Νάτα μας, πάλι! Από το 2020, όταν μας χτύπησε την πόρτα η πανδημία του νέου κορωνοϊού, μέχρι και σήμερα, πολλά λίτρα μελάνης έχουν χυθεί προκειμένου οι πολίτες να τυγχάνουν τής ενημέρωσης η οποία θεωρείται απαραίτητη για την προστασία τής υγείας τους, της υγείας μας, της δημόσιας υγείας. Τέσσερα χρόνια μετά και έχοντας περάσει από πολλές φάσεις (κλείσιμο της κοινωνίας, άνοιγμά της και ξανά μανά περιορισμό των κινήσεών μας, εμβολιασμούς με όλα τα παρατράγουδα που τους συνόδευσαν, επίδειξη safepass και όλη αυτή την πρωτόγνωρη εμπειρία), με αποκορύφωμα τη νόσηση πολλών από εμάς και τον θάνατο μερικών χιλιάδων συνανθρώπων μας, είτε εξαιτίας του νέου ιού, είτε εξαιτίας και των υποκείμενων νοσημάτων που επιβάρυναν την κατάστασή τους… φαίνεται πως δεν έχει «κολλήσει» τίποτα σε κάποιους.
Εξηγούμαι ευθύς αμέσως. Τις προάλλες, βρισκόμουν σε σπίτι φίλων. Πολύ καλών φίλων! Οι οποίοι γνωρίζουν και το τι επαγγέλλομαι και το χρόνιο πρόβλημα υγείας το οποίο αντιμετωπίζω. Ωστόσο, όταν η συζήτησή μας άρχισε να περιστρέφεται γύρω από την έξαρση των ιώσεων η οποία παρατηρείται αυτή την περίοδο, με συνέπεια πολύς κόσμος να ασθενεί, ανακάλεσα την περίοδο κατά την οποία είχα ασθενήσει με COVID-19, αλλά και τη μετέπειτα νόσησή μου με γρίπη. Τότε μου απηύθυναν την ερώτηση: «Πριν από τον εμβολιασμό σου για την COVID-19 προσβλήθηκες ή μετά τον εμβολιασμό;» Επειδή, όπως μου είχαν εξηγήσει, εμφανέστατα δύσπιστοι, «όλοι αρρωστούσαν μετά τον εμβολιασμό τους» και «αφού μας έλεγαν πως θα εμβολιαζόμασταν για να μην κολλήσουμε».
Προσπάθησα να τους υπενθυμίσω ότι οι επιστήμονες «δεν μας έλεγαν ότι δεν θα κολλήσουμε COVID-19 μετά τον εμβολιασμό μας, αλλά θα νοσούσαμε ηπιότερα». Το πού κατέληγαν τα λόγια μου, θα το περιγράψω δανειζόμενος μια παροιμιώδη έκφραση από το τόσο πλούσιο και παραστατικό κυπριακό ιδίωμα: «Έσυρνα αβκά πά’ στον τοίχο»! Δεν επέμενα, απλώς αποδέχθηκα το ότι δεν επρόκειτο να τους αλλάξω γνώμη, γι’ αυτό και… αλλάξαμε συζήτηση.
Και αφού, όπως προανέφερα, δεν ήθελα να σπαταλήσω περισσότερο… εγκέφαλο στην πιο πάνω κουβέντα -άσε που κι αυτός έχει τα προβλήματά του τα τελευταία χρόνια- άρχισα να κάνω άλλες σκέψεις, οι οποίες αφορούν το τι πέτυχα και αν πέτυχα κάτι εγώ στο διάστημα αυτό που μας κατέτρεχε η πανδημία. Ως πρώην συντάκτης του ρεπορτάζ της Υγείας, κουράστηκα πολύ, έφτασα, όπως κι άλλοι συνάδελφοι, μέχρι και το εργασιακό burnout. Το στρες και το άγχος για την απόλυτη ακρίβεια στην εξασφάλιση και αναπαραγωγή της κάθε πληροφορίας για ένα τόσο σημαντικό θέμα και για την κάλυψη των εξελίξεων που έτρεχαν με ιλιγγιώδη ρυθμό, μας εξουθένωσαν. Το ίδιο στρες ήταν που «ξύπνησε» στον οργανισμό μου το αυτοάνοσο νόσημα με το οποίο θα μοιραζόμαστε το ίδιο σώμα μέχρι το τέλος.
Κι όλα αυτά, γιατί; Για να μην έχουμε μάθει τίποτα μέχρι σήμερα; Για να μην έχουμε κάνει έστω ένα βήμα προς τα εμπρός; Οι δημοσιογράφοι, στην τελική, «σύρνουμεν αβκά πά’ στον τοίχο»;