Κοστολόγηση των μέτρων που εξαγγέλλονται, τα οποία αυξάνουν τις δημόσιες δαπάνες, απαιτεί το Δημοσιονομικό Συμβούλιο Κύπρου, επισημαίνοντας ότι θα πρέπει να αποφεύγονται οι αποφάσεις πολιτικής, επίσημες ανακοινώσεις ή άλλες δεσμεύσεις οι οποίες συνεπάγονται σημαντικές δαπάνες κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της υποβολής του ετήσιου προϋπολογισμού (Π/Υ) και Μεσοπρόθεσμου Δημοσιονομικού Πλαισίου (ΜΔΠ) στη Βουλή των Αντιπροσώπων και της τελικής του ψήφισης.
Η ενδιάμεση έκθεση που δημοσιοποίησε τη Δευτέρα το Δημοσιονομικό Συμβούλιο είναι καταπέλτης κατά των πολιτικών ανακοίνωσης μέτρων και δεσμεύσεων χωρίς να κοστολογούνται με ακρίβεια, με ορατό τον κίνδυνο δημοσιονομικού εκτροχιασμού.
Το Δημοσιονομικό Συμβούλιο ζητά ολοκληρωμένη σταχυολόγηση όλων των δαπανών, περιλαμβανομένων των πραγματικών Καθαρών Πρωτογενών Δαπανών (ΚΔΠ) με επίσημη καταγραφή του κόστους, της πορείας τουλάχιστον ανά τρίμηνο (αν όχι μηνιαία) αλλά και του χρονοδιαγράμματος υλοποίησης.
Παράλληλα, σημειώνει ότι η τροχιά δαπανών της γενικής κυβέρνησης κάτω από τους ΚΟΔ (Κανόνες Οικονομικής Διακυβέρνησης) θα πρέπει επίσης να καταγράφεται ρητά στους ετήσιους Π/Υ και ΜΔΠ, πέρα από τις αναφορές στις συνολικές δαπάνες της κεντρικής κυβέρνησης.
Επίσης, υποδεικνύει ότι οι συστάσεις ανά χώρα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για την Κύπρο πρέπει να θεωρηθούν ως ντε φάκτο κορυφαίες προτεραιότητες της χώρας, με ρητές και δημόσιες αναφορές στη συγκεκριμένη δέσμευση της χώρας.
Στις εισηγήσεις του Συμβουλίου περιλαμβάνεται και η πολιτική μείωσης (ή τουλάχιστον συγκράτησης) των ανελαστικών δαπανών, αναφέροντας ότι η συγκράτησή τους θα δημιουργήσει χώρο στον Π/Υ για τη λήψη μέτρων αν παραστεί ανάγκη και θα επιτρέψει στη Δημοκρατία να τηρήσει αντικυκλική δημοσιονομική πολιτική.
Στη βάση των τελευταίων δύο προϋπολογισμών, προκύπτει πως οι ανελαστικές δαπάνες καταγράφουν αύξηση μέχρι και το 2027 και, αν δεν προκύψει αναθεώρηση στον προϋπολογισμό 2026 και ΜΔΠ 2026-2028, θα φτάσουν το 90% των συνολικών δαπανών.
Εντοπίζονται τουλάχιστον 160 έργα και δράσεις επί των οποίων υφίσταται πολιτική δέσμευση ή εξαγγελία αλλά δεν είναι ακόμα σαφές κατά πόσον έχουν συμπεριληφθεί μερικώς ή πλήρως στον Π/Υ 2026.
Σε περίπτωση που δεν έχουν συμπεριληφθεί, παρατηρεί το Συμβούλιο, υφίσταται υψηλή πιθανότητα «έκπληξης» σε επόμενους προϋπολογισμούς, και ιδίως του 2027, κάτι που απαραίτητα συνεπάγεται αύξηση της υπέρβασης δαπανών, με επίδραση στο πλεόνασμα. Στις μεγάλες δαπάνες που εγκυμονούν «εκπλήξεις» περιλαμβάνονται δαπάνες που αφορούν τις ΔΕΦΑ-ΕΤΥΦΑ, ΚΕΔΙΠΕΣ και το Ταμείο Αλληλεγγύης για τους κουρεμένους.
Η πορεία των δαπανών της Δημοκρατίας παραμένει εντός των ορίων που έχουν τεθεί αλλά με ιδιαίτερα υψηλό κίνδυνο απότομης αύξησής τους, εντός του ορίζοντα της πρώτης αξιολόγησης της δημοσιονομικής τροχιάς (2028), αναφέρεται.
Όχι σε συμπληρωματικούς προϋπολογισμούς
Ακόμη το Συμβούλιο υπογραμμίζει ότι πρέπει να διατηρηθεί η σημερινή αυστηρή στάση έναντι οποιωνδήποτε συμπληρωματικών προϋπολογισμών, οι οποίοι αποτελούν διαχρονική αδυναμία των δημοσίων οικονομικών.
Το Συμβούλιο χαιρετίζει τη στάση του Υπουργείου Οικονομικών έναντι των συμπληρωματικών προϋπολογισμών, προσδοκώντας ωστόσο σε λήψη μέτρων ούτως ώστε η συγκεκριμένη στάση του υπουργείου να καταστεί μόνιμη και να μην εξαρτάται από την προσωπική στάση συγκεκριμένων αξιωματούχων.
Ζητά παράλληλα όπως γίνει πλήρης καταγραφή των δυνητικών και αναδυόμενων δαπανών που προκύπτουν από υποχρεώσεις και οι οποίες δύνανται να εκτροχιάσουν τον δημοσιονομικό σχεδιασμό τα ερχόμενα έτη.
Κρατικό μισθολόγιο και ΑΤΑ
Παράλληλα, το Συμβούλιο συστήνει προσοχή στις αποφάσεις που θα ληφθούν τόσο για την ΑΤΑ όσο και για προσλήψεις που επηρεάζουν την αύξηση του κρατικού μισθολογίου, ιδίως αν ληφθεί υπόψη η αναπόφευκτη αύξηση των δαπανών που σχετίζονται με τα δραματικά γεγονότα του Ιουλίου 2025.
Η συνολική αύξηση του μισθολογίου εκτιμήθηκε στα €227,6 εκατ. για το 2025 σε σχέση με το 2024, ενώ για το 2026 εκτιμάται νέα αύξηση κατά €209,1 εκατ. σε σχέση με το 2025. Πέρα από το δεδομένο ότι οι εν λόγω αυξήσεις (5,6% και 4,9% για τα δύο έτη αντίστοιχα) είναι υψηλότερες από την αύξηση του ΑΕΠ και υψηλότερες από τη μεσοπρόθεσμη αύξηση των κρατικών εσόδων, σημειώνεται ως πολύ πιθανό το ενδεχόμενο οι τελικές αυξήσεις να είναι ακόμα υψηλότερες.
Η εκτίμηση οφείλεται αφενός στην αύξηση των προσλήψεων και αφετέρου στο ενδεχόμενο εφαρμογής υψηλότερων συντελεστών στην ΑΤΑ, όταν το θέμα θα έχει συμφωνηθεί.
Σε περίπτωση που το επιμέρους κόστος της ΑΤΑ ή οποιοσδήποτε άλλος παράγοντας (π.χ. νέες προσλήψεις) οδηγήσουν σε αυξήσεις πέρα από αυτές που προβλέφθηκαν, τονίζει το Συμβούλιο, τότε η Εκτελεστική Εξουσία θα βρεθεί ενώπιον δύο επιλογών: α) να ανακοινώσει ταυτόχρονες μειώσεις δαπανών από άλλες δράσεις και προγράμματα που εμπίπτουν στις Καθαρές Πρωτογενείς Δαπάνες, οι οποίες να είναι ισόποσες με την υπέρβαση στο κόστος μισθολογίου, ή β) να ανακοινώσει επιδείνωση της υπέρβασης δαπανών σε σχέση με τις υποχρεώσεις της, μέχρι τον ορίζοντα του 2028.
Η ποιότητα κοινωνικών δαπανών
Την ίδια ώρα, το Συμβούλιο εκφράζει ανησυχία για την ποιότητα των κοινωνικών δαπανών.
Σύμφωνα με τα διαθέσιμα στοιχεία, διαπιστώνει ότι «οι κοινωνικές δαπάνες (περιλαμβανομένων και των συνταξιοδοτικών) είναι σήμερα σημαντικά πιο αναποτελεσματικές σε σχέση με προηγούμενα έτη. Ενώ κατά μέσο όρο, για την περίοδο 2015-2024, το 21% των ατόμων που βρίσκονταν εντός του ορίου της φτώχειας πριν τις κοινωνικές δαπάνες εξέρχονταν από το όριο μετά τις κοινωνικές δαπάνες, το ποσοστό αυτό σήμερα έχει υποχωρήσει στο 15%.
Πέρα από τους δείκτες αποδοτικότητας των κοινωνικών δαπανών, διαπιστώνεται ότι, σύμφωνα με τα στοιχεία της Στατιστικής Υπηρεσίας, τουλάχιστον μέχρι και το 2022, οι «αστόχευτες» (χωρίς εισοδηματικά κριτήρια) κοινωνικές δαπάνες όχι μόνο δεν συγκρατούνταν τα τελευταία χρόνια αλλά, αντίθετα, είχαν αυξητική τάση ως ποσοστό των συνολικών κοινωνικών παροχών.
Ενισχύεται, έτσι, το συμπέρασμα, υπογραμμίζεται, πως η ποιότητα των κοινωνικών παροχών αποτελεί αδυναμία-κλειδί για τις δαπάνες της Κυπριακής Δημοκρατίας, καθώς δεν επιτυγχάνει τον σκοπό της. Αντίθετα, σημειώνει επί λέξει ότι τα στοιχεία οδηγούν στην ανησυχία πως οι κοινωνικές δαπάνες στην Κύπρο ενδεχομένως να καθοδηγούνται μάλλον από πολιτική προσοδοθηρία (political rent-seeking) και πελατειακές σχέσεις.