρία σε κάτι που μοιάζει όλο και περισσότερο με διοργάνωση εκδήλωσης υπό όρους. Ο ρόλος του υπεύθυνου διασύνδεσης με την Αστυνομία, η υποχρεωτική εκ των προτέρων γνωστοποίηση, η ευθύνη για την τήρηση της τάξης, όλα συνθέτουν ένα πλαίσιο που αποθαρρύνει την αυθόρμητη αντίδραση και περιορίζει την ελευθερία του συνέρχεσθαι.
Η περίπτωση της Σοφίας έδειξε πως μια διαδήλωση μπορεί ακόμη να οργανωθεί με καλή πίστη, μελέτη και ουσιαστική πρόθεση συνεννόησης με τις Αρχές. Ωστόσο, το γεγονός ότι χρειάστηκε να κινηθεί με τόση προσοχή, να συμπεριλάβει κάθε λεπτομέρεια, καταδεικνύει τη δυσκολία του εγχειρήματος. Αν ένα μελλοντικό πλήθος ξεφύγει από τον έλεγχο, ο νόμος προβλέπει βαριές συνέπειες: διακοπή της εκδήλωσης, διοικητικά πρόστιμα και ακόμα και ποινικές διώξεις.
Η διαδήλωση λειτούργησε τελικά ως ένα ζωντανό τεστ για τις νέες ισορροπίες που διαμορφώνονται ανάμεσα στους πολίτες και το κράτος. Έδειξε ότι ο δρόμος της έκφρασης δεν έχει ακόμα κλείσει αλλά κάθε του βήμα πλέον μετριέται και σταθμίζεται. Ίσως η πιο κρίσιμη πρόκληση είναι να καταφέρουμε να διατηρήσουμε το δικαίωμα στη συλλογική διεκδίκηση, χωρίς να το μετατρέψουμε σε ένα προνόμιο για λίγους που έχουν την τεχνογνωσία ή τις γνωριμίες για να το διεκδικήσουν.