Ρεπορτάζ των New York Times φέρνει στο φως ένα άγνωστο δίκτυο ρωσικής κατασκοπείας, το οποίο χρησιμοποιούσε τη Βραζιλία ως «γραμμή παραγωγής» για πράκτορες με βαθύ κάλυμμα.
Σύμφωνα με πολυετή έρευνα των New York Times μαζί με αποκαλύψεις των αρχών της Βραζιλίας, η Ρωσία, μέσα από ένα καλά οργανωμένο και πολυετές σχέδιο, παρήγαγε πλαστές βραζιλιάνικες ταυτότητες για πράκτορές της, γνωστούς ως «παράνομους», που δρούσαν στο εξωτερικό με στόχο τη διείσδυση σε ευρωπαϊκές και αμερικανικές υπηρεσίες, ακαδημαϊκά ιδρύματα και οργανισμούς.
Συγκεκριμένα, αξιωματικοί της ρωσικής στρατιωτικής υπηρεσίας πληροφοριών (GRU) δημιουργούσαν νέα ζωή στη Βραζιλία. Παντρεύονταν, ίδρυαν επιχειρήσεις, απέκτησαν φίλους και ζούσαν ως Βραζιλιάνοι πολίτες, αποκτώντας «καθαρά» διαβατήρια και βιογραφικά. Από εκεί, μετακινούνταν σε χώρες-στόχους, με πλήρως πειστικές ταυτότητες.
Ένας από αυτούς, ο Αρτέμ Σμιρέφ, εμφανιζόταν ως επιτυχημένος επιχειρηματίας στο Ρίο ντε Τζανέιρο, με το όνομα Γκέρχαρντ Βίτιχ. Η κάλυψή του κατέρρευσε το 2022 όταν συνελήφθη από ολλανδικές αρχές προσπαθώντας να διεισδύσει στο Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο της Χάγης.
Οι βραζιλιάνικες αρχές, με τη συνεργασία υπηρεσιών από τις ΗΠΑ, την Ολλανδία, το Ισραήλ, και άλλες χώρες, αποκάλυψαν τουλάχιστον εννέα τέτοιες περιπτώσεις. Η έρευνα της Ομοσπονδιακής Αστυνομίας της Βραζιλίας, για την επιχείρηση με κωδική ονομασία «Operation East», που βασίστηκε σε λεπτομερή ανάλυση εκατομμυρίων εγγράφων ταυτότητας και αποκάλυψε επαναλαμβανόμενα μοτίβα στις διαδικασίες καταχώρησης ληξιαρχικών πράξεων και έκδοσης διαβατηρίων.
Το σχέδιο δεν στόχευε στη Βραζιλία, αλλά την αξιοποιούσε ως εφαλτήριο για να δημιουργηθεί η ψευδαίσθηση μιας νέας, «ουδέτερης» ταυτότητας. Οι κατάσκοποι με αυτή τη βραζιλιάνικη κάλυψη ενσωματώνονταν ευκολότερα σε ευρωπαϊκές ή αμερικανικές κοινωνίες, όπου η ρωσική ταυτότητα εγείρει υποψίες.
Η αποκάλυψη έρχεται σε μια περίοδο αυξημένης παγκόσμιας καχυποψίας απέναντι στη Μόσχα, ιδιαίτερα μετά την εισβολή στην Ουκρανία. Η διέρευση της επιχείρησης «Operation East», που εξελισσόταν μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας, θεωρείται σημαντικό πλήγμα στο δίκτυο των «παράνομων» της Ρωσίας, καθώς οι πράκτορες που εκπαιδεύονται για χρόνια κοστίζουν εκατομμύρια και δύσκολα αντικαθίστανται.
Η επιτυχία της επιχείρησης αντανακλά τόσο το επίπεδο συνεργασίας των διεθνών υπηρεσιών ασφαλείας, όσο και την αποφασιστικότητα της Βραζιλίας να μη μετατραπεί σε εργαλείο της ρωσικής κατασκοπείας.
Όπως τονίζουν οι New York Times, η έρευνα δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί. Παραμένει ανοιχτό το ενδεχόμενο να υπάρχουν κι άλλοι πράκτορες με πλαστές βραζιλιάνικες ταυτότητες που δεν έχουν ακόμη αποκαλυφθεί.
ΠΗΓΗ: New York Times