Άρχισαν να πυκνώνουν οι φωνές στο εσωτερικό οικονομικό μέτωπο που εκφράζουν τους προβληματισμούς, αν όχι και την αγανάκτησή τους, για τις παρατηρούμενες στρεβλώσεις στην κοινωνία μας, καθώς και τις θεσμικές αδυναμίες και τη συνακόλουθη κρατική ανικανότητα και τις αρνητικές προεκτάσεις τους στο παρόν και στο μέλλον του τόπου μας. Δεν θα πούμε ποια ήταν η πιο πρόσφατη συγκεκριμένη «φωνή» που ενώθηκε με τις άλλες που προηγήθηκαν, αφού όσοι παρευρίσκονται στα γνωστά συνέδρια και δημόσιες εκδηλώσεις οικονομικού και επιχειρηματικού χαρακτήρα και όσοι παρακολουθούν την επίκαιρη οικονομική ειδησιογραφία γνωρίζουν.
Το αξιοσημείωτο της συγκεκριμένης, όμως, «φωνής» έγκειται όχι τόσο στα όσα είχε το θάρρος να πει, αλλά στο ότι ο συγκεκριμένος ανώτατος οικονομικός παράγοντας και ο σημαντικότατος χρηματοοικονομικός δρώντας του οποίου προΐσταται δεν μας έχουν συνηθίσει σε τέτοιου είδους δημόσιες παρεμβάσεις. Χωρίς να σημαίνει, βέβαια, ότι δεν έχουν άποψη και δεν την εκφράζουν εκεί και όταν πρέπει, που τις περισσότερες φορές είναι μακριά από τα φώτα της ευρείας δημοσιότητας. Άλλωστε, θα ήταν αφελές να θεωρήσει ο οποιοσδήποτε ότι τέτοιου βεληνεκούς οικονομικοί δρώντες αδιαφορούν για το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο λειτουργούν επιχειρηματικά, πολιτιστικά και κατά συνέπεια θεσμικά, ως οι σημαντικότερες οντότητες της οικονομικής πυραμίδας του τόπου.
Το ζητούμενο από μια τέτοια σαφή, εστιασμένη και ξεκάθαρα πολιτική παρέμβαση, ασφαλώς, δεν είναι μόνο το ποιος την έκανε, τι είπε και γιατί, καθώς και αν εκπροσωπούσε μια μεγάλη τράπεζα, ένα επιμελητήριο, μια μεγάλη βιομηχανία ή κάτι αντίστοιχο. Κυριότερο είναι το ποιος την άκουσε και πόσο την έλαβε υπόψη του. Και εδώ είναι που υπεισέρχεται στην εξίσωση ο παράγοντας πολιτική ηγεσία και η διάθεσή της να ακούει ή, καλύτερα, να αφουγκράζεται και να υπολογίζει τις απόψεις που εκφράζουν οι πολίτες, τόσο εκείνοι που αποτελούν τη μεγάλη μάζα του λαού, όσο, όμως, και εκείνοι οι μεμονωμένοι επικεφαλής των επιχειρήσεων και οικονομικών οργανισμών, που λόγω του ρόλου τους στη λειτουργία της αγοράς και της εθνικής οικονομίας ενδιαφέρονται για ζητήματα που τυπικά φαντάζουν ευρύτερα σε έκταση από εκείνα που αφορούν αυστηρά το επιχειρηματικό τους έργο.
Πόσω μάλλον δε, όταν η συγκεκριμένη τοποθέτηση προέρχεται από έναν οικονομικό οργανισμό με δεκάδες χιλιάδες μετόχους, με δεκάδες χιλιάδες πελάτες και με δεκάδες χιλιάδες εκατομμύρια ευρώ υπό διαχείριση που αγγίζουν και επηρεάζουν ολόκληρο το φάσμα της οικονομίας και την τεράστια ευθύνη που όλα αυτά συνεπάγονται για τη «θέση» του οργανισμού αυτού στο δημόσιο γίγνεσθαι.
Και τούτο είναι το έτερο σημαντικό στοιχείο. Δηλαδή η υποχρέωση αυτών των οργανισμών και των επικεφαλής τους να «ξεφύγουν» από τα όποια αυθυποβαλλόμενα στεγανά του ρόλου τους και τα όποια στενά συμφέροντα εκπροσωπούν και να αρχίσουν να μιλούν περισσότερο για τα διαδραματιζόμενα στον τόπο μας με τον εμπεριστατωμένο και εποικοδομητικό τρόπο που τους πρέπει. Ειδικά όταν, όπως είπαμε, δεν υπάρχει τομέας επιχειρηματικής δραστηριότητας που δεν τους αφορά, δεν υπάρχει πολίτης που δεν συνδιαλέγεται μαζί τους με τον ένα τρόπο ή τον άλλο και δεν υπάρχει κρατικός και πολιτικός θεσμός που να μην αντιλαμβάνεται τη σημασία τους. Από τον απλό ενυπόθηκο δανειζόμενο οικογενειάρχη, τον φοιτητή, τον επιχειρηματία, τον συνταξιούχο αυτοεργοδοτούμενο και τον κυβερνητικό υπάλληλο ανεξαρτήτου βαθμίδας.
Αξίζει, στο σημείο αυτό, να αναφερθεί, παρενθετικά, ότι πριν τριάντα χρόνια, αντίστοιχες δημόσιες τοποθετήσεις με πολιτική χροιά γινόντουσαν ακόμα και για το εθνικό μας θέμα από επικεφαλής σημαντικών οικονομικών οργανισμών και προσέλκυαν το ενδιαφέρον τόσο των ΜΜΕ όσο και της κοινής γνώμης. Είναι καιρός, λοιπόν, να δούμε και να ακούσουμε τη φωνή και την παρέμβαση αυτών των οικονομικών θεσμών και των προϊσταμένων τους ξανά. Ώστε να μπορέσει να εμπλουτιστεί το διαλεκτικό στοιχείο της πλουραλιστικής μας δημοκρατίας, να διυλιστεί η ακατάσχετη ρητορική των όποιων επιφανειακών πολιτευτών μας και να ενταχθεί στη βάσανο της δημόσιας καλοπροαίρετης κριτικής και αξιολόγησης ο λόγος των ανθρώπων που πρεσβεύουν εκείνους τους οργανισμούς που τη σημερινή ύπαρξή τους διασφάλισε ακόμα και ο ίδιος ο φορολογούμενος πολίτης, που είναι και πελάτης τους, αλλά και ψηφοφόρος…






