Η Τζέιν Γκούντολ, μία από τις σημαντικότερες πρωτευνολόγους του 20ού αιώνα και γνωστή ακτιβίστρια για την προστασία της φύσης, έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 91 ετών.
Το Ίδρυμα Jane Goodall ανακοίνωσε το πρωί της Τετάρτης 1 Οκτωβρίου 2025 ότι η Γκούντολ πέθανε από φυσικά αίτια ενώ βρισκόταν στην Καλιφόρνια, στο πλαίσιο περιοδείας ομιλιών στις Ηνωμένες Πολιτείες. «Η δρ. Τζέιν Γκούντολ DBE, Αγγελιοφόρος Ειρήνης του ΟΗΕ και ιδρύτρια του Ινστιτούτου Jane Goodall, έφυγε από τη ζωή», αναφέρει η ανακοίνωση.
Οι ανακαλύψεις της άλλαξαν ριζικά την κατανόηση της επιστήμης για τη συμπεριφορά των πρωτευόντων και καθιέρωσαν νέους δρόμους στη μελέτη τους. Παράλληλα, υπήρξε ακούραστη υπερασπίστρια της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και της αποκατάστασης των οικοσυστημάτων.
Η πορεία της ξεκίνησε τον Ιούλιο του 1960, όταν, σε ηλικία μόλις 26 ετών, έφτασε στην Τανζανία για να ξεκινήσει την πρωτοποριακή της έρευνα για τους χιμπαντζήδες στο φυσικό τους περιβάλλον. Στη διάρκεια της πολυετούς μελέτης της απέδειξε ότι οι χιμπαντζήδες επικοινωνούν, αναπτύσσουν ξεχωριστές προσωπικότητες και κατασκευάζουν εργαλεία, συμπεριφορές που μέχρι τότε θεωρούνταν αποκλειστικά ανθρώπινες.
Ανάμεσα στα πιο εντυπωσιακά ευρήματα, όπως εξηγούσε η ίδια σε συνέντευξή της στο ABC News το 2020, ήταν «το πόσο μας μοιάζουν». «Οι συμπεριφορές τους — οι χειρονομίες, τα φιλιά, οι αγκαλιές, το κράτημα των χεριών, τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη», ανέφερε. «Το γεγονός ότι μπορούν να είναι βίαιοι και σκληροί, να διεξάγουν κάτι σαν πόλεμο, αλλά την ίδια στιγμή να δείχνουν αγάπη και αλτρουισμό».
Η ζωή της Τζέιν Γκούντολ
Η Τζέιν Γκούντολ δεν είχε καμία επιστημονική εκπαίδευση ούτε καν πανεπιστημιακό πτυχίο όταν, στα 23 της χρόνια, μάζεψε χρήματα για να επισκεφθεί μια φίλη στην Κένυα. Μέχρι τότε εργαζόταν ως γραμματέας στο Λονδίνο, ενώ κατά καιρούς δούλευε και ως σερβιτόρα. Από μικρή ηλικία είχε αναπτύξει μια ρομαντική εμμονή με τα ζώα και την Αφρική, εμπνευσμένη κυρίως από τα παιδικά της αναγνώσματα: τα μυθιστορήματα του «Δόκτορα Ντούλιτλ» και του «Ταρζάν».
Η συνάντησή της στο Ναϊρόμπι με τον διάσημο παλαιοανθρωπολόγο Λούις Λίκι άλλαξε την πορεία της ζωής της. Ο Λίκι διέκρινε στην άπειρη νεαρή Αγγλίδα την ιδανική παρατηρήτρια για ένα νέο ερευνητικό εγχείρημα: τη μελέτη των χιμπαντζήδων στην Τανζανία. Η επιλογή αποδείχθηκε καθοριστική. Οι παρατηρήσεις της Γκούντολ για τη συμπεριφορά των χιμπαντζήδων, από την κατασκευή εργαλείων μέχρι τη βία μεταξύ ομάδων, επαναπροσδιόρισαν όχι μόνο την επιστημονική κατανόηση για τα πρωτεύοντα, αλλά και τις ίδιες τις αντιλήψεις για το τι σημαίνει να είσαι άνθρωπος.
Η πορεία της ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1950, όταν ο Λίκι, τότε επιμελητής μουσείου φυσικής ιστορίας στο Ναϊρόμπι, την προσέλαβε ως γραμματέα. Σύντομα την πήρε μαζί του σε ανασκαφές στο φαράγγι Ολντουβάι, όπου έδειξε την αντοχή της σε δύσκολες συνθήκες και υιοθέτησε το χαρακτηριστικό χτένισμα με κοτσίδα που διατήρησε μέχρι το τέλος της ζωής της.
Η πρώτη κρίσιμη αποστολή και μεγάλη ανακάλυψη
Η πρώτη κρίσιμη αποστολή ξεκίνησε το 1960, όταν ο Λίκι της ανέθεσε να εγκατασταθεί στο δάσος της Γκόμπε, στην τότε Τανγκανίκα (σημερινή Τανζανία), για να παρατηρήσει χιμπαντζήδες στο φυσικό τους περιβάλλον. Έστησε καταυλισμό κοντά στη λίμνη Τανγκανίκα και, παρά την έλλειψη επίσημης εκπαίδευσης, άρχισε συστηματικές σημειώσεις και καταγραφές.
Λίγους μήνες αργότερα έκανε δύο ανακαλύψεις που θα άλλαζαν την επιστήμη. Είδε τον χιμπαντζή που ονόμασε David Greybeard να τρέφεται με μικρό αγριογούρουνο, καταρρίπτοντας την πεποίθηση ότι το είδος ήταν αποκλειστικά φυτοφάγο. Στη συνέχεια, παρατήρησε τον ίδιο να χρησιμοποιεί ένα κλαδί για να βγάλει τερμίτες από τη φωλιά τους. Η χρήση εργαλείων θεωρούνταν τότε αποκλειστικό γνώρισμα του ανθρώπου.
Η ανακάλυψη, δημοσιευμένη στο περιοδικό Nature το 1964, συγκλόνισε την επιστημονική κοινότητα. Ο ίδιος ο Λίκι της έστειλε τηλεγράφημα γράφοντας: «Τώρα πρέπει να ξαναορίσουμε τον όρο εργαλείο, να ξαναορίσουμε τον όρο άνθρωπος, ή να αποδεχθούμε τους χιμπαντζήδες ως ανθρώπους».
Από εκείνη τη στιγμή ξεκίνησε μια καριέρα μισού αιώνα που καθιέρωσε την Γκούντολ ως την πρώτη που μελέτησε με τέτοια συνέπεια άγριους χιμπαντζήδες. Σε αντίθεση με προηγούμενες έρευνες σε αιχμαλωσία, εκείνη έδειξε ότι η μακροχρόνια παρατήρηση στο πεδίο μπορούσε να αποκαλύψει αθέατες πλευρές της συμπεριφοράς. Ο θεωρητικός της εξέλιξης Στίβεν Τζέι Γκουλντ χαρακτήρισε το έργο της «ένα από τα μεγάλα επιστημονικά επιτεύγματα του δυτικού κόσμου».
Η Γκούντολ απέδειξε ότι οι χιμπαντζήδες δεν ήταν άψυχα, μηχανικά όντα. Αντίθετα, είχαν συναισθήματα, δεσμούς, αντιπαλότητες και μεταβίβαζαν γνώσεις από γενιά σε γενιά. «Όσο περισσότερο έμενα εκεί, τόσο πιο πολύ έβλεπα πόσο μας μοιάζουν», είπε σε μαθητές το 2016.
Η εικόνα της έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο μέσα από ντοκιμαντέρ και φωτογραφίες περιοδικών. Ξυπόλυτη και ατρόμητη, τροφοδοτούσε με μπανάνες τους χιμπαντζήδες και κατέγραφε τη ζωή τους. Οι περιγραφές της ενέπνευσαν και τον κινηματογράφο, με στοιχεία της δουλειάς της να επηρεάζουν έργα όπως το «Gorillas in the Mist» και το ντοκιμαντέρ «Jane» του National Geographic.
Η προσωπική ζωή της Τζέιν Γκούντολ
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, το National Geographic, βασικός χρηματοδότης της έρευνας στη Γκόμπε, έστειλε τον Ολλανδό φωτογράφο Χιούγκο βαν Λάουικ να απαθανατίσει τη δουλειά της. Η κοινή τους αφοσίωση στους χιμπαντζήδες εξελίχθηκε σε σχέση, και το 1964 παντρεύτηκαν. Η περιπέτεια τους στις ζούγκλες της Τανζανίας καταγράφηκε μέσα από εμβληματικές εικόνες που σύστησαν την Τζέιν Γκούντολ στο διεθνές κοινό.
Το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο, τον Χιούγκο, γνωστό ως «Grub», ο οποίος πέρασε μεγάλο μέρος της παιδικής του ηλικίας στο Γκόμπε, σε ένα ειδικά σχεδιασμένο καταφύγιο για να προστατεύεται από τους χιμπαντζήδες. Το 1971 η Γκούντολ εξέδωσε το βιβλίο «In the Shadow of Man», που έγινε μπεστ σέλερ και μεταφράστηκε σε δεκάδες γλώσσες, καθιερώνοντάς την ως συγγραφέα αλλά και ως δημόσια διανοούμενη.
Η προσωπική της ζωή, ωστόσο, υπήρξε ταραχώδης. Ο γάμος με τον βαν Λάουικ κατέρρευσε καθώς η καριέρα της απογειωνόταν. Λίγα χρόνια αργότερα παντρεύτηκε τον Ντέρεκ Μπράισον, Βρετανό διαχειριστή των εθνικών πάρκων της Τανζανίας, με τον οποίο έμειναν μαζί πέντε χρόνια μέχρι τον θάνατό του από καρκίνο το 1980.
Παράλληλα, η επιστημονική της φήμη εδραιωνόταν. Το έργο της θεωρήθηκε επαναστατικό, αν και δεν έλειψαν οι επικρίσεις. Η πρακτική της να δίνει μπανάνες στους χιμπαντζήδες για να τους προσελκύει προκάλεσε συγκρούσεις μεταξύ τους και έθεσε ερωτήματα για το αν είχε επηρεάσει τη φυσική τους συμπεριφορά. Η ίδια αργότερα παραδέχθηκε ότι επρόκειτο για λάθος που δεν θα επαναλάμβανε αν γνώριζε τις συνέπειες.
Παρά τις δυσκολίες, η Γκούντολ συνέχισε να ανατρέπει κατεστημένα. Η απόφασή της να δίνει ονόματα στα ζώα (αντί για αριθμούς, όπως επέβαλε η τότε επιστημονική ορθοδοξία) θεωρήθηκε υπερβολικά ανθρωπομορφική. Όμως αυτή η επιλογή την οδήγησε να τα αντιμετωπίσει ως μοναδικά άτομα, αποκαλύπτοντας το εύρος των προσωπικοτήτων και των συναισθημάτων τους.
Από τη ζούγκλα, στον ακτιβισμό για το περιβάλλον
Επίσης, το 1975 η έρευνα στη Γκόμπε συγκλονίστηκε από την ένοπλη εισβολή ανταρτών από το γειτονικό Ζαΐρ, που απήγαγαν τέσσερις φοιτητές-ερευνητές. Το περιστατικό έθεσε υπό αμφισβήτηση την ικανότητά της να διασφαλίσει την ασφάλεια της ομάδας της, αν και η ίδια τόνισε ότι δεν γνώριζε τίποτα μέχρι να έχει ήδη συμβεί.
Παρά τις αναταράξεις, η φήμη της ως πρωτοπόρου εδραιώθηκε. Ο βιολόγος Ρόμπερτ Σαπόλσκι του Στάνφορντ είπε αργότερα ότι «έχει κάνει τις σημαντικότερες συνεισφορές από οποιονδήποτε πρωτευοντολόγο στην ιστορία» και τη χαρακτήρισε «αγία προστάτιδα» του κλάδου.
Σταδιακά, η Γκούντολ μετατράπηκε σε παγκόσμιο σύμβολο όχι μόνο της έρευνας αλλά και της οικολογικής δράσης. Το 1986, σε διεθνές συνέδριο στο Σικάγο, άκουσε για πρώτη φορά αναλυτικά τις απειλές που αντιμετώπιζαν οι χιμπαντζήδες: καταστροφή οικοτόπων, αύξηση του ανθρώπινου πληθυσμού και κυνήγι για το εμπόριο κρέατος άγριων ζώων. Η αποκάλυψη αυτή αποτέλεσε σημείο καμπής.
Από τότε άφησε πίσω τη ζωή της μόνιμης ερευνήτριας στη Γκόμπε και άρχισε να ταξιδεύει σε όλο τον κόσμο ως πρέσβειρα του περιβάλλοντος. Μετέτρεψε το προσωπικό της κύρος σε κινητήρια δύναμη για τη διατήρηση της άγριας ζωής και την ευαισθητοποίηση της κοινής γνώμης.
Το 1977 η Γκούντολ ίδρυσε το Jane Goodall Institute, με έδρα στην Ουάσιγκτον, το οποίο εξελίχθηκε σε διεθνή οργανισμό αφιερωμένο στην προστασία των χιμπαντζήδων και των οικοσυστημάτων τους. Το Ινστιτούτο δεν περιορίστηκε στη διατήρηση της άγριας ζωής, αλλά ανέπτυξε και κοινοτικά προγράμματα γύρω από το Γκόμπε, ενθαρρύνοντας τη βιώσιμη ανάπτυξη και δημιουργώντας θέσεις εργασίας ώστε οι τοπικές κοινωνίες να έχουν κίνητρο να προστατεύσουν το περιβάλλον.
Μία από τις σημαντικότερες πρωτοβουλίες της υπήρξε το Roots & Shoots, πρόγραμμα που ξεκίνησε το 1991 με μια μικρή ομάδα παιδιών στην Τανζανία και σήμερα αριθμεί πάνω από 100.000 μέλη σε περισσότερες από 100 χώρες. Ο στόχος ήταν να καλλιεργηθεί στις νεότερες γενιές η ευαισθησία για τη φύση, τα ζώα και την κοινωνική δικαιοσύνη, δίνοντας στα παιδιά εργαλεία για να γίνουν ενεργοί πολίτες και μελλοντικοί ακτιβιστές.
Η διεθνής αναγνώριση δεν άργησε. Το 2002, ο ΟΗΕ την ανακήρυξε Αγγελιοφόρο Ειρήνης, τιμώντας την όχι μόνο για το επιστημονικό της έργο αλλά και για τη δράση της υπέρ της ειρήνης και της συνεργασίας μεταξύ των λαών. Δύο χρόνια αργότερα, τιμήθηκε από τη Βασίλισσα Ελισάβετ Β΄ με τον τίτλο Dame Commander of the Order of the British Empire (DBE).
Ακόμη και στα 80 της χρόνια, η Γκούντολ συνέχισε να ταξιδεύει περισσότερες από 300 ημέρες τον χρόνο, δίνοντας διαλέξεις και συμμετέχοντας σε δράσεις για την προστασία των δασών και της βιοποικιλότητας. Η ίδια συνήθιζε να λέει ότι ο στόχος της ήταν «να δημιουργήσει έναν συναισθηματικό δεσμό ανάμεσα στους ανθρώπους και τα άγρια ζώα», προειδοποιώντας για τις επιπτώσεις της αποψίλωσης, της λαθροθηρίας και της κλιματικής αλλαγής.
Το 2025, λίγο πριν τον θάνατό της, της απονεμήθηκε το Προεδρικό Μετάλλιο της Ελευθερίας, η ύψιστη πολιτική διάκριση των Ηνωμένων Πολιτειών, σε αναγνώριση της πολύπλευρης συνεισφοράς της στην επιστήμη και το περιβάλλον.
Πηγή: lifo.gr