Σημαντική πρόοδος στη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ΜΕΔ) έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με ειδική ανάλυση που περιέχεται σε έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εις βάθος επισκόπηση (in-depth review) της κυπριακής οικονομίας. Σε αυτή την πορεία καθοριστικός είναι ο ρόλος των εταιρειών εξαγοράς πιστώσεων. Από τα στοιχεία της έκθεσης προκύπτει ότι οι εκποιήσεις δεν αποτελούν την κύρια λύση για την είσπραξη οφειλών, αλλά την τελευταία.
Προχωρώντας σε μια ιστορική αναδρομή στην ανάλυση υπό τον τίτλο «Ο αντίκτυπος των μη εξυπηρετούμενων δανείων στην κυπριακή οικονομία» σημειώνεται ότι το πρόβλημα άρχισε να εμφανίζεται ήδη από το 2010 και οδήγησε τελικά στην τραπεζική κρίση του 2012-2013.
Η έκθεση της Επιτροπής περιγράφει πώς φτάσαμε στο κούρεμα των καταθέσεων: Τα ΜΕΔ έπληξαν καίρια τη φερεγγυότητα των τραπεζών και η χαμηλή κάλυψη προβλέψεων -περίπου στο 33%- οδήγησε σε αρνητική κερδοφορία και απώλεια κεφαλαίων. Οι αρνητικές μακροοικονομικές εξελίξεις, η πτώση της αγοράς ακινήτων και οι ατελέσφορες διαδικασίες εκκαθάρισης επιδείνωσαν το φαινόμενο, με αποτέλεσμα το 2015 η αναλογία ΜΕΔ να υπερβεί το 50% των συνολικών δανείων στην αγορά. Από το 2016 η εικόνα αλλάζει με αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο και με τη δυναμική είσοδο των εταιρειών εξαγοράς πιστώσεων.
Η έκθεση της Επιτροπής εξηγεί ότι στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού προγράμματος μακροοικονομικής προσαρμογής, οι κυπριακές αρχές εφάρμοσαν αυστηρότερα κριτήρια δανειοδοτήσεων και ενίσχυσαν την εποπτεία των τραπεζών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι δανειακές συμβάσεις μεταγενέστερα της κρίσης να επιδεικνύουν σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά αθέτησης, ενισχύοντας τη σταθερότητα του κλάδου. Ωστόσο, ο όγκος των παλαιών ΜΕΔ παρέμενε υψηλός και η αποτελεσματική διαχείρισή τους απαιτούσε δραστικά μέτρα.
Το 2018, η ίδρυση της ΚΕΔΙΠΕΣ αποτέλεσε κεντρικό βήμα για τη μεταφορά σημαντικού όγκου των «κόκκινων» δανείων εκτός τραπεζικού συστήματος. Τα δάνεια του Συνεργατισμού, που αποτελούσαν ένα μεγάλο πρόβλημα, βρέθηκαν εκτός συστήματος. Η κρατική εγγύηση που συνοδεύει την ΚΕΔΙΠΕΣ χαρακτηρίζεται περιορισμένου ρίσκου καθώς το κόστος της αναδιάρθρωσης καταχωρίσθηκε ως δαπάνη το 2018 στο δημόσιο χρέος. Ώς τα μέσα του 2024 έχει επιτευχθεί η επίλυση του 26% του χαρτοφυλακίου της, με το υπόλοιπο να αναμένεται να διαχειριστεί πλήρως ώς το 2030, δημιουργώντας θετικές προσδοκίες για τη βιωσιμότητα του σχεδίου.
Ο ρόλος των εταιρειών εξαγοράς πιστώσεων
Παράλληλα με την ΚΕΔΙΠΕΣ, στην εγχώρια αγορά δανείων εισήλθαν εταιρείες εξαγοράς πιστωτικών απαιτήσεων (ΕΕΠ). Μέχρι το 2024, η Κεντρική Τράπεζα είχε εκδώσει δέκα άδειες ΕΕΠ και τέσσερις σε εταιρείες διαχείρισης δανείων, οι περισσότερες εκ των οποίων ανήκουν σε διεθνή επενδυτικά κεφάλαια. Ο διεθνής χαρακτήρας των ΕΕΠ -εκτός της ΚΕΔΙΠΕΣ- αντιπροσωπεύει περίπου το 44% του ΑΕΠ (14,87 δισ. ευρώ σε «κόκκινα» δάνεια), συμβάλλοντας περαιτέρω στη διασπορά του κινδύνου εκτός του εγχώριου χρηματοπιστωτικού συστήματος και έχοντας θετική επίπτωση στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών.
Συνολικά, το 92% των ΜΕΔ (€19,66 δισ., δηλαδή 58% του ΑΕΠ) ανήκει σε ΕΕΠ. Οι περισσότερες από αυτές τις απαιτήσεις (85%) είναι εξασφαλισμένες με ακίνητα, εκ των οποίων το 35% αφορά κύριες κατοικίες, και το 50,6% σχετίζεται με νοικοκυριά. Η μαζική μεταφορά των NPLs εκτός τραπεζικού ισολογισμού ελάφρυνε τους κινδύνους συστημικής αστάθειας.
Διαχείριση και ανακτήσεις
Σύμφωνα με την έκθεση οι ΕΕΠ ειδικά μετά το 2022, επιτάχυναν εξαιρετικά τους ρυθμούς διαχείρισης χαρτοφυλακίων, με ανακτήσεις που αγγίζουν τα €3,5 δισ. την περίοδο 2021 έως το πρώτο τρίμηνο του 2024. Οι διακανονισμοί προκύπτουν κυρίως από αποπληρωμές (62%), ανταλλαγές χρέους με ακίνητα (28%) και διαδικασίες αναγκαστικής εκποίησης (10%). Η δομή κερδοφορίας των ΕΕΠ βασίζεται στην αγορά των ΜΕΔ σε έκπτωση, που εξασφαλίζει κέρδη ακόμη και αν ανακτηθεί μόνο μέρος του αρχικού ποσού δανεισμού. Επιπλέον, το υψηλό ποσοστό εξασφαλίσεων σε ακίνητα ελαχιστοποιεί περαιτέρω τον κίνδυνο απωλειών.
Αντίστοιχα, το τραπεζικό σύστημα συνέχισε να μειώνει το δικό του χαρτοφυλάκιο μέσω διαγραφών και αποπληρωμών, μειώνοντας το μερίδιό του στο 8% της συνολικής αγοράς (€1,637 δισ. ή 4% του ΑΕΠ). Το ποσοστό των ΜΕΔ στα τραπεζικά ιδρύματα έφτασε σε ιστορικό χαμηλό 3,3% το 2024.
Οι μικρότερες τράπεζες
Το κύριο μέρος της μείωσης των ΜΕΔ επετεύχθη από τα συστημικά ιδρύματα, που κατά την περίοδο 2020-2024 εμφάνισαν μέσο ετήσιο ρυθμό απομείωσης 36% και ευθυγραμμίστηκαν πλήρως με τον μέσο όρο της ΕΕ (δείκτης ΜΕΔ στο 2,4%). Από την άλλη, τα λιγότερο σημαντικά ιδρύματα -που διακρατούν το 29% των τραπεζικών ΜΕΔ (περίπου 1% του ΑΕΠ)- προχωρούν με βραδύτερους ρυθμούς λόγω των μικρών χαρτοφυλακίων και των περιορισμών ρευστότητας. Ωστόσο, στην τελευταία διετία εμφάνισαν επίσης σημαντική πρόοδο, με ετήσιο ρυθμό απομείωσης 20%.
Από τις μεταρρυθμίσεις στη βιωσιμότητα
Στην ίδια έκθεση σχολιάζεται ότι οι αλλαγές που συντελέστηκαν στο θεσμικό και κανονιστικό πλαίσιο δίνουν έμφαση στη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του τραπεζικού συστήματος. Η εφαρμογή της νέας οδηγίας για τις εταιρείες εξαγοράς και διαχείρισης πιστώσεων (EU directive 2021/2167), αλλά και οι πρόσφατες μεταρρυθμίσεις στον τραπεζικό κλάδο, επιταχύνουν την εναρμόνιση της Κύπρου με τα ευρωπαϊκά πρότυπα διαχείρισης χρηματοοικονομικών κινδύνων. Οι καλύτερες πρακτικές στην παρακολούθηση και κάλυψη των ΜΕΔ περιορίζουν τους κινδύνους αποσταθεροποίησης της οικονομίας και ενισχύουν την εμπιστοσύνη των επενδυτών και καταθετών στο κυπριακό σύστημα.
Η αυξημένη συμμετοχή πολυεθνικών και μεγάλων επενδυτικών κεφαλαίων στην αγορά ΕΕΠ αφενός διασπείρει τον κίνδυνο, αφετέρου αναδεικνύει το νέο μοντέλο διαχείρισης του χρέους σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, με την Κύπρο να πρωτοπορεί στην εναρμόνιση των εσωτερικών της διαδικασιών με τις ευρωπαϊκές οδηγίες.
Οι προκλήσεις παραμένουν ωστόσο στον πυρήνα του κυπριακού τραπεζικού συστήματος και διαμορφώνεται πλέον μια ισχυρή βάση για τη βιώσιμη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους και την ενίσχυση της συνολικής χρηματοοικονομικής σταθερότητας της χώρας.