Τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat για τον δείκτη πληθωρισμού στη ζώνη του ευρώ, που καταγράφουν μηδέν τις εκατό (0%) μεταβολή στην Κύπρο, μάλλον πρέπει να αντιμετωπιστούν με δόση προβληματισμού. Προβληματισμού ως προς το πώς ποιοτικά καταγράφει την κατάσταση πραγμάτων στην οικονομία μας, αλλά και ως προς το τι πραγματικά σημαίνει για την κατάσταση πραγμάτων στην οικονομία μας ένα τέτοιο δεδομένο, με προεξέχουσα την ακολουθούμενη οικονομική δραστηριότητα στον τόπο μας. Με άλλα λόγια, η καταγραφή μηδενικού πληθωρισμού δεν είναι και κάτι για το οποίο πρέπει να χαιρόμαστε και πολύ. Και θα εξηγήσουμε γιατί.
Ο πληθωρισμός, για να απλουστεύσουμε το θέμα με ένα παράδειγμα από την ανθρώπινη φυσιολογία που καταλαβαίνουμε όλοι, αφορά τη φυσιολογική «θερμοκρασία» του οικονομικού «οργανισμού» μας όταν αυτός «καίει» θερμίδες (που στο παράδειγμά μας εδώ αντιστοιχούν με τον ρυθμό ανάπτυξης, περίπου) για να λειτουργήσει και δεν βρίσκεται σε συνθήκες «πυρετού» αλλά ούτε και «ψύξης». Ένας οικονομικός οργανισμός που παράγει και καταναλώνει, «ζει» και αναπτύσσεται, αναπόφευκτα θα καταγράφει ένα ποσοστό πληθωρισμού που θα αντανακλά αυτή τη δραστηριότητα, που στην προκειμένη περίπτωση αφορά τον δείκτη τιμών καταναλωτή. Δηλαδή, στην πορεία του κόστους αγοράς (διάσταση ζήτησης) ενός προϊόντος και μιας υπηρεσίας που παράγονται και πωλούνται (διάσταση προσφοράς) στην αγορά, και αντίστοιχα στην αξία του χρήματος που «κυκλοφορεί» στην αγορά, και συνακόλουθα του ποσοστού του χρέους που προϋπάρχει αλλά και που δημιουργείται, όπως και του κόστους εξυπηρέτησής του, δηλαδή του επιτοκίου.
Με ακόμα πιο απλά λόγια, ο χαμηλός και σταθερός πληθωρισμός με θετικό πρόσημο είναι σαφώς πιο προτιμητέος από τον πληθωρισμό με μηδενικό ή ακόμα και με αρνητικό πρόσημο (όπως ήταν τον Αύγουστο του 2025), αφού στις τελευταίες δύο περιπτώσεις, δείχνουν ότι η οικονομία μας, αν συνεχιστεί αυτή η ανωμαλία, θα μπει σε περιπέτειες. Και τούτο, επειδή η αξία του χρήματος θα αρχίσει να αυξάνεται και θα παρασύρει μισθούς/απολαβές, αλλά και την προσφορά προϊόντων και υπηρεσιών, και συνεπώς το κόστος εισαγωγής και παραγωγής τους, αν η αύξηση της αξίας του χρήματος οδηγήσει σε αύξηση της κατανάλωσης, αφού με τα ίδια χρήματα θα μπορούμε να αγοράσουμε περισσότερα από εκείνα που αγοράζαμε προηγουμένως, με ό,τι σημαίνει αυτό για το ισοζύγιο πληρωμών, συνολικά.
Πάμε όμως πίσω στον μηδενικό πληθωρισμό. Ο μηδενικός πληθωρισμός, μπορεί να φαντάζει επιθυμητός στους μη γνώστες των οικονομικών, αφού φαινομενικά καταγράφει ότι οι τιμές δεν διακυμάνθηκαν καθόλου, αλλά στην ουσία αυτό που δείχνει είναι ότι δεν υπάρχει ανάγκη μισθολογικής διαχείρισης και αναπροσαρμογής αφού το κόστος παραμένει αμετάβλητο. Τούτο, κατά συνέπεια, επηρεάζει την κατανάλωση, την αγορά εργασίας, τους μισθούς και αυξάνει τον κίνδυνο αποπληθωρισμού που οδηγεί, συνήθως, σε οικονομική ύφεση.
Γι' αυτό δεν πρέπει να χαιρόμαστε για τα τελευταία δεδομένα και αντίθετα πρέπει να προβληματιστούμε αμέσως και σοβαρά, αν το φαινόμενο του πληθωρισμού με αρνητικό πρόσημο συνεχίσει να καταγράφεται και τους επόμενους μήνες. Εκτός, βέβαια, και αν τα δεδομένα είναι λανθασμένα ή στηρίζονται σε στρεβλή καταγραφή των συστατικών τους μερών. Πράγμα που όντως κάποτε συμβαίνει και αποτελεί μεγάλο θέμα συζήτησης μεταξύ οικονομολόγων και των κεντρικών τραπεζιτών της ευρωζώνης, και των προσμετρήσεων εκείνων που θα καταδείκνυαν μια άλλη, ίσως, εικόνα, πιο πραγματική και σχετική με τα όσα βιώνει ο μέσος Ευρωπαίος και Κύπριος καταναλωτής. Που όχι μόνο δεν βλέπει τις τιμές, που τον αφορούν στην καθημερινότητά του, να μειώνονται, αλλά αντίθετα τις βλέπει να αυξάνονται και τώρα κινδυνεύει να μείνει και χωρίς αύξηση στις απολαβές του και να βρεθεί και μπροστά στο φάσμα της ανεργίας αν η οικονομία αρχίσει, όντως, να «ψύχεται»… για να ξαναθυμηθούμε την κουβέντα μας με την υγιή «θερμοκρασία» που πρέπει να καταγράφει μια οικονομία όταν λειτουργεί σε κανονικές συνθήκες.