Τη Μεγάλη Παρασκευή η κατανυκτική μυσταγωγία της περιφοράς του Επιταφίου θέλει την ετοιμασία της. Στην ύπαιθρο, στον στολισμό του αφιερώθηκαν όσοι έσπευσαν σήμερα το πρωί με λουλούδια στους ναούς. Στις πόλεις, τη θέση των γυναικών έχουν πάρει επαγγελματίες ανθοδέτες επιστρατεύοντας πλήθος από εξωτικά λουλούδια και πρασινάδες.
Πρόκειται για ένα έργο με ιδιαίτερο εθιμοτυπικό χαρακτήρα, το οποίο δημιουργεί πάντα ευγενή άμιλλα μεταξύ των ενοριών, για ένα εντυπωσιακό αποτέλεσμα, το οποίο έχει κερδίσει έδαφος και στη λογοτεχνία, με τον Γιώργο Σεφέρη να γράφει για τον «πιο καθωσπρέπει» που είδε ποτέ του και τον Γιώργο Ιωάννου για την απόλαυση απέναντι στο «μέγα θέαμα στο σκότος».
Οι κάτοικοι των ορεινών χωριών συνηθίζουν να παίρνουν στον Επιτάφιο τα γνωστά αγριολούλουδα που μοιάζουν πολύ με τη λεβάντα, τις μυροφόρες. Τις θεωρούν απαραίτητες για το στόλισμα του Επιταφίου, ίσως προς ανάμνηση των Μυροφόρων, αλλά και για το γλυκύ, λεπτό άρωμα τους. Πολύ βασικό αρωματικό φυτό της Κύπρου στο στόλισμα του Επιταφίου ήταν η μυρσίνη, η μερσινιά όπως τη λέει ο λαός. Αποτελεί τη βάση, τον κορμό του στολισμού, πάνω στον οποίο στηρίζουν τα υπόλοιπα λουλούδια.
Σύμφωνα με λαογραφικές καταγραφές, κυρίως στα χωριά της Κύπρου τα παιδιά από νωρίς το πρωί βγαίνουν στους αγρούς για να μαζέψουν λουλούδια και στη συνέχεια περνούν από τους κήπους των σπιτιών, όπου τους περιμένουν οι γυναίκες για να τους δώσουν λουλούδια για τον Επιτάφιο. Τα περισσότερα λουλούδια μαζεύονται από τους κήπους και ελάχιστα από τους αγρούς. Γύρω στο μεσημέρι της Μεγάλης Παρασκευής ο Επιτάφιος είναι στολισμένος.
Ο στολισμός του Επιταφίου θεωρείται έργο των νεαρών κυρίως κοριτσιών. Συνήθως γίνεται το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής. Κατά την πρωινή ακολουθία γίνεται η Αποκαθήλωση και η τοποθέτηση εικόνας του Χριστού στον επιτάφιο μαζί με ροδοπέταλα και άνθη, για προσκύνημα. Νεαρές κοπέλες λευκοφορεμένες, οι Μυροφόρες, στέκουν δίπλα στον επιτάφιο ραντίζοντάς τον με ροδόστεμμα (ροδόνερο).
Ο στολισμός του Επιταφίου με λουλούδια και γενικά η όλη τελετή θυμίζει την αρχαία γιορτή των Κυπρίων, τα Αδώνια, στην οποία απαντώνται και άλλα στοιχεία της χριστιανικής θρησκείας, όπως λ.χ. η Ανάσταση του Λαζάρου.
Εκκλησιαστικά ο όρος «Επιτάφιος» περιέγραφε αρχικά τη χρυσοκέντητη εικόνα που απεικονίζει τον Ιησού Χριστό μετά την Αποκαθήλωση. Το χρυσοκέντητο μεταξωτό λειτουργικό ύφασμα μετά την Αποκαθήλωση τοποθετείται στο ειδικό ξυλόγλυπτο κουβούκλιο που αναπαριστά τον τάφο του Χριστού. Ο θόλος του ξυλόγλυπτου συμβολίζει τον ουρανό ενώ η επίπεδη επιφάνεια στην οποία τοποθετείται το ύφασμα με την εικόνα του Χριστού συμβολίζει τη γη. Ενώ λοιπόν αρχικά ο όρος Επιτάφιος αφορούσε το χρυσοκέντητο μεταξωτό ύφασμα, με την πάροδο του χρόνου κατέληξε να σημαίνει το ειδικό κουβούκλιο που αναπαριστά τον τάφο του Χριστού.
Ο Επιτάφιος στη λογοτεχνία
Λογοτέχνες, βαθιά θρησκευόμενοι ή μή, έχουν αποτυπώσει σε κείμενα τον συγκλονισμό απο το Θείο Δράμα και την της φύσεως άνοιξη, απέναντι στη θέα του Επιταφίου.
Το ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη
Το κείμενο που ακολουθεί είναι απόσπασμα από το προσωπικό ημερολόγιο του Γιώργου Σεφέρη (Μέρες Β΄- Εκδόσεις Ίκαρος 1975), από τον Απρίλιο του 1932, κατά την περίοδο που εργαζόταν στο Λονδίνο ως διευθύνων του Ελληνικού Γενικού Προξενείου.
«Χθες, Μεγάλη Παρασκευή, πήγα στον Επιτάφιο. Κάποτε να μου θυμίσεις να σου πω την ιστορία των Επιταφίων μου. Λογάριασαν πολύ στη ζωή μου. Σε κάθε κόχη που έστριβα, έβλεπα χθες, καθώς στεκόμουν επίσημος και τελετουργικός με το κερί στο χέρι, κι έναν Επιτάφιο. Ο χτεσινός πλούτισε τη συλλογή μου. Ήταν ο πιο καθωσπρέπει που είδα ποτέ μου. Φράγκικη πολυφωνία (Η ζωή εν τάφω είχε γίνει Τραβιάτα ξεψυχισμένη): Φράκα. ‘Ασπρα γάντια. Χρυσαφικά. Κόκκινα κι άσπρα ροδοπέταλα, τόσο περιποιημένα, που μοιάζαν από celluloid. Κι η απαραίτητη εγγλεζοχιώτικη προφορά: κατ (h) ετ (h) έθης Κριστ (h) έ. Ο ωραιότερος και ο πιο αληθινός που είδα ήταν εκείνος που περνούσε με κλαπαδόρες κάτω από τον Παρθενώνα, τ’ Αϊ-Δημήτρη του Λουμπαρδιάρη. Συλλογίστηκα και τη Στέρνα και μου φάνηκε καλή και σωστή στον τόνο της. Λέω να τη δημοσιέψω το Σεπτέμβρη, μόνη. Τι λες; Μου μένει ακόμη ένας Επιτάφιος εδώ, κι έπειτα θα μπορέσω να αντικρίσω το Αιγαίο […]»
Ο επιτάφιος θρήνος του Γιώργου Ιωάννου
Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι απο το κείμενο «Επιτάφιος θρήνος», περιέχεται στην ομότιτλη συλλογή - Εκδόσεις Κέδρος, 1980, 1985.
«... Μα ήτανε την μέρα εκείνη Μεγάλη Παρασκευή, τότε ακριβώς που σταματάνε να εργάζονται, φεύγουνε στα χωριά τους ή στα τίμια σπίτια τους, -τότε και το Δεκαπενταύγουστο της Παναγιάς, άλλη μια φορά - κι είναι συγκινητικό-, δείχνει πως νοσταλγούν , θυμούνται πάντως την παρθενικότητα βάζοντας έξω από την πόρτα τους -όπου και το δισύλλαβο απαραιτήτως όνομα- την έτοιμη από καιρό επιγραφή που έγραψε κάποιος πελάτης καλλιγράφος και εγγράμματος: ‘‘Μετά το Πάσχα’’ ....
...Μα βγαίνοντας απο την εκκλησιά ο Επιτάφιος τράβηξε πρώτα πλάγια, χώθηκε μεσα στις γειτονιές με τα κλειστά ισόγεια με τα χαμαιτυπεία του λιβανιού και δεν τον είδαμε σχεδόν καθόλου... Κι όταν πήρε η κυκλοφορία να παραλύει να προηγούνται τα μικρά παιδιά , να ανάβουνε κεριά στα υψηλά πατώματα ετοιμαστήκαμε κι εμείς ν απολαύσουμε το μέγα θέαμα στο σκότος μέσα της κρεβατοκάμαρας...Από μπροστά μας όταν διάβαιναν έψελνε η χορωδία τα εγκώμια. Μαθήτριες με επιπόλαιες φωνές παρόμοιες με τον γραφικό τους χαρακτήρα βαδίζοντας στο ψευτοκουρασμένο βήμα των στρατιωτών εκείνο με το επ' ώμου λόγχη, βαδίζοντας ωραίοι και σκοτεινοί...τραβούσαν φορτωμένοι νιάτα και έξαψη...»