Πενήντα ένα χρόνια μετά τη δεύτερη φάση του σχεδίου «Αττίλας» και την κατάληψη του Βαρωσίου, η περίκλειστη πόλη στέκει ερειπωμένη απέναντι στη θάλασσα, με τα ξενοδοχεία της να θυμίζουν ακόμα κάτι από την παλιά της αίγλη. Ανάμεσά τους το Golden Mariana Hotel, το Golden Plage Hotel και άλλα, της οικογένειας Λόρδου. Ο Άκης Λόρδος ταξιδεύει πίσω στο χρόνο με τη μνήμη του και αφηγείται στον «Π» όχι εκείνες τις μαύρες μέρες της εισβολής αλλά πώς, αφού η οικογένειά του έχασε τα πάντα, ξανάχτισε από το μηδέν την ξενοδοχειακή αυτοκρατορία. Οξυδερκής αλλά και σεμνός, δεν διστάζει να σχολιάσει την επικαιρότητα και το Κυπριακό.
Το 1974, ο 30χρονος τότε Άκης και η οικογένειά του διατηρούσαν επιχειρήσεις σε επενδύσεις γης και ακινήτων. Ο ίδιος, πολιτικός μηχανικός, και ο αδερφός του, αρχιτέκτονας, έκτιζαν διαμερίσματα και ξενοδοχεία κυρίως στο Βαρώσι, ενώ διατηρούσαν και εργοστάσιο κατασκευής πλαστικών σακουλιών για εξαγωγή πατατών. Ο γνωστός επιχειρηματίας διηγείται στον «Π» πώς ξανάχτισε τη ζωή του και την περιουσία μαζί με την οικογένειά του, αφότου έφυγαν από το Βαρώσι, και μοιράζεται τις σκέψεις του για το παρόν της Κύπρου.
Πού σας βρίσκει η επόμενη μέρα;
Φύγαμε από το Βαρώσι κι αρχικά πήγαμε Λεμεσό. Ο αδερφός μου έφυγε για Αγγλία και μετέπειτα για Αθήνα με τον γαμπρό μου, σε μια προσπάθεια να αρχίσουμε κάτι εκεί.
Εγώ έφυγα για Βηρυτό με τη γυναίκα μου κι ένα μωρό 2,5 χρονών, μήπως καταφέρναμε να κάνουμε δουλειές με Άραβες. Εκεί όμως μας πετυχαίνει ο εμφύλιος πόλεμος του Λιβάνου –άλλο τραγικό γεγονός– όποτε έπρεπε να γυρίσουμε άρον-άρον. Μείναμε εγκλωβισμένοι σ’ ένα διαμέρισμα για 3 βδομάδες.
Πότε γυρίσατε πίσω από τη Βηρυτό;
Το 1975, έμεινα σχεδόν 6 μήνες εκεί. Επιστρέψαμε κι αρχίσαμε σιγά-σιγά με μια μικρή οικοδομή να αναπτύσσουμε στη Λεμεσό και μετά στη Λάρνακα. Παράλληλα ο αδερφός μου άρχισε να χτίζει στην Αθήνα. Τίποτα λεφτά δεν είχαμε, τίποτα δεν βγάλαμε έξω από το Βαρώσι.
Πήρατε κάποια βοήθεια από το τότε κυπριακό κράτος;
Πήραμε ένα οικόπεδο στη βιομηχανική περιοχή Λεμεσού, στον Ύψωνα, όπου και ανοίξαμε ξανά το εργοστάσιο που είχαμε στο Βαρώσι με τις σακούλες. Αυτή ήταν η βοήθεια, άλλο τίποτα δεν πήραμε από την κυβέρνηση, ούτε και ζητήσαμε. Είχαμε καταφέρει έτσι κι αλλιώς να πάρουμε ένα μικρό δάνειο από την Grindlays Bank, αγγλική τράπεζα την οποία αγόρασε μετέπειτα η Λαϊκή Τράπεζα. Ευτυχώς το καλό μας όνομα πουλούσε διότι ο κόσμος μάς είχε εμπιστοσύνη κι αγόραζε τα διαμερίσματα που χτίζαμε. Τότε, ένα διαμέρισμα έκανε 5 – 7 χιλιάδες λίρες για να το αγοράσεις. Κι έτσι αρχίσαμε ξανά, χτίζαμε σε Πάφο, Λεμεσό, Λευκωσία, Λάρνακα και ελεύθερη Αμμόχωστο.
Επισκέπτεστε σήμερα τις περιουσίες σας στο Βαρώσι;
Πήγα πολλές φορές στα κατεχόμενα, ιδιαίτερα στην Αμμόχωστο, η οποία είναι ένα διαμάντι της Μεσογείου. Είχε κάποτε 365 εκκλησίες. Έκανα πολλούς φίλους εκεί, καλοί άνθρωποι. Πήγα στον Απόστολο Ανδρέα, στην Καντάρα που είχαμε το εξοχικό μας, στην Κερύνεια, αλλά στο Βαρώσι –στην περίκλειστη πόλη– αφού άνοιξε, δεν πήγα, ούτε σκέφτομαι να πάω. Είναι θέμα πλέον και πόσα αντέχει ο άνθρωπος να βλέπει.
Δυο πόλεμοι
Ζήσατε δυο πολέμους σε μικρό χρονικό διάστημα. Τι σκέφτεστε όταν βλέπετε τις καταστροφές που βίωσε το νησί μας μετά;
Ένα μεγαλείο ανικανότητας, όπως πολλά που συμβαίνουν στην Κύπρο. Είχαμε χτίσει και στο Σούνι που κάηκε. Δεν τολμώ να πάω να δω τι έγινε. Οι καημένοι πελάτες που αγόρασαν από εμάς πριν 20 χρόνια, οι πλείστοι αφυπηρετήσαντες Εγγλέζοι! Ευτυχώς που δεν κάηκαν παραπάνω. Θα έπρεπε να είχαμε υδροπλάνα που μπορούν να κουβαλούν 1.500 γαλόνια νερό από τη θάλασσα, αφού είμαστε νησί. Έχουμε ελικόπτερα αλλά δεν έχουν ούτε την ίδια ταχύτητα ούτε την ίδια χωρητικότητα. Τα υδροπλάνα κοστίζουν 30 εκατομμύρια δολάρια το ένα, άρα αν είχαμε πέντε τέτοια θα κόστιζε 150 εκατομμύρια δολάρια. Οι αποζημιώσεις τώρα θα κοστίσουν 250 εκατομμύρια. Ας έρθουν να πουν γιατί δεν τα αγοράζουν. Το κράτος μας χρειάζεται έναν μάνατζερ να δουλεύει και να παίρνει αποφάσεις αλλά ο Πρόεδρός μας σήμερα είναι μέσα στα αεροπλάνα και γυρίζει τον κόσμο. Να κάτσει στο γραφείο του, να δει τούτα τα προβλήματα που είναι πρώτης προτεραιότητας και να φέρουν τα κατάλληλα πτητικά μέσα.
Για το Κυπριακό τι έχετε να πείτε;
Το 1978 ήρθε το αγγλοαμερικανικό σχέδιο, μεταξύ άλλων 7 προτάσεων, ήταν το πιο ανώδυνο για εμάς και μας προσφέρθηκε επί Προεδρίας Κάρτερ. Το συγκεκριμένο σχέδιο προνοούσε να δοθεί το Βαρώσι με μοναδικό όρο να ξεκινούσαν οι συνομιλίες. Αλλά άσχετα με το αποτέλεσμα, θα μας έμενε το Βαρώσι. Θα επέστρεφαν 35 χιλιάδες άνθρωποι πίσω, 4 χρόνια μετά την εισβολή, όταν ακόμα δεν υπήρχαν έποικοι. Αλλά τότε ο Παπαδόπουλος και ο Λυσσαρίδης το αποκάλεσαν αμμοχωστοποίηση του Κυπριακού, ή όλοι ή κανένας.
Κι έτσι χάθηκε το Βαρώσι, όχι για εμάς τους Βαρωσιώτες αλλά για την Κύπρο, για εσάς. Αυτό το διαμάντι της Μεσογείου που έρχεται τώρα η Τουρκία να το κάνει Λας Βέγκας.
Επίσης, η εκκρεμότητα αυτή του Κυπριακού με τρομοκρατεί διότι είναι σαν ωρολογιακή βόμβα. Οποιανδήποτε στιγμή μπορεί να γίνει κάτι και η Τουρκία να κάνει προέλαση, όσο δεν υπάρχει λύση.
Χάνεται η ελπίδα για λύση;
Όπως το βλέπω, δεν υπάρχουν άνθρωποι στην ηγεσία για να πάρουν μια απόφαση για τη λύση του Κυπριακού, η οποία να εξασφαλίσει την επιβίωση των Ελληνοκυπρίων και των Τουρκοκυπρίων. Γιατί κι εκείνοι κινδυνεύουν να απορροφηθούν από τους εποίκους. Δεν ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί.
Υπάρχει εθνικό μίσος μεταξύ Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων;
Εγώ δεν αισθάνομαι κανένα μίσος εναντίον των Τουρκοκυπρίων. Το μίσος που λες είναι μεταξύ των νοσηρών εγκεφάλων του εθνικισμού και δεν είναι όλοι οι Κύπριοι έτσι. Πολλοί Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι που γνωρίζω είναι πολύ συνδεδεμένοι και φιλικά διακείμενοι. Πολλοί βρίσκονται κάθε Σάββατο στο Μπουγιούκ Χαν, στην κατεχόμενη Λευκωσία, μαζί με πρέσβεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αξιωματικούς των Ηνωμένων Εθνών. Ο μέσος Κύπριος είναι καλός λαός, ο εθνικιστής Κύπριος είναι ο νοσηρός εγκέφαλος. Το μίσος που λες προκαλείται από αυτούς τους λίγους, που ελπίζω να είναι λίγοι, να μην είναι πάρα πολλοί. Μπορεί και να είναι, άμα λένε ότι το ΕΛΑΜ φτάνει 15%. Το ΔΗΚΟ πήγε καμία φορά εκεί; Ο εθνικισμός κατέφαγε την Κύπρο. Ο χριστιανισμός που λένε δεν δίδαξε το μίσος. Ο εθνικισμός είναι η καταστροφή και δυστυχώς δηλητηριάζει και τη νεολαία. Όλοι αυτοί πουλούν εθνικισμό και ψευδοπατριωτισμό.