Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο έκανε δεκτή την έφεση κατά απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου με εφεσείοντες την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό (ΚΙΣΑ) και εφεσίβλητους την Κυπριακή Δημοκρατία μέσω του Γενικού Εφόρου Εγγραφής Σωματείων, Ιδρυμάτων, Ομοσπονδιών, Ενώσεων δια του Υπουργού Εσωτερικών σε σχέση με διαγραφή του Σωματείου.
Στην ομόφωνη του απόφαση, ημερομηνίας 27 Οκτωβρίου, το Δικαστήριο αναφέρει ότι η έφεση αφορούσε κυρίως την προστασία του συνέρχεσθαι και συνεταιρίζεσθαι και κατ’ επέκτασιν το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης. Συγκεκριμένα, απασχόλησε πρωτοδίκως εάν και κατά πόσον υπήρξε παραβίαση των ως άνω δικαιωμάτων με την προσβαλλόμενη, διά της προσφυγής των Εφεσειόντων/Αιτητών, απόφαση ημερ.7.2.21 των Εφεσιβλήτων/Καθ’ ων η Αίτηση να συμπεριλάβουν τους Εφεσείοντες στον κατάλογο των διαγραφέντων από το Μητρώο Σωματείων και Ιδρυμάτων, μετά από δεύτερη γνωστοποίηση ημερ.4.12.20. Σημειώνεται πως με την απόφαση 7.2.21 απορρίφθηκε η Ιεραρχική Προσφυγή των Εφεσειόντων, ώστε να ακολουθήσει η διαγραφή του Σωματείου.
Αξιολογώντας τους λόγους έφεσης, το Ανώτατο Συνταγματικό ανέφερε ότι κρίνουμε πως η εξέταση μας πρέπει να έχει αφετηρία τη θέση των Εφεσειόντων περί της ανεπαρκούς αιτιολογίας της πρωτόδικης απόφασης ομού βεβαίως με την ερμηνεία και εμβέλεια των σχετικών Άρθρων του Νόμου που ερμηνεύθηκαν και εφαρμόσθηκαν εν προκειμένω.
Λέγοντας ότι ουδείς αμφισβητεί την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος του συνεταιρίζεσθαι και συνέρχεσθαι ομού και σε συνάρτηση με το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης και ουδείς επίσης αγνοεί πως τα δικαιώματα αυτά «λειτουργούν και υπάρχουν» μέσα στα πλαίσια νόμων και κανονισμών (βλ. Άρθρο 21 του Συντάγματος και Άρθρα της ΕΣΔΑ) αναφέρει ότι και αυτό στη βάση της πάγιας αρχής ότι είναι επιτρεπτή η επιβολή νόμιμων περιορισμών στην άσκηση των εν λόγω δικαιωμάτων, μόνο όπου οι περιορισμοί αποτελούν αναγκαία μέτρα σε μια δημοκρατική κοινωνία για την προστασία ιδιαίτερα σημαντικών κοινωνικών αγαθών/σκοπών. Οι σκοποί για τους οποίους μπορούν να επιβληθούν τέτοιοι, απολύτως αναγκαίοι, περιορισμοί καθορίζονται στο Σύνταγμα και στην ΕΣΔΑ (όπως τα Άρθρα 19(3)-(6) και 21(3) του Συντάγματος και Άρθρα 10(2), 11(2) και 18 της ΕΣΔΑ), προσθέτει.
Αυτό επιτάσσει εξάλλου, αναφέρει, και η αρχή της αναλογικότητας ως γενική αρχή του δικαίου της Ένωσης, αρχή που και τα Κυπριακά Δικαστήρια με σεβασμό εφάρμοζαν και εφαρμόζουν.
Ένας τέτοιος Νόμος ήταν και ο επίδικος Νόμος, ο οποίος στο Άρθρο 4 του διακηρύττει την ευχέρεια που υφίσταται στο Δικαστήριο – με απόφαση του – να διαλύει σωματεία που στοχεύουν, μεταξύ άλλων, στην παρανομία και/ή στην υπονόμευση των δημοκρατικών θεσμών, αναφέρει.
Η παρούσα περίπτωση, σημειώνει το Ανώτατο, δεν αφορά τέτοια ως εκ του ως άνω Άρθρου «παρανομία και/ή υπονόμευση δημοκρατικών θεσμών», αλλά αφορά ειδικές μεταβατικές διατάξεις που είχαν σκοπό να λειτουργήσουν ως εκ των υστέρων επιβεβαίωση έγκρισης λειτουργίας υφιστάμενων, με βάση τον προηγούμενο Νόμο, σωματείων, νοουμένου ότι θα προβούν στις αναγκαίες αναπροσαρμογές και τροποποιήσεις του καταστατικού τους στην προβλεπόμενη προθεσμία (η οποία, σημειωτέον, διαφοροποιήθηκε με τις πιο πάνω παρατάσεις).
Στον ίδιο τον Νόμο, στο Άρθρο 47, αναφέρει το Ανώτατο, προβλέπεται η δυνατότητα στα επηρεαζόμενα σωματεία να πλήξουν οποιαδήποτε απόφαση που τα αφορά, περιλαμβανομένης φυσικά και της παρούσης.
"Μ’ όλο τον σεβασμό, το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έδωσε τη σημασία που όφειλε σ’ αυτή τη θεμελιακή πτυχή της υπόθεσης. Αντιθέτως, θεώρησε, με μια – όχι με το απαιτούμενο βάθος – αναφορά πως επρόκειτο για σαφείς διατάξεις του Νόμου, η παραβίαση των οποίων ωστόσο οδήγησε – άνευ ετέρου – στη διαγραφή του Σωματείου. Μάλιστα, επιπλέον έκρινε, ότι αυτό δεν επηρέαζε τη δικαστική διαδικασία της επικείμενης διάλυσης του Σωματείου".
Δεν θα συμφωνήσουμε μ’ αυτή την προσέγγιση η οποία αφαιρεί στην ουσία τη δυνατότητα του Εφόρου αλλά και κατ’ επέκταση τελικά του Δικαστηρίου – να κρίνει με βάση τις ειδικές περιστάσεις της υπόθεσης και στον Υπουργό, αντίστοιχα, ανάλογα με την περίπτωση, ή/και να προσφύγει κατά της εν λόγω απόφασης στο Διοικητικό Δικαστήριο δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.
Το Ανώτατο αναφέρει ότι η Έφεση επιτρέπεται και η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται και συνεπώς η επίδικη διοικητική πράξη ακυρώνεται. Ομοίως ακυρώνεται και η πρωτόδικη διαταγή για έξοδα.
Σε ανακοίνωσή της η ΚΙΣΑ «χαιρετίζει τη σημαντική αυτή απόφαση, όχι μόνο ως επιτυχή κατάληξη της επιμονής και των αγώνων της, αλλά και ως σημαντική για την αναγνώριση του δικαιώματος των πολιτών στο συνεταιρίζεσθαι και στην ελευθερία έκφρασης».
«Για τη διασφάλιση αυτών των δικαιωμάτων στην πράξη, η σχετική νομοθεσία για τα Σωματεία αλλά και για το δικαίωμα του συνέρχεσθαι ειρηνικά θα πρέπει να τροποποιηθεί ριζικά μέσα από δημόσια και ουσιαστική διαβούλευση με την κοινωνία των πολιτών και όλους τους εμπλεκόμενους φορείς», αναφέρεται.
Η ΚΙΣΑ, προστίθεται, «θα προχωρήσει στη διεκδίκηση της άμεσης υλοποίησης της απόφασης του ΑΣΔ από τις αρμόδιες κρατικές υπηρεσίες με την επανεγγραφή της οργάνωσής μας στο Μητρώο Σωματείων».
Πηγή: ΚΥΠΕ






