Eργασιακό άγχος, ψυχική εξουθένωση και διαπροσωπικές συγκρούσεις, δηλαδή η άσκηση ψυχολογικής πίεσης, έχουν οδηγήσει τους τελευταίους 12 μήνες 62.400 εργαζομένους -από σύνολο 480.000, συμπεριλαμβανομένων των αυτοεργοδοτούμενων, δηλαδή το 13%- στη λήψη άδειας ακόμη και πέραν των 11 ημερών ετησίως.
Η έρευνα για την ασφάλεια και την υγεία στον χώρο εργασίας, που διεξήχθη τον Ιούλιο του 2024 από την IMR/University of Nicosia για λογαριασμό της ΣΕΚ, αποκαλύπτει σημαντικά κενά στους χώρους εργασίας στην Κύπρο και αναδεικνύει την ανάγκη για περισσότερη εκπαίδευση και ενίσχυση των μέτρων πρόληψης. Η έρευνα αποτελεί μέρος του έργου «Ενίσχυση ικανότητας συνδικαλιστικών στελεχών για αναβάθμιση του κοινωνικού διαλόγου» το οποίο υλοποιείται στο πλαίσιο του προγράμματος πολιτικής συνοχής «ΘΑλΕΙΑ 2021-2027» με τη συγχρηματοδότηση της ΕΕ και τα αποτελέσματα παρουσιάστηκαν σε δημοσιογραφική διάσκεψη στο μέγαρο της ΣΕΚ.
Η ΣΕΚ σημειώνει ότι οι ψυχοκοινωνικοί κίνδυνοι έχουν σοβαρό αντίκτυπο τόσο στη σωματική, όσο και στην ψυχική υγεία των εργαζομένων. Πέρα από την επίδραση στην υγεία (σωματική και ψυχική) των εργαζομένων οι ελλείψεις στην ασφάλεια και την υγεία στους χώρους εργασίας έχουν και ένα υψηλό οικονομικό κόστος.
Τους τελευταίους 36 μήνες 33.600 εργαζόμενοι στην Κύπρο, το 7% του συνολικού εργατικού δυναμικού, έχουν εμπλακεί σε εργατικό ατύχημα, με αποτέλεσμα την απώλεια 12.364.800 εργατοωρών, με το κόστος για την οικονομία να εκτιμάται σε €173.107.200 ανά τριετία. Στην ερώτηση για το πόσες ημέρες έχουν απουσιάσει από την εργασία τους τούς τελευταίους 36 μήνες, λόγω τραυματισμού ή άλλου λόγου που σχετίζεται με την ασφάλεια και υγεία στην εργασία, οι εργαζόμενοι απάντησαν 41 μέρες (μέσος όρος εργάσιμων ημερών που χάθηκαν). Στην ίδια ερώτηση, οι εργοδότες έδωσαν διαφορετική απάντηση (46 ημέρες).
Τα αποτελέσματα
Η έρευνα καταγράφει την έλλειψη επαρκούς εκπαίδευσης και κατάρτισης όπως επίσης και κουλτούρας εργασιακής ασφάλειας στην κυπριακή κοινωνία, ενώ η ανάλυση των στοιχείων ανέδειξε τις άμεσες επιπτώσεις της ασφάλειας και της υγείας στην ποιότητα ζωής των εργαζομένων. Ειδικότερα:
1. Αίσθημα ασφάλειας. Η αντίληψη της ασφάλειας στην εργασία ποικίλλει ανάλογα με τον χώρο εργασίας και το επάγγελμα. Οι τομείς των κατασκευών και των μεταφορών εμφανίζουν τα υψηλότερα ποσοστά ανασφάλειας. Περίπου το 63% του συνολικού δείγματος αισθάνεται «πολύ ασφαλής» ή «κάπως ασφαλής» στον χώρο εργασίας τους. Τα άτομα ηλικίας 45-64 ετών τείνουν να αισθάνονται πιο ασφαλή σε σύγκριση με τις νεότερες ηλικιακές ομάδες.
2. Εκπαίδευση σε θέματα ασφάλειας και υγείας. Ένα μόνο μέρος των ερωτηθέντων έχει λάβει εκπαίδευση σε θέματα ασφάλειας και υγείας, όπως εκτίμηση κινδύνου (54%), γνωστοποίηση εργατικών ατυχημάτων (58%), εθνική νομοθεσία (62%) και επιτροπή ασφάλειας και υγείας (65%). Ωστόσο, υπάρχει ένα χάσμα μεταξύ της θεωρητικής εκπαίδευσης και της πρακτικής εφαρμογής της. Μόνο το 27% των εργαζομένων δήλωσε ότι έτυχε εκπαίδευσης την τρέχουσα χρονιά που διεξάχθηκε η έρευνα. Το 30% δήλωσε ότι δεν θυμάται αν έτυχε εκπαίδευσης και το 7% δεν έτυχε ποτέ καμίας εκπαίδευσης.
3. Εφαρμογή κανονισμών. Το 27% του συνολικού δείγματος αναφέρει ότι υπάρχει Επιτροπή Ασφάλειας και Υγείας στην εργασία του, ενώ το 12% δηλώνει ότι δεν υπάρχει και το 61% δεν γνωρίζει. Βάσει της νομοθεσίας, είναι υποχρεωτικό να υπάρχει Επιτροπή Ασφάλειας σε όλες τις επιχειρήσεις.
4. Έκθεση σε εργασιακούς κινδύνους και ατυχήματα. Ένα μικρό ποσοστό (περίπου 4%) του δείγματος έχει εμπλακεί σε εργατικό ατύχημα τους τελευταίους 36 μήνες. Ο μέσος όρος απουσίας από την εργασία λόγω τραυματισμού είναι 41 ημέρες για όσους έχουν εμπλακεί σε ατύχημα.
5. Κόστος εργατικών ατυχημάτων. Υπολογίζεται ότι χάνονται 12.364.800 εργατοώρες κάθε τριετία λόγω εργατικών ατυχημάτων, με εκτιμώμενο κόστος 173.107.200 ευρώ. Το εκτιμώμενο ετήσιο κόστος για την οικονομία ανέρχεται σε 82.850.000 ευρώ.
6. Ψυχοκοινωνικοί κίνδυνοι. Το 77% του γενικού πληθυσμού γνωρίζει αν ο εργοδότης του διαθέτει διαδικασίες ή πολιτικές διαχείρισης του άγχους. Ένας σημαντικός αριθμός εργαζομένων (62.400) απουσιάζει από την εργασία του λόγω ψυχολογικής πίεσης. Το 50% των εργοδοτών απάντησαν αρνητικά στο ερώτημα αν έχουν διαδικασίες ή πολιτικές διαχείρισης του εργασιακού άγχους.
7. Επίδραση της πανδημίας Covid-19. Η πανδημία συνέβαλε στην ενίσχυση της κουλτούρας ασφάλειας, καθώς οι εργαζόμενοι αναγκάστηκαν να εφαρμόσουν νέους κανονισμούς.