Το κυπριακό τραπεζικό σύστημα έχει αφήσει πίσω του τη σκιά της κρίσης του 2013 και βρίσκεται στο επίκεντρο αυξημένου επενδυτικού ενδιαφέροντος. Η εξαγορά της Ελληνικής από τη Eurobank, της Astrobank από την Alpha Bank, η επαναδραστηριοποίηση της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας (Κύπρου), οι εξαγορές ασφαλιστικών εταιρειών από τράπεζες (η Ελληνική απέκτησε τη CNP και η Τράπεζα Κύπρου την Εθνική Ασφαλιστική) αποτελούν κινήσεις που αφενός δείχνουν εμπιστοσύνη στην κυπριακή οικονομία και αφετέρου ευθυγραμμίζονται με τη γραμμή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για συγκέντρωση και διαφοροποίηση του επιχειρηματικού μοντέλου των ευρωπαϊκών τραπεζών.
Παράλληλα, στον ορίζοντα υπάρχει ενδιαφέρον για τη δημιουργία νέων τραπεζών και είσοδο νέων επενδυτών σε υφιστάμενες τράπεζες. Στους φιλόδοξους νέους παίκτες βλέπουμε την κίνηση για μια νέα συνεργατική τράπεζα, ιδρύματα ηλεκτρονικών πληρωμών και παρόχους επενδυτικών υπηρεσιών. Πληροφορίες αναφέρουν ως ενδιαφερόμενους για τραπεζική άδεια την εισηγμένη στο Nasdaq, Freedom Holdings και την κυπριακή πλατφόρμα πληρωμών ECOMMBX.
Σε αυτή την κατηγορία, όμως, επενδυτικού ενδιαφέροντος, η διαδικασία αδειοδότησης ή/και έγκρισης, απόκτησης πλειοψηφικού πακέτου και η αυστηρή εποπτεία από τις ευρωπαϊκές και εθνικές αρχές καθιστούν την είσοδο νέων παικτών ιδιαίτερα απαιτητική.
Τελευταία κίνηση, η συμφωνία για την εξαγορά της Ancoria Bank από τους Κωνσταντίνο Κλεάνθους (συνιδρυτής της XM) ο οποίος αποκτά το 55%, Χαράλαμπο Παναγιώτου (25%) με την υφιστάμενη ιδιοκτησία της Ancoria Insurance του Sievert Larsson να περιορίζεται στο 20%. Όλα αυτά υπό την αίρεση της έγκρισης του επόπτη.
Η διαδικασία αδειοδότησης και εποπτείας
Η χορήγηση τραπεζικής άδειας στην Κύπρο γίνεται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), κατόπιν εισήγησης της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (ΚΤΚ). Στην πράξη, η αξιολόγηση των αιτημάτων για χορήγηση άδειας ή εξαγοράς τραπεζών πραγματοποιείται από κοινού, με κριτήρια που αφορούν:
Την ποιότητα και την προέλευση των κεφαλαίων των επενδυτών.
Την καταλληλότητα και εμπειρία της διοίκησης.
Την ικανότητα διαχείρισης ενός τραπεζικού ιδρύματος με ευρωπαϊκή εμβέλεια. Η τραπεζική άδεια στην Κύπρο ανοίγει τον δρόμο για δραστηριοποίηση σε όλη την ευρωζώνη.
Τη διαφάνεια και το επιχειρηματικό πλάνο, που πρέπει να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες της αγοράς και να διασφαλίζει τη βιωσιμότητα του εγχειρήματος.
Αν και οι εποπτικές αρχές σε Κύπρο και ευρωζώνη δεν σχολιάζουν διαδικασίες εξέτασης αιτήσεων σε εξέλιξη, ο «Π» αντιλαμβάνεται ότι η αξιοπιστία επενδυτών και επιχειρηματικού σχεδίου είναι εξίσου σημαντικά, με το δεύτερο να είναι ίσως και το πιο δύσκολο. Ένας επενδυτής είναι σχετικά απλό να αποδείξει αν είναι «καθαρός και κατάλληλος», εφόσον βέβαια είναι καθαρός. Υπάρχουν αντικειμενικά κριτήρια για να το αποδείξεις: βιογραφικά, σπουδές, προέλευση χρημάτων. Μετρά η συνολική εικόνα. Για παράδειγμα, στην περίπτωση της Ancoria οι νέοι επενδυτές παρουσιάζουν την επένδυσή τους ως προσωπική, επιχείρημα που δεν μπορεί να σταθεί. Έχει σημασία η συνολική διαδρομή.
Τα επιχειρηματικά σχέδια, όμως, περικλείουν έναν βαθμό αβεβαιότητας. Πώς αποδεικνύεις ότι ένα επιχειρηματικό πλάνο είναι βιώσιμο και ότι θα δημιουργήσει μια επικερδή τράπεζα σε ένα περιβάλλον με έντονο ανταγωνισμό, μικρά περιθώρια κέρδους και δεκάδες fintech να διεκδικούν εργασίες στο κομμάτι των πληρωμών;
Συνεπώς, η εξέταση μιας αίτησης για χορήγηση νέας τραπεζικής άδειάς ή εξαγορά τράπεζας, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στο επιχειρηματικό σχέδιο. Αξιολογείται, σε εξαντλητικό βαθμό, αν μια επενδυτική πρόταση έχει ρεαλιστική βάση στο τρέχον τραπεζικό περιβάλλον, όπου η τάση είναι η μείωση του αριθμού των τραπεζικών ιδρυμάτων και όχι η αύξησή τους. Αξίζει να σημειωθεί ότι την ΕΚΤ απασχολεί ιδιαίτερα η χαμηλή κερδοφορία των ευρωπαϊκών τραπεζών, καθώς τα πρόσφατα κέρδη αποδίδονται κυρίως στην παροδική αύξηση των επιτοκίων και όχι σε διαρθρωτικές αλλαγές.
Κυπριακές ιδιαιτερότητες
Στο σημείο αυτό εισέρχονται οι κυπριακές ιδιαιτερότητες. Η κυπριακή τραπεζική αγορά χαρακτηρίζεται από υψηλό βαθμό συγκέντρωσης: Τράπεζα Κύπρου και Ελληνική-Eurobank ελέγχουν περίπου το 80% της αγοράς, Alpha Bank-Astrobank το 10%, ενώ το υπόλοιπο 10% μοιράζονται Εθνική Τράπεζα Κύπρου, cdb, Ancoria, Οργανισμός Χρηματοδοτήσεως Στέγης, Societe Generale Cyprus και οχτώ υποκαταστήματα ξένων τραπεζών.
Η υψηλή συγκέντρωση σε τρεις παίκτες, σε συνδυασμό με τα υψηλά λειτουργικά κόστη και τις αυξημένες κεφαλαιακές απαιτήσεις μιας τράπεζας, καθιστά ακόμη πιο απαιτητικό το εγχείρημα της δημιουργία μιας νέας τράπεζας ή της εξαγοράς της. Στον τραπεζικό τομέα η κερδοφορία περνά κυρίως από το μέγεθος. Απαιτούνται μεγάλοι τζίροι για να βγουν τα υψηλά έξοδα για τήρηση κεφαλαιακών απαιτήσεων (ειδικά στην Κύπρο λόγω της ανοικτής ακόμη συλλογικής πληγής της κρίσης του 2013 καμία τράπεζα δεν μπορεί απλά να τηρεί τα ελάχιστα κεφάλαια), διαρκή προσαρμογή στο ψηφιακό περιβάλλον, αντιμετώπιση του ανταγωνισμού των fintech και των υφιστάμενων τραπεζών και εφαρμογή των κανονιστικών απαιτήσεων. Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι υφιστάμενοι παραδοσιακοί τραπεζικοί παίκτες έχουν διάθεση για «πόλεμο» κυνηγώντας κάθε ευκαιρία για να κερδίσουν πελάτες.
Αν μας απαντούσε η Κεντρική Τράπεζα σε ερώτημα για τη χορήγηση νέων τραπεζικών αδειών θα μας έλεγε ότι δεν είναι ούτε αρνητική, ούτε θετική και ότι θα αξιολογήσει την κάθε περίπτωση χωριστά σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Το γεγονός ότι δεν έχουν δοθεί νέες άδειες, παρά τα αιτήματα που υπάρχουν από επενδυτές και με διεθνή εμβέλεια (αναφέραμε δύο στην αρχή του ρεπορτάζ) σημαίνει ότι ο επόπτης δεν έχει πειστεί, ακόμη. Θα πρέπει να παρουσιαστεί ένα εξαιρετικό και ταυτόχρονα ρεαλιστικό επιχειρηματικό πλάνο.
Η εικόνα έχει ως εξής: ένας επενδυτής μπορεί να θέλει να πάρει το ρίσκο της επένδυσης σε μια τράπεζα, αλλά η ΕΚΤ δεν έχει δώσει σήμα ότι θέλει τέτοιου είδους ρίσκα. Αυτό το βλέπουμε και με τους ενδιαφερόμενους από τον χώρο των ιδρυμάτων πληρωμών και επενδυτικών υπηρεσιών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Έχουν δοθεί ελάχιστες πλήρεις τραπεζικές άδειες σε fintech εγχειρήματα.
Η Revolut που έχει τραπεζική άδεια στην ευρωζώνη και εποπτεύεται από την Κεντρική Τράπεζα της Λιθουανίας, αξιοποίησε τη συγκυρία του Brexit για να λάβει την τραπεζική άδεια (έχει έδρα στο Ηνωμένο Βασίλειο). Πλήρη τραπεζική άδεια έχει η γερμανική N26 (δεν διαθέτει φυσικό κατάστημα), η οποία ιδρύθηκε το 2013 στο Βερολίνο.
Η τελευταία πλήρη τραπεζική άδεια σε neobank, με δυνατότητα «διαβατηρίου» (passporting) σε όλη την ευρωζώνη δόθηκε το 2024 στην ελληνική snappi, με έδρα τα Ιωάννινα και βασικό μέτοχο την Τράπεζα Πειραιώς. Το όλο εγχείρημα εντάσσεται στο business plan της Τράπεζα Πειραιώς για τη διαφοροποίηση του επιχειρηματικού της μοντέλου.